Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Πολλοί ελπίζουν ότι, έστω και με βαρύ κόστος αίματος, η συριακή κρίση οδεύει προς το τέλος της, προς το σταμάτημα του πολέμου και κάποιου είδους σταθεροποίηση. Αν αυτό επαληθευόταν, θα ήταν ένας από τους μποναμάδες του 2017. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, θα ήταν μια πολύ ανακουφιστική εξέλιξη, αφού το κύμα των προσφύγων θα σταματούσε. Επιπλέον, μια διευθέτηση του συριακού -προφανώς με διεθνή επιδιαιτησία και στη βάση του συσχετισμού δυνάμεων στο έδαφος- θα άνοιγε το δρόμο για τη λύση του κυπριακού και επομένως θα ξεμπλόκαρε τη διαδικασία εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Χαοτικά συστήματα συμμαχιών
Περιγράφοντας κανείς, ωστόσο, τα θετικά στοιχεία μιας τέτοιας σταθεροποίησης, σκοντάφτει αμέσως πάνω σε ένα γαϊτανάκι αντιφάσεων.
Πρώτα απ’ όλα, ο πόλεμος στη Συρία ξεκίνησε μεν σαν μια χαοτική εξέγερση ενάντια στα καθεστώς Άσαντ, αλλά εξελίχτηκε γρήγορα σε περιφερειακή αναμέτρηση με χαρακτηριστικά πολέμου δι’ αντιπροσώπων.
Σε πρώτο πλάνο, είχαμε πολιτοφυλακές που χρηματοδοτούνταν από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ εναντίον πολιτοφυλακών που χρηματοδοτούνταν από το Ιράν, δυνάμεις που υποστηρίζονταν στρατιωτικά από τη Δύση εναντίον δυνάμεων που υποστηρίζονταν από τη Ρωσία.
Σε δεύτερο πλάνο, είχαμε δύο ανεξάρτητους παράγοντες που έβλεπαν τον κίνδυνο ή την ευκαιρία στη συριακή κρίση: Η Τουρκία, τον κίνδυνο να ξαναγίνει «μοιρασιά» στην περιοχή των νοτιοανατολικών της συνόρων και να βγει πολλαπλώς χαμένη: δημιουργία κουρδικού κράτους που θα σήμαινε είτε ένα διαρκή πόλεμο στα νοτιοανατολικά είτε απώλεια εδαφών, αλλά και ξαναμοίρασμα των ενεργειακών πόρων (πετρέλαια Μοσούλης) στην οποία θα έμενε απέξω. Οι Κούρδοι, την ιστορική ευκαιρία να πετύχουν το στόχο τους για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους με τμήματα του Ιράκ και της Συρίας και με σαφή προοπτική να διευρυνθεί η επικράτειά του στο μέλλον και προς την Τουρκία.
Οι δύο αυτοί παράγοντες, Τουρκία και Κούρδοι, προσέδωσαν στο συριακό πόλεμο τεράστια πολυπλοκότητα, μετατρέποντας τα συστήματα συμμαχιών των αντιμαχόμενων δυνάμεων σε χαοτικά.
Τέλος, (αν υπάρχει τέλος στον κατάλογο των καθοριστικών παραγόντων σε αυτό τον πόλεμο), ο πόλεμος εξελίχτηκε επίσης γρήγορα σε θρησκευτικό, ανάμεσα σε αντιμαχόμενες φράξιες του ισλάμ: κυρίως σιίτες εναντίον σουνιτών και όχι μόνο. Και δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο θρησκευτικός πόλεμος είναι η πλέον ειδεχθής κορφή του εμφυλίου πολέμου.
Ο πόλεμος «αγκαλιάζει» την Τουρκία
Η Δύση βρέθηκε σε αυτό τον πόλεμο χωρίς στηρίγματα για να τον τελειώσει στο έδαφος, σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Έχει όμως μια στέρεη περιφερειακή συμμαχία (Ισραήλ, Αίγυπτος, Κύπρος, Ελλάδα) στην περιφέρεια της σύγκρουσης. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, που συμμετέχει σε μια τέτοια συμμαχία έχοντας την πολυτέλεια να μένει έξω από τη σύγκρουση, για την Τουρκία ήταν απλώς αδύνατο να μείνει έξω απ’ αυτήν.
Η πολεμική «χαβούζα» της Συρίας αγκάλιασε για τα καλά την Τουρκία. Μόνο να σκεφτεί κανείς τους εκατοντάδες νεκρούς από τις δεκάδες των τρομοκρατικών επιθέσεων στο έδαφος της Τουρκίας, είναι αρκετό για να καταλάβουμε ότι η γειτονική χώρα συμμετέχει -και μάλιστα πληρώνει βαρύ φόρο αίματος- σε αυτό τον πόλεμο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: η Τουρκία πολεμάει κανονικά μέσα στο συριακό έδαφος αλλά και στην περιοχή της Μοσούλης, ενώ τα νοτιοανατολικά της σύνορα, όπου το κουρδικό στοιχείο είναι πλειοψηφικό, έχουν «ρευστοποιηθεί» εξαιτίας του πολέμου, της κουρδικής ανταρσίας αλλά και των μαζικών προσφυγικών ορών, καταυλισμών κ.λπ.
Η Τουρκία φιλοξενεί επίσης στο έδαφός της περίπου 2 εκατ. πρόσφυγες. Μόνο αυτό το τελευταίο στοιχείο να αναλογιστεί κανείς και να το συγκρίνει με τις πολιτικές και κοινωνικές πολώσεις που δημιουργεί η παρουσία περίπου 60.000 προσφύγων στην Ελλάδα, μπορεί να καταλάβει πόσο βαθιά στον πόλεμο και τις συνέπειές του έχει μπει η Τουρκία.
Ακόμη και την καλοκαιρινή απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, είναι δύσκολο να τη διαχωρίσει κανείς από τον πόλεμο…
Οι «νικητές του Χαλεπίου»
Ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει σημείο στήριξης, η Τουρκία βρέθηκε να συμμετέχει στη συμμαχία των «νικητών του Χαλεπίου» μαζί με τη Ρωσία και το Ιράν – ο Άσαντ είναι τόσο εξαρτώμενος από τη Ρωσία και το Ιράν, ώστε περιμένει στη γωνία του τις αποφάσεις των «φίλων» του…
Αυτή η συμμαχία υπόσχεται την Τουρκία «αυτοσυγκράτηση» του Άσαντ, περιορισμό των επιδιώξεων των Κούρδων (όχι κουρδικό κράτος αλλά αυτόνομες περιοχές σε Συρία και Ιράκ) και επομένως μια λύση που δεν θα την ακρωτηριάζει. Στη συνέχεια, θα πρέπει να πάρει το λόγο η διπλωματία για τα περαιτέρω: για τους αγωγούς του φυσικού αερίου που θα περνούν από το έδαφος της Τουρκίας (όλες οι άλλες λύσεις είναι είτε πολύ ακριβές είτε δύσκολα πραγματοποιήσιμες) κ.λπ.
Οι «νικητές του Χαλεπίου» φαίνεται να έχουν το πλεονέκτημα του συσχετισμού δύναμης στο έδαφος. Διαθέτουν επίσης μια περιφερειακή συμμαχία στην καρδιά του ενεργειακού δρόμου Ιράν – Ιράκ – Συρία, αφού και το καθεστώς του Ιράκ ελέγχεται πλέον από το Ιράν. Από κει και πέρα όμως, «περιβάλλονται» από τη συμμαχία Σ. Αραβίας, Κατάρ, Ισραήλ, Αιγύπτου, Κύπρου, Ελλάδας που «ακουμπάει» στη Δύση. Και το κρισιμότερο απ’ όλα: η δυτικόφιλη συμμαχία έχει το απόλυτο πλεονέκτημα στην τεχνογνωσία και τις υποδομές για την έρευνα, εξόρυξη και μεταφορά των υδρογονανθράκων.
Κινούμενη άμμος
Τα συστήματα συμμαχιών και οι αντιφατικές επιδιώξεις των εμπλεκόμενων δεν επιτρέπουν καμία αισιοδοξία αν η κατάσταση δεν σταθεροποιηθεί στο έδαφος. Και ο μόνος διαφαινόμενος τρόπος να σταθεροποιηθεί, είναι να επιβληθεί πλήρως η συμμαχία των «νικητών του Χαλεπίου». Όμως, είτε έτσι είτε αλλιώς, το έργο της σταθεροποίησης δεν θα είναι εύκολο. Ο πόλεμος σιιτών – σουνιτών δεν θα λυθεί με τα όπλα, τουλάχιστον όχι σύντομα.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι έχουν χαθεί τελείως τα σημεία συνοχής. Η δημιουργία των κρατών σε αυτή την περιοχή ουδεμία σχέση έχει με την εθνογένεση και την κρατική συγκρότηση στην Ευρώπη. Είναι δημιουργήματα της εποχής της αποικιοκρατίας και τα σύνορά τους τραβήχτηκαν στο χάρτη με τον χάρακα… Από τη στιγμή που χάθηκε το σημείο συνοχής του αραβικού εθνικισμού και φτάσαμε στο θρησκευτικό εμφύλιο μεταξύ σιιτών και σουνιτών, δεν απέμεινε πλέον συνεκτικό στοιχείο για τη συγκρότηση στοιχειωδώς σταθερών εθνικών κρατών.
Αυτό σημαίνει ότι η κατάσταση κινούμενες άμμου θα παραμείνει, έστω και σε χαμηλότερο επίπεδο έντασης. Κάποιοι από τους πρωταγωνιστές θα περιμένουν την ευκαιρία να αντεπιτεθούν και να τροποποιήσουν ξανά τους συσχετισμούς υπέρ τους…
Ελλάδα και Τουρκία
Έχοντας μια ανοιχτή πληγή στα νοτιοανατολικά της, η Τουρκία αναφέρεται στη συνθήκη της Λωζάννης για να πει ότι δεν θα δεχθεί να γίνει το θύμα μιας νέας «μοιρασιάς» στο Ιράκ και τη Συρία. Η αναφορά της στο Αιγαίο είναι «εκ μεταφοράς» και δεν μπορεί να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα.
Το ίδιο το στρατιωτικό της δόγμα έχει στην πράξη τροποποιηθεί με τη μεταφορά των κύριων δυνάμεων στα ανατολικά, η δε ηγεσία της Στρατιάς του Αιγαίου ανήκε στη φράξια των πραξικοπηματιών. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά η πιο επιθετική απέναντι στην Ελλάδα εκδοχή ήταν και είναι οι δυτικόφιλοι κεμαλιστές.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει κίνδυνος. Όμως, ο κίνδυνος ενεδρεύει αλλού: στο να κάνει το λάθος η Ελλάδα να «τσιμπήσει» στις πολεμοκάπηλες κραυγές και να προσφερθεί η ίδια ανοήτως να γίνει τμήμα της αστάθειας που «εκπέμπεται» από τη συριακή «εστία».
Και για να τελειώσουμε κάπως… εορταστικά, το να σταματήσει το «σφαγείο» της Συρίας θα μπορούσε να είναι ο μεγάλος «μποναμάς» του 2017 – για όλους τους λαούς της περιοχής. Είθε!