Γράφει ο Ceteris Paribus
Ο Ζεεχόφερ παραλίγο να ρίξει τη Μέρκελ, ο Καμμένος απουσίαζε από το «πανηγυρικό» υπουργικό συμβούλιο με αντικείμενο το σχεδιασμό της μεταμνημονιακής εποχής (όπου τα πρόσωπα και η γλώσσα του σώματος κανένα ενθουσιασμό δεν μαρτυρούσαν) και ο Σταύρος Θεοδωράκης. Η έρπουσα πολιτική αστάθεια ζει και βασιλεύει – από το Βερολίνο ως την Αθήνα. Τα «θαύματα» κρατούν πολύ λίγο και η «ιλουστρασιόν» πολιτική ξεθωριάζει πολύ γρήγορα.
Όσον αφορά την καθ’ ημάς Ανατολή και τη «μεταμνημονιακή» Ελλάδα, το «θαύμα» της «καθαρής εξόδου από τα μνημόνια» θα κρατήσει επίσης πολύ λίγο. Και το «μυστικό» το γνωρίζουν όλοι – και προετοιμάζονται…
«It’s the economy stupid»!
Δεν πρόκειται για το Μακεδονικό, για την εξωτερική πολιτική, για τη διαφθορά και την «ηθική» της διακυβέρνησης ή οτιδήποτε σχετικό: η νάρκη είναι καλά κρυμμένη στο έδαφος της οικονομίας. Οι πολιτικές -και γενικότερα- προοπτικές εξακολουθούν να εδράζονται σε αυτήν, ακόμη και αν εκφράζονται -με μια διαδικασία μετάθεσης που θυμίζει το γνωστό ψυχολογικό σύνδρομο- σε πολιτικό επίπεδο στρεβλά, με «οχήματα» της δυσαρέσκειας αλλότρια ζητήματα.
Στη Γερμανία, η ανεργία είναι σε ιστορικά χαμηλά και η δημογραφική γήρανση έχει χτυπήσει «κόκκινο». Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα ότι ο κίνδυνος είναι οι πρόσφυγες γίνεται όλο και πιο δημοφιλής – τόσο, ώστε να μετατρέπει πολιτικούς όπως ο Ζεεχόφερ, που ήταν για δεκαετίες συμβιβασμένοι με το μικρό τους βεληνεκές, σε «αστέρες» και πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής. Στην Ελλάδα, η ύφεση έχει ξεπεραστεί και η ανεργία μειώνεται, η παλιά μορφή μνημονιακής επιτήρησης γίνεται παρελθόν και για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες οι περιφερειακές και διεθνείς «πλάτες» εμφανίζονται τόσο ισχυρές. Κι όμως, σε ποσοστό που πλησιάζει το 70% οι Έλληνες πιστεύουν ότι διατρέχουν κάποιου είδους κίνδυνο από μια χώρα της οποίας η οικονομική ισχύς είναι ασύγκριτα υποδεέστερη και η ένοπλη δύναμη συγκρίνεται μάλλον με τους Έλληνες κυνηγούς παρά με τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Η πραγματική αιτία είναι η δυστυχία της καθημερινής ζωής, που έχει προσλάβει μια βασανιστική μονιμότητα. Η πολιτική γίνεται όλο και περισσότερο υπόθεση ανάκτησης της υπερηφάνειας που έχει θυσιαστεί στο βωμό της οικονομίας.
Ποιο είναι το πρόβλημα στη Γερμανία της ανάπτυξης, της χαμηλής ανεργίας και των υψηλών κερδών; Ότι, παρ’ όλα αυτά και ανεξάρτητα από τον οικονομικό κύκλο, για όλο και ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού τα αξιοπρεπή εισοδήματα και η ασφάλεια για το μέλλον έχουν εξαφανιστεί. Ποιο είναι το πρόβλημα στην Ελλάδα της εξόδου από την ύφεση, της μειούμενης ανεργίας και του τέλους της μνημονιακού τύπου εποπτείας; Το ίδιο με της Γερμανίας αλλά στον κύβο.
Το «θαύμα» ξεθωριάζει ήδη
Στη Γερμανία πίσω από τη χαμηλή ανεργία κρύβεται ένα διαρκώς διογκούμενο στρώμα επισφαλώς εργαζόμενων και «εργαζόμενων φτωχών», η ανασφάλεια της εργασίας και η καθήλωση των οικονομικών προοπτικών όλο και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Μπορεί κάποιος να ανεχθεί ένα ανασφαλές ή και «μαύρο» παρόν αν έχει την ελπίδα ότι αυτό είναι προσωρινό. Θα εξεγερθεί όμως μετά βεβαιότητος αν η ανασφάλεια και το «μαύρισμα» είναι το μόνο μέλλον που προδιαγράφεται.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πολύ «αγριότερα». Ιδού δύο παραδείγματα από τις ειδήσεις των ημερών:
Πρώτο: Με βάση την έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, έξι στα δέκα νοικοκυριά αναμένουν ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης το επόμενο διάστημα. Ακόμη υψηλότερο ποσοστό (66%) πιστεύει ότι και η κατάσταση της οικονομίας θα επιδεινωθεί, ελαφρώς ή και αισθητά, το επόμενο διάστημα. Μπορούμε να φανταστούμε πώς ηχούν στα αυτιά τους οι «πανηγυρικοί» για την «καθαρή έξοδο από τα μνημόνια» και πόσο τους παρηγορούν οι στατιστικές για την ανάπτυξη και τη μείωση της ανεργίας…
Δεύτερο: Επιπλέον 580.000 φορολογούμενοι θα αυξήσουν το επόμενο διάστημα τον αριθμό όσων έχουν πέσει θύματα μέτρων αναγκαστικής είσπραξης (κατασχέσεις λογαριασμών), ώστε να φτάσει τους 1.708.111, από 1.128.203 μέχρι σήμερα. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που στην ίδια έρευνα του ΙΟΒΕ το 89% των νοικοκυριών δηλώνει ότι δεν προβλέπεται να αποταμιεύσει το επόμενο δωδεκάμηνο: πώς να αποταμιεύσει (ή και να καταναλώσει «κάτι παραπάνω») όταν το εισόδημά του δεν επαρκεί για τα χρέη προς την εφορία (για να μη μιλήσουμε για τις δανειακές υποχρεώσεις προς τις τράπεζες, από τις οποίες κινδυνεύει με πλειστηριασμό, ή για το λογαριασμό του ρεύματος κ.λπ.);
Ιδιαίτερα το δεύτερο αυτό στοιχείο δείχνει σε πόσο σαθρή βάση στηρίζεται το «θαύμα» της «καθαρής εξόδου από τα μνημόνια». Τα θηριώδη πλεονάσματα 3,5% έως και το 2022 και 2,2% από κει και ύστερα, στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην υπερφορολόγηση, δηλαδή την υποθήκευση των εισοδημάτων και άρα των καταναλωτικών δυνατοτήτων των νοικοκυριών. Όσο για την έξοδο από την ύφεση, στηρίζεται επίσης στην καθήλωση των εισοδημάτων από εργασία: η κλίμακα των μισθών συμπιέζεται σε όλο και κατώτερα μέσα επίπεδα και το ποσοστό των επισφαλώς εργαζομένων αυξάνεται ραγδαία.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η κατανάλωση, ο μεγάλος κινητήρας της οικονομίας, έχει βαλτώσει. Η ανάπτυξη στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές, οι οποίες όμως είναι εξαιρετικά ευάλωτες από τη διεθνή ζήτηση – αν αυτή αρχίσει να μειώνεται εξαιτίας μιας διεθνούς επιβράδυνσης ή και εξαιτίας των περιπλοκών από τον πόλεμο των δασμών;.. Στηρίζεται επίσης στο οικονομικό «θαύμα», που βασίζεται επίσης σε μια ευνοϊκή συγκυρία: πολιτική αστάθεια και τρομοκρατικές επιθέσεις στην Τουρκία κ.λπ. Στηρίχθηκε, τέλος, στην ευνοϊκή συγκυρία των χαμηλών διεθνών τιμών του πετρελαίου – η οποία αναστρέφεται ήδη.
Πέρα από τα ήδη συμφωνηθέντα νέα μέτρα για τις συντάξεις και το αφορολόγητο, που θα δώσουν νέα χτυπήματα στα εισοδήματα και την κατανάλωση, πέρα από την οριακή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ένα μάλλον πλειοψηφικό ποσοστό των νοικοκυριών λόγω της υπερ-φορολόγησης, είναι οι ευνοϊκές λοιπές συγκυρίες που κάποτε τελειώνουν.
Η οικονομία θα «μισήσει» σύντομα, όπως εξάλλου και η υποβόσκουσα κοινωνική δυσαρέσκεια. Η «περίοδος χάριτος» που κέρδισε η κυβέρνηση είναι πολύ βραχύτερη από όσο θέλει να διακηρύσσει. Η νευρικότητα στην πολιτική σκηνή απλώς ενσωματώνει αυτή την πρόβλεψη…