Κάποτε τα πλεονάσματα των άλλων ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση τα αποκαλούσε «ματωμένα». Σήμερα, μόλις ανακοινώθηκε ότι το πλεόνασμα του 2017 είναι υπερδιπλάσιο από τον στόχο που είχε θέσει στη χώρα μας το μνημόνιο.
Είναι όμως γεγονός και ως τέτοιο το αντιμετωπίζουμε. Για να προχωρήσουμε παρακάτω. Όπου εκεί αρχίζει η αποτίμηση της πραγματικότητας και τα σενάρια για την επόμενη μέρα.
Για παράδειγμα τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, συνήθως αυστηρά σε σχέση με την Ελλάδα, καταγράφουν το γεγονός. Το «πλήγμα» όμως δεν έρχεται από τα συστημικά γερμανικά ΜΜΕ αλλά από την αριστερή εφημερίδα Neues Deutschland, η οποία επισημαίνει ότι «ο Τσίπρας δεν θα έπρεπε να χαίρεται και τόσο» για το γεγονός ότι η Ελλάδα ξεπέρασε αισθητά τον στόχο του 1,75% που είχε συμφωνηθεί με τους δανειστές. «Βεβαίως πρωτεύων στόχος του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ είναι να τα βγάζουν πέρα από τον Αύγουστο χωρίς τα δάνεια της τρόικας. Ότι αυτός ο δρόμος δεν ήταν εύκολος και ότι τόσο ο Τσίπρας όσο και οι υπουργοί του αναγκάστηκαν να πιουν πολλά πικρά ποτήρια, είναι γνωστό. (…) Ωστόσο υπάρχει και μια δεύτερη, σκοτεινή όψη του νομίσματος. Με αυτήν ήρθε αντιμέτωπος κατά πρόσωπο ο Τσίπρας τη Δευτέρα: Τα συνδικάτα καλούν σε απεργία κατά της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ. Και δεν πρόκειται για την πρώτη κοινωνική διένεξη που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ως αριστερό κόμμα που είναι, αυτό θα πρέπει να τον βάλει σε σκέψεις», σχολιάζει η εφημερίδα, τονίζοντας ότι ο Τσίπρας και οι περί αυτόν «ίσως θα πρέπει να παραδεχθούν ότι το παράκαναν με την τακτική τους να εκπληρώνουν τις επιθυμίες των δανειστών και θα πρέπει να θυμηθούν γιατί είχαν εκλεγεί κάποτε: ως κοινωνική εναλλακτική ενάντια στην επιβολή της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων».
Από που έρχεται και που… πηγαίνει
Ας δούμε λοιπόν από πού προήλθε το πλεόνασμα και που θα πάει. Τον Μάιο του 2016, στο κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης του μνημονίου που είχε συνυπογράψει ο Αλέξης Τσίπρας ως πρωθυπουργός οι δανειστές ζήτησαν και πήραν από την κυβέρνηση φορολογικά μέτρα ύψους 1% του ΑΕΠ περικοπές συντάξεων και αύξηση των έμμεσων φόρων. Κι αυτό στη λογική της μη εμπιστοσύνης που οδηγούσε στο φούσκωμα του λογαριασμού σε βάρος του ελληνικού λαού που έπρεπε να πληρώσει τη διαφορά.
Για να βγει όμως αυτό το υπερπλεόνασμα των δύο τελευταίων χρόνων στο ίδιο διάστημα αυξήθηκαν οι οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, μειώθηκαν ακόμη περισσότερο οι αποταμιεύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση κινείται σε επίπεδα χαμηλά, αυξήθηκαν τα κόκκινα δάνεια και η τραπεζική πίστη εξακολουθεί απλώς να μην υπάρχει για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών – επιχειρηματιών.
Η Ελλάδα, λοιπόν, είναι μια από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που παράγει πλεονάσματα όχι μόνο σε πρωτογενές επίπεδο αλλά και σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Άρα, θεωρητικά μπορεί να πληρώνει τους τόκους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους της και να της μένει και κάτι για αποθεματικό ή για αποπληρωμή χρεολυσίων.
Θεωρητικά λοιπόν όλα θα έπρεπε να είναι καλά με τους δανειστές και με το ΔΝΤ. Κι όμως, κάτι φαίνεται να τους ανησυχεί. Υποστηρίζουν ότι ναι μεν καταγράφηκε πλεόνασμα «μαμούθ» το 2017 αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιτευχθεί και το 2019 και το 2020.
Εκτιμούν ότι το πλεόνασμα, που επισήμως τα επόμενα χρόνια πρέπει να φτάνει το 3,5%, δεν μπορεί να έχει τη μονιμότητα η οποία απαιτείται. Κι αυτό γιατί ένα μεγάλο μέρος του δεν προέρχεται από διαρθρωτικές αλλαγές μακράς απόδοσης αλλά από συγκυριακούς λόγους όμως οι ρυθμίσεις της Εφορίας, τη μη καταβολή συντάξεων, τη μη πληρωμή των υποχρεώσεων του δημοσίου προς τους ιδιώτες και τα μερίσματα της ΤτΕ.
Παράλληλα οι δανειστές, παριστάνοντας τους… αθώους του αίματος, ανησυχούν για τις επιπτώσεις αυτού του πλεονάσματος στους ρυθμούς ανάπτυξης. Την ίδια ώρα που ετοιμάζονται να ζητήσουν από την κυβέρνηση να ξεκινήσουν από τον Ιανουάριο του 2018 τα μέτρα που έχουν ήδη ψηφιστεί από την κυβέρνηση. Και όχι μόνο αυτό δεν αποκλείεται τελικά να απαιτηθεί να μειωθεί νωρίτερα το αφορολόγητο. Αυτό, σε συνδυασμό με τις δρομολογημένες για τον Ιανουάριο του 2018 περικοπές των συντάξεων δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα τόσο στην κοινωνία όσο και μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα των κομμάτων που συγκυβερνούν.
Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός επιμένουν ότι οι εκλογές είναι προγραμματισμένες για το τέλος της τετραετίας και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, μιλώντας τη Δευτέρα στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να τους ανατάξει το ηθικό και να τους πείσει ότι όλα θα πάνε καλά, σύμφωνα με τον σχεδιασμό του.
Όπερ έδει δείξαι