Πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι στο άμεσο μέλλον η αγορά φυσικού αερίου θα είναι περισσότερο προσανατολισμένη στο υγροποιημένο, παρά στο αέριο αγωγών. Ο λόγος είναι ότι η προμήθεια μέσω αγωγών δεν προσφέρει την ευελιξία του υγροποιημένου ως προς την εμπορική διαχείριση, ενώ συνήθως απαιτεί συμβάσεις δεσμευτικές ως προς τις ποσότητες, τους χρόνους κλπ. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, εκτιμάται ότι δύσκολα θα υλοποιηθούν σχέδια για κατασκευή νέων αγωγών, πέραν αυτών που εξυπηρετούν ευρύτερες γεωπολιτικές σκοπιμότητες (βλέπε ρωσικός South Stream, ή αγωγοί του Νότιου Διάδρομου που προωθεί η ΕΕ).
Πρόσφατα ο Alistair Cook, επί κεφαλής της ΒΡ στο Αζερμπαϊτζάν, ανακοίνωσε αποτελέσματα έρευνας, σύμφωνα με τα οποία, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων υποψήφιων αγοραστών αερίου του Αζερμπαϊτζάν, έχει μειωθεί έως και κατά 25%, συγκριτικά με το 2010. Ωστόσο το υφιστάμενο ενδιαφέρον, υπερκαλύπτει τις εξαγώγιμες ποσότητες, που για τα πρώτα χρόνια παραγωγής του κοιτάσματος Σαχ Ντενίζ ΙΙ στην Κασπία, ανέρχονται σε 10 δις. κυβικά μέτρα το χρόνο.
Μετά την ΒΡ, έρχεται η ιταλική SNAM, που είναι ο διαχειριστής των δικτύων μεταφοράς στη γειτονική χώρα και έχει στα σκαριά μεγάλα σχέδια για δημιουργία αγωγών μεταφοράς, κυρίως από Βόρεια Αφρική. Σύμφωνα με τον CEO της τελευταίας Carlo Malacarne, η υπερπροσφορά αερίου στην Ευρώπη κάνει διστακτικούς τους προμηθευτές στην υπογραφή μακροπρόθεσμων συμβολαίων που δημιουργούν δεσμεύσεις. Έτσι για τα σχέδια που προωθεί η SNAM, τελικές επενδυτικές αποφάσεις δεν πρόκειται να ληφθούν πριν το 2025.
Στο ίδιο κλίμα κινούνται και οι τοποθετήσεις του Thierry Brocher, αναλυτής της Societe Generale. Αυτός εκτιμά ότι είναι δύσκολο να υπάρξουν νέοι αγωγοί πριν το 2020, αφού οι προμηθευτές εξακολουθούν να αναζητούν μακροπρόθεσμα συμβόλαια συνδεδεμένα με το πετρέλαιο. Τέτοιοι όροι όμως για τους αγοραστές, είναι πλέον παρελθόν.
Όλα δείχνουν ότι στην αγορά δημιουργείται πλέον ένα νέο περιβάλλον, εξ αιτίας των μεγάλων νέων ποσοτήτων υγροποιημένου αερίου που πρόκειται να μπουν στην αγορά από το 2016 και μετά. Σύμφωνα δε με όλες τις ενδείξεις, αυτό θα ευνοεί περισσότερο τους καταναλωτές παρά τους παραγωγούς.