Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Ένας πρωθυπουργός Δυτικής ανεπτυγμένης χώρας περιμένει τον Πρόεδρο της μεγαλύτερης παγκόσμιας υπερδύναμης έχοντας μάλιστα ισχυρές προσδοκίες για δηλώσεις που θα βοηθούν την χώρα του στην προσπάθεια της να ολοκληρωθεί η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της. Το λογικό και αναμενόμενο είναι να ακολουθήσει τυπολατρικά κάθε γράμμα του εθιμοτυπικού και δείξει με το ήθος και το ύφος του πόσο εκτιμά την παρουσία και την παρέμβαση του προσκεκλημένου του.
Αυτά θα συνέβαιναν σε μια οποιαδήποτε φυσιολογική χώρα του πλανήτη που σέβεται τον εαυτό της και θεωρεί απαράβατο κανόνα των διεθνών σχέσεων την τήρηση βασικών προϋποθέσεων που αποδεικνύουν την ευγένεια, την εκτίμηση, απέναντι στον υψηλό επισκέπτη. Στην Ελλάδα της όψιμης επαναστατικότητας, όπου τα ταξικά απωθημένα μπλέκουν με τις διαχρονικές ιδεοληψίες ακολουθήθηκε μια πιο πρωτότυπη προσέγγιση που ξεκίνησε με την παράτυπη υποδοχή του Ομπάμα από τον υπουργό Αμύνης μέχρι την υπερβάλλουσα χαλαρότητα του Τσίπρα στην μεταξύ τους συνάντηση.
Δεν είναι μόνο το πόσο απροετοίμαστοι δείξαμε ακόμη κι από το περιστατικό του στραβού χαλιού. Δεν είναι μόνο ότι δεν προϋπάντησε τον Ομπάμα ο ίδιος ο Τσίπρας ή ο αρμόδιος υπουργός Εξωτερικών. Δεν είναι καν η γενικότερη αίσθηση ότι τίποτε δεν λειτουργούσε οργανωμένα, με προκαθορισμένο πρόγραμμα και μελετημένη επίβλεψη.
Προφανώς ο Τσίπρας απέφυγε, πέρα από την υποχρεωτική συνάντηση και τις κοινές δηλώσεις, να εμφανιστεί μαζί του σε πιο προσωπικές, μη θεσμικές στιγμές. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του, τα κομματικά στελέχη και τους ψηφοφόρους του ότι δεν ξεπουλήθηκε πλήρως στους Δυτικούς επικυρίαρχους του κόσμου κι ότι περιορίστηκε στις ελάχιστες απαιτήσεις που εκπορεύουν από τον πρωθυπουργικό θώκο.
Το χειρότερο όλων είναι ότι δεν πρόκειται απλά για μια χαμηλής ποιότητας διοικητική λογική. Όλα αυτά τα φαινομενικά παράταιρα αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου εύσχημης απομείωσης της αξίας του Αμερικανικού παράγοντα. Παρόλο που σχεδόν εκλιπαρούμε για μια θετική δήλωση από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, – έστω κι αν γνωρίζουμε ότι ελάχιστα θα επηρεάσει τις Ευρωπαϊκές εξελίξεις -, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντέχει την πλήρη αποστασιοποίηση από τον ιστορικό του ρόλο, του αντιεξουσιαστή, του αντι-ιμπεριαλιστή, του αντιαμερικάνου, του αντικαπιταλιστή.
Όταν βιώνεις μια τέτοια σχιζοειδή κατάσταση όπου η συνείδηση σου επιθυμεί να χαστουκίσει, να ξεφτιλίσει, να αφανίσει τον μισητό αντίπαλο αλλά η εξουσιαστική ανάγκη σού επιβάλλει να συμβιβαστείς και να χαριεντίζεσαι με όσα και όσους απεχθάνεσαι, καταλήγεις να χρησιμοποιείς ασυνάρτητα, ακατάληπτα, ακατανόητα ρητορικά και λοιπά επικοινωνιακά εργαλεία.
Αυτό που όφειλε να έχει κατανοήσει είναι ότι όλες αυτές οι στραβοχυμένες, κουτσαβάκικες γελοιότητες δεν εκθέτουν μόνο το πρόσωπο που καταφεύγει σε αυτές αλλά μια ολόκληρη χώρα που δεν νοείται να θέτει σε κίνδυνο την διεθνή της εικόνα και την πορεία των πιο σημαντικών συμμαχιών της.