Γράφει ο Γιάννης Παπαδημητρόπουλος
Σε προηγούμενο άρθρο συζητήσαμε το γενικότερο εκπαιδευτικό πλαίσιο για τον Τουρισμό στην Ελλάδα, απαριθμώντας τις δημόσιες και ιδιωτικές δομές που προσφέρουν κάποιας μορφής τουριστική κατάρτιση σε μελλοντικά στελέχη της τουριστικής βιομηχανίας, ανώτερα, μέσα και κατώτερα. Από την παράθεση αυτή προέκυψε ότι υπάρχουν αρκετές επιλογές εκπαίδευσης για όποιον θέλει να αποκτήσει γνώσεις πάνω στα τουριστικά επαγγέλματα, τόσο θεωρητικές, όσο και πρακτικές, που απευθύνονται σε άτομα με διαφορετική οικονομική δυνατότητα.
Το κράτος έχει φροντίσει να προσφέρει γνώσεις κυρίως «πεδίου» στους σπουδαστές των κρατικών εκπαιδευτικών δομών τουρισμού, ώστε να τους εξελίξει σε κατηρτισμένους υπαλλήλους τουριστικών & επισιτιστικών μονάδων και ταξιδιωτικών γραφείων, ενώ οι ιδιωτικοί φορείς προσφέρουν μαζί με τις day-to-day τεχνικές γνώσεις και γενικότερη “international” επισκόπηση της τουριστικής βιομηχανίας, με πιο εξωστρεφή προσανατολισμό. Ειδικά οι ιδιωτικές σχολές είναι πρωτοπόρες στην ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων για οργάνωση και διοίκηση ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού, δημιουργώντας ολόκληρα προπτυχιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα, Diplomas και Certificates για αυτό το σκοπό. Εξάλλου είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα αντανακλαστικά του ιδιωτικού τομέα είναι πιο γρήγορα και η αντίδρασή του στο εξωτερικό περιβάλλον (στις νέες ευκαιρίες που δημιουργούνται από τη ζήτηση εκπαίδευσης σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού) δεν καθυστερεί λόγω γραφειοκρατικών ή ιδεολογικών αγκυλώσεων.
Οπότε, τίθεται ένα ερώτημα: Στην Ελλάδα η τουριστική εκπαίδευση θα έπρεπε να είναι καθαρά δημόσια, χωρίς ή με ελάχιστα δίδακτρα και με εκπαιδευτικά αντικείμενα που θα καλύπτουν όλο το φάσμα της σύγχρονης τουριστικής βιομηχανίας ή θα μπορούσε να συνεχιστεί το υπάρχον μοντέλο, με τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, Ι.Ε.Κ. και Κολλέγια να προσφέρουν τα τωρινά τους εκπαιδευτικά προγράμματα, αλλά με επιχορήγηση από το Κράτος για τη δραστική μείωση των διδάκτρων τους, ώστε να γίνουν προσβάσιμα σε μεγαλύτερο αριθμό ενδιαφερομένων;
Αυτή η συζήτηση εντάσσεται στο πλαίσιο του μεγάλου και, εν πολλοίς, αδιέξοδου δημοσίου διαλόγου «Δημόσιο εναντίον Ιδιωτικού» που διεξαγόταν πάντα στην Ελλάδα και είχε ενταθεί με τις προσπάθειες αποκρατικοποίησης δημοσίων επιχειρήσεων που οι κυβερνήσεις προσπαθούν τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Υπάρχει μια μερίδα δημοσίων σχολιαστών που φρίττουν στην ιδέα οποιαδήποτε ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε κάθε τομέα, μια μερίδα που θα ήθελε να είναι τα πάντα ιδιωτικές επιχειρήσεις που να λειτουργούν αποκλειστικά με κριτήρια «οικονομίας της αγοράς» και μια τρίτη που αναζητά την ισορροπία μεταξύ των δυο. Στο πλαίσιο της τρίτης «σχολής σκέψης», θα μπορούσε να προταθεί η ιδέα να δίνονται γενναίες επιχορηγήσεις σε ιδιωτικούς φορείς τουριστικής εκπαίδευσης (πιστοποιημένους με βάσει τον εκάστοτε νόμο), ώστε να δέχονται με μειωμένα δίδακτρα σπουδαστές που επιθυμούν να σταδιοδρομήσουν σε ειδικές μορφές τουρισμού, που επί του παρόντος δεν διδάσκονται σε βάθος στο δημόσιο σύστημα τουριστικής εκπαίδευσης, παρά μόνο σε επίπεδο εξαμηνιαίου μαθήματος.
Αυτή η μέθοδος θα οδηγήσει σε περισσότερες διεξόδους για όσα άτομα είτε θέλουν να ασχοληθούν με τον τουρισμό και τις ειδικές μορφές του, είτε έχουν μια καλή ιδέα ανάπτυξης τουριστικής επιχείρησης αλλά δεν έχουν την θεωρητική και πρακτική κατάρτιση να την υλοποιήσουν, είτε ακόμα έχουν μια οικογενειακή τουριστική επιχείρηση την οποία επιθυμούν να αναλάβουν αλλά ατύχησαν στη διαδικασία των Πανελληνίων εξετάσεων.
Δεν είναι εύκολη η υλοποίηση αυτής της πρότασης. Καταρχάς αποτελεί παραδοχή από μέρους του κράτους και του εκπαιδευτικού συστήματος των δικών τους ανεπαρκειών και γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, που δεν τα αφήνουν να συμβαδίσουν με τις επιταγές και τις ανάγκες της εποχής. Επίσης είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει ισχυρή πολεμική εναντίον της ιδέας να δίνονται επιχορηγήσεις σε ιδιωτικούς φορείς για εκπαίδευση και κατάρτιση, όσο και αν αυτό γίνεται εδώ και πολλά χρόνια μέσω ΕΣΠΑ, σε δομές όπως τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης και τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης. Η φιλοσοφία είναι όμως η ίδια, καθώς το κράτος θα εκμεταλλευτεί τις ήδη υπάρχουσες και πιστοποιημένες δομές εκπαίδευσης για να επενδύσει στο ταλέντο και τις φρέσκες ιδέες ατόμων που θέλουν να εργαστούν στον τουριστικό τομέα και στις ειδικές μορφές τουρισμού και να παράξουν οικονομικό αποτέλεσμα.
Πολλά λεπτότερα θέματα ανακύπτουν από αυτή την πρόταση και τα αναγνωρίζουμε, όπως το ποιος θα είναι eligible να σπουδάσει υπό τη σκέπη του προγράμματος των επιχορηγήσεων, το πώς θα αποφασίζεται αυτό και με ποια κριτήρια οικονομικά ή κοινωνικά, αν θα δηλώνονται οι ιδιωτικές σχολές που συμμετέχουν στο πρόγραμμα σε κάποιο παράλληλο Μηχανογραφικό κατά τις Πανελλήνιες, αν θα επιλέγονται υποψήφιοι με προσωπική συνέντευξη, αν θα υπάρχει η δυνατότητα όχι απλά επιχορήγησης για μείωση διδάκτρων αλλά και πλήρους υποτροφίας μέσω του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (που είναι γενικά η ενδεδειγμένη δομή να διαχειριστεί το σύνολο του προγράμματος), πώς θα γίνονται οι έλεγχοι για να προληφθεί ή να κατασταλεί τυχόν κατασπατάληση πόρων κ.α.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι με την ύπαρξη μιας τέτοιας επιλογής, η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι η σημαντικότερη βιομηχανία της είναι ο τουρισμός και το καθοριστικό στοιχείο αυτής της βιομηχανίας είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Με γενναιότητα βάζει στο περιθώριο το ότι δεν έχει μπορέσει να αναπτύξει επαρκείς κρατικές δομές σύγχρονης εκπαίδευσης σε ειδικές μορφές τουρισμού και προκρίνει το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας, πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις. Η επιτυχία ενός τέτοιου προγράμματος μπορεί να αποτελέσει αφορμή και για άλλα αντίστοιχα προγράμματα επιχορηγήσεων σε ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς φορείς που διδάσκουν αντικείμενα που δεν καλύπτονται επαρκώς από το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης και που μπορούν να προσφέρουν στην οικονομία, όπως graphic design, προγραμματισμός mobile apps ή άλλες σύγχρονες ειδικότητες.
Στην αγγλική γλώσσα υπάρχει η έκφραση “the best of both worlds” για να δηλώσει πως μπορούν να συνδυαστούν καλά στοιχεία από δύο ή περισσότερα πεδία για να παράξουν κάτι ακόμα καλύτερο από κοινού. Ο συνδυασμός αυτού που ξέρει να κάνει καλά το κράτος, να προσφέρει χρηματοδοτήσεις, με την ευελιξία των ιδιωτικών δομών τουριστικής εκπαίδευσης μπορεί να προσφέρει υψηλού επιπέδου κατάρτιση σε φερέλπιδα μελλοντικά στελέχη της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας, πιο εξειδικευμένα και με μεγαλύτερη «διεθνή» οπτική των πραγμάτων από τους αποφοίτους των δημοσίων δομών, που αποκτούν εξαιρετική κατάρτιση, αλλά σαφώς πιο γενική. Μια ιδέα που αξίζει να εξετάσουμε.