Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Κανονικά δεν θα έπρεπε να μπαίνουμε στη διαδικασία της επίρριψης ευθυνών για τα εθνικά ζητήματα. Ακριβώς γι’ αυτό είναι «εθνικά ζητήματα»: γιατί πρέπει να είναι έξω από το συμβατικό πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, να υφίσταται ένα εθνικό μέτωπο και το πολιτικό σύστημα να φορά τη φανέλα της εθνικής Ελλάδος.
Κι όμως, αυτό δεν έγινε για άλλη μια φορά στην περίπτωση της διαπραγμάτευσης για το Σκοπιανό. Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα θέμα που κατατρώει πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο για τη χώρα. Αλλά, την ίδια ώρα, αναμοχλεύει πάθη και ξύνει πληγές. Συνεπώς, χρειάζεται προσεκτική προσέγγιση, χωρίς διχαστική λογική. Η κυβέρνηση, όμως, με μια ανεξήγητη πίστη ότι μπορεί με συνοπτικές διαδικασίες να κλείσει τις εθνικές εκκρεμότητες που έχουν σωρευτεί εδώ και δεκαετίες, αφιερώθηκε από την αρχή του χρόνου με ζέση στο Σκοπιανό, με μια ανεξήγητη αισιοδοξία, ότι εν τέλει προς τα τέλη της άνοιξης θα έχουμε κάποιου είδους θετικές εξελίξεις.
Για άλλη μια φορά, όμως, η πραγματικότητα είναι στριφνή και πολύ συγκεκριμένη. Αφενός, η κυβέρνηση δεν φρόντισε να εμπεδώσει τη συναίνεση στο εσωτερικό της χώρας. Τα συλλαλητήρια εμφανίστηκαν ξανά και ο κόσμος βγήκε και πάλι στους δρόμους. Αυτό γιατί δεν έγινε, για παράδειγμα, το 2008; Δεν πιεζόταν η χώρα τότε; Πολύ περισσότερο και, μάλιστα, απέναντι είχε και έναν ακραιφνή εθνικιστή, τον Γκρουέφσκι, όχι έναν μετριοπαθή πολιτικό, όπως ο Ζάεφ, ο οποίος προσπαθεί φιλότιμα να βρει τη λύση. Αφετέρου, υποτίμησε τη δυνατότητα της πΓΔΜ να κάνει παραχωρήσεις στα ακανθώδη ζητήματα του Συντάγματος, της ταυτότητας και της γλώσσας.
Δεν ξέρω ποιος έδινε τις πληροφορίες, με βάση τις οποίες η κυβέρνηση κατέστρωνε τα πρώτα της σχέδια, περί τα τέλη Δεκεμβρίου, αλλά πραγματικά είναι λανθασμένες. Συνεπώς, γρήγορα κατέστη αναγκαίο να υπάρξει η απαραίτητη προσαρμογή: από τη μαξιμαλιστική προσέγγιση και την προβολή της επιθυμίας να λυθεί το ζήτημα έναντι της πραγματικής δυναμικής της διαπραγμάτευσης, πήγαμε σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση, με πρόταγμα την ανάγκη συνταγματικών αλλαγών από τη γείτονα χώρα.
Δεν ήμουν στο ταξίδι που έκανε ο Νίκος Κοτζιάς στην πΓΔΜ στο τέλος της περασμένης εβδομάδας, αλλά πληροφορούμαι ότι ο ίδιος κατέβαλε έντονες προσπάθειες να κάμψει τις ενστάσεις της άλλης πλευράς, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα, παρά τα χαμόγελα και τις υποσχέσεις για αναβάθμιση των διμερών σχέσεων. Αυτό το τελευταίο, δε, δεν είναι κακό, τουναντίον. Αλλά, ας μην νομίζουμε ότι επειδή μετονομάστηκε ένα αεροδρόμιο και άλλος ένας δρόμος, είμαστε πιο κοντά στο να λύσουμε το ονοματολογικό. Και νομίζω ότι ο πρώτος που το καταλαβαίνει είναι ο ίδιος ο Νίκος Κοτζιάς, για τον οποίο πολλά μπορεί να πει κανείς, αλλά δεν είναι άσχετος περί τα εθνικά μας θέματα, αν μη τι άλλο.
Κάπως έτσι, η κυβέρνηση μπαίνει σε ένα άλλο καθεστώς πλέον: πρέπει να διαχειριστεί τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται, καθώς τα χρονικά περιθώρια στη διαπραγμάτευση στενεύουν και θα χρειαστεί μια γενναία παραχώρηση από μέρους της πΓΔΜ, προκειμένου η διαπραγμάτευση να προσλάβει εκ νέου ουσιαστικό περιεχόμενο. Όσο και αν προσπαθεί και ο Μάθιου Νίμιτς, επιμένοντας στο θετικό momentum, είναι σαφές ότι η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί εδώ και δυόμιση δεκαετίες στη γείτονα έχει διαμορφώσει δύσκολα διαχειρίσιμα για την κυβέρνηση Ζάεφ τετελεσμένα.
Και, μπορεί η κυβέρνηση να διαμηνύει ότι δεν πρόκειται να τελειώσει η διαπραγμάτευση στα μέσα Μαΐου και ότι μπορεί να φτάσει ως τον Σεπτέμβριο, αλλά πλέον έχουμε να κάνουμε με το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, τον οποίο, σε αυτή τη φάση, καθυστέρησαν η μεν καλή προαίρεση του Ζάεφ και η επίμονη επιδίωξη της κυβέρνησης να επιδείξει κάποια σημαντική επιτυχία στο διεθνές πεδίο.