Γράφει η Μερσίλεια Αναστασιάδου*
Η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο κατά την 20η Ιουλίου 1974 σε πρώτη φάση και κατά την 14η Αυγούστου του ιδίου έτους στο δεύτερο της στάδιο συνιστά ένα διεθνές έγκλημα με ανυπολόγιστες συνέπειες για τον ελληνισμό, Αθήνα και Λευκωσία. Η τουρκική εισβολή κατέγραψε σωρεία παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών των Ελλήνων της Κύπρου, η οποία αναγνωρίστηκε σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων από τη ευρωπαϊκή και διεθνή δικαιοταξία. Η Τουρκία δε, αν και έχει κριθεί αποκλειστικά υπόλογος για τις εν λόγω παραβιάσεις, εξακολουθεί να κατέχει παρανόμως το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, να έχει εγκατεστημένη σε μόνιμη βάση στρατιωτική δύναμη περί των 40.000 τούρκων στρατιωτών, να προβαίνει σε αγοραπωλησίες των ελληνοκυπριακών περιουσιών και να αλλοιώνει την δημογραφία και τις πληθυσμιακές αναλογίες στα κατεχόμενα εδάφη με τον παράνομο εποικισμό τους από Τούρκους, κάτι το οποίο συνιστά έγκλημα πολέμου.
Επισημαίνεται πως η Άγκυρα επιδεικνύει παντελή αδιαφορία και άρνηση συμμόρφωσης προς την ευρωπαϊκή και διεθνή δικαιοταξία, δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως υπάρχουσα κρατική οντότητα που εκπροσωπεί την Κύπρο διεθνώς, δεν αναγνωρίζει κατ’ επέκταση ούτε τον εναέριο ή θαλάσσιο χώρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και επιδιώκει μία λύση, στην οποία το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, το οποίο η ίδια αναγνωρίζει ως «ΤΔΒΚ» θα είναι το ένα εκ των δύο συνιστώντων κρατών μίας sui generis ομοσπονδιακής δομής, η οποία και θα αντικαταστήσει εν προκειμένω, εάν υπάρχει συμφωνία, το σημερινό υποκείμενο διεθνούς δικαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έν έτει 2016, συμπληρώνονται 42 χρόνια μετά την εφαρμογή της τουρκικής στρατηγικής για κατάληψη της Κύπρου με την επιχείρηση Αττίλας και διαμόρφωσης εν τοις πράγμασι συνθηκών γεωγραφικού διαχωρισμού του νησιού. Είναι εξόφθαλμη και εγκληματικά επικίνδυνη για το μέλλον του ελληνισμού η συνεχής διολίσθηση Αθήνας και Λευκωσίας από τον στόχο της απελευθέρωσης και της αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας στην Κύπρο. Η πορεία των γεγονότων από το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνος μέχρι και σήμερα αναδεικνύει τα ελλείμματα στρατηγικής στοχοθεσίας από μέρους των Ελλήνων, καθιστώντας εξαιρετικά ανησυχητικό το μέλλον για τον ελληνισμό.
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου ενάντια στην Βρετανική Αυτοκρατορία, που εκδηλώθηκε δυναμικά το 1955 – 1959 είχε ως πρόταγμα την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ένα πόθο με υπόβαθρο την Ελληνική Επανάσταση εναντίον του Οθωμανικού ζυγού και την ενσωμάτωση της νήσου Κύπρου στο Ελλαδικό κράτος. Η προσδοκία αυτή, για την οποία θυσιάστηκαν εκατοντάδες Κυπρίων και οδηγήθηκαν έφηβοι ακόμη στην αγχόνη την δεκαετία του 1960, δεν έμελλε να βρει την πραγμάτωσή της. Αντιθέτως, στα χρόνια που ακολούθησαν και ενώ σε όλο τον κόσμο εφαρμοζόταν η διεθνής πρακτική της αυτοδιάθεσης στην διαδικασία αποαποικιοποίησης, απαγορεύθηκε στους Κυπρίους να επιλέξουν το μέλλον τους, δηλαδή να ασκήσουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, αν και αυτό είχε καθιερωθεί ως εθιμικό δίκαιο εφαρμοζόμενο επί τη βάση της αρχής ένας άνθρωπος – μία ψήφος.
Η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα κατέληξε στις δεκαετίες που ακολούθησαν να είναι μακρινή και ουτοπική και πλέον ασχολία των ιστορικών και των μελετητών. Ο στόχος αυτός δεν επετεύχθη, αλλά επισήμως γεννήθηκε ένα ανεξάρτητο κράτος περιορισμένης κυριαρχίας το 1960, η Κυπριακή Δημοκρατία, με τρεις εγγυητές, την Ελλάδα, την Τουρκία και την Μεγάλη Βρετανία και δύο κοινότητες πληθυσμιακά άνισες και θεσμικά διαχωρισμένες!
Στον αντίποδα, η τουρκική κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές εν έτει 1956 αποφάσισε να αναθέσει στον καθηγητή συνταγματικού δικαίου και μετέπειτα πρωθυπουργό της Τουρκίας, Νιχάτ Ερίμ, να εκπονήσει ένα σχέδιο, που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις ελέγχου της Κύπρου, μιας περιοχής εξαιρετικά σημαντικής για την ασφάλεια ολόκληρης της Τουρκίας. Ο καθηγητής Ερίμ παρουσίασε στα τέλη του έτους 1956 τις βασικές κατευθύνσεις επί των οποίων θα έπρεπε να εδράζεται η τουρκική στρατηγική έναντι της Κύπρου.
Καταρχάς, ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού, που αριθμούσε τότε γύρω στις 400 χιλιάδες, γινόταν αντιληπτός στην τουρκική οπτική ως μια ελάχιστη μειοψηφία μπροστά στα εκατομμύρια της ηπειρωτικής Τουρκίας. Επομένως, αυτές οι λίγες εκατοντάδες δεν θα έπρεπε να καθορίσουν την τύχη και κυρίως το μέλλον της Τουρκίας. Εξ’ άλλου, στην αντίληψη των Τούρκων η Κύπρος αποτελεί μια προέκταση του υφάλου της Ανατολίας, δηλαδή τμήμα του ευρύτερου τουρκικού γεωπολιτικού χώρου. Τονίζεται πως με την Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 η Τουρκία αποποιήθηκε κάθε δικαιώματος επί της νήσου Κύπρου. Παρόλα αυτά, η Άγκυρα υποστήριζε πως σε περίπτωση αλλαγής του καθεστώτος της νήσου, θα έπρεπε να της επιστραφεί η Κύπρος, δηλαδή να αποδοθεί στον προηγούμενο ιδιοκτήτη της.
Ο δεύτερος άξονας του σχεδίου ήταν να υπάρξουν τέτοιες προϋποθέσεις, ώστε να δημιουργηθούν στο νησί περιοχές με εθνικά ομοιογενείς πληθυσμούς. Επισημαίνεται πως ο πληθυσμός του νησιού, Έλληνες, τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι, Αρμένιοι, Μαρωνίτες, Λατίνοι ήσαν διεσπαρμένοι σε όλη την επικράτεια και άρα δεν υπήρχε μια εδαφική ζώνη, που να κατοικούσαν μόνο Τούρκοι. Υπενθυμίζεται, επίσης, πως οι Έλληνες της Κύπρου αριθμούσαν 80 και πλέον τοις εκατό του πληθυσμού, ενώ οι Τούρκοι περί το 18 τοις εκατό.
Τρίτο σημείο ήταν η Τουρκία να αποκτήσει σταδιακά ρόλο και λόγο στις υποθέσεις, την πορεία και το μέλλον της Κύπρου. Αυτό θα μπορούσε να λάβει διάφορες μορφές. Ένα κοινό κράτος με τους Έλληνες υπό την μορφή της ομοσπονδίας με επεμβατικά δικαιώματα της Τουρκίας ή μια συνομοσπονδία, δηλαδή δύο κράτη, όπου θα ήλεγχε τον χώρο η Άγκυρα μέσω των Τουρκοκυπρίων ή και η διχοτόμηση του νησιού. Η εμπλοκή της Τουρκίας ετίθετο σε κάθε επαφή και σχέδιο που προτεινόταν από τους Βρετανούς. Οι Βρετανοί στόχευαν να μετατρέψουν το ζήτημα της Κύπρου από ένα πρόβλημα αποαποικιοποίησης και διεκδίκησης ελευθερίας, δηλαδή μια σύγκρουση μεταξύ Κυπρίων και Ηνωμένου Βασιλείου, σε μια σύγκρουση μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων στο νησί. Αυτό κατέστη δυνατό κατά την διάρκεια των τελευταίων χρόνων της αποικιοκρατίας στην Κύπρο, όπου και οι Βρετανοί υποδαύλιζαν ενεργά την σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Έτσι, μετετράπη ο Βρετανικός Λέων από κατακτητής σε επιδιαιτητής και ρυθμιστής του μέλλοντος της Κύπρου.
Η εμπλοκή της Τουρκίας επισφραγίστηκε στο νέο κράτος που εγκαθιδρύθηκε, όπου και η Άγκυρα ήταν μία εκ των εγγυητριών δυνάμεων της ανεξαρτησίας του. Αυτή η παράμετρος θα ήταν ένα εφαλτήριο για κάθε μορφής επέμβαση της Τουρκίας στο νησί, την οποία δεν θα αργούσε να χρησιμοποιήσει. Τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974, δηλαδή 14 χρόνια μετά, η νομική αυτή παράμετρος θα λειτουργούσε ως το νομιμοποιητικό πρόσχημα για να εισβάλει ο Αττίλας στην Κύπρο. Η συνέχεια είναι γνωστή. Κατοχή, εκτοπισμένοι, εγκλωβισμένοι, αγνοούμενοι, παράνομος εποικισμός, καταστροφή πολιτιστικής κληρονομιάς, εξάλειψη στοιχείων που μαρτυρούν την παρουσία του Ελληνισμού κ.α.
Κατά το έτος 1974 επιτεύχθηκε στην πράξη το πρώτο μέρος της τουρκικής στρατηγικής. Δημιουργήθηκαν de facto δύο ζώνες στην Κύπρο, ο Ελληνικός Νότος, δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία και ο Βορράς, ήτοι η τουρκική κατοχική ζώνη, που στην συνέχεια άρχισε να αποκτά διάφορες οντότητες. Στον Βορρά εγκαταστάθηκαν οι Τουρκοκύπριοι και η περιοχή άρχισε να εποικίζεται οργανωμένα και συστηματικά κατά χιλιάδες με Τούρκους από τα βάθη της Ανατολίας. Το 1983, οι λεγόμενες αρχές των κατεχομένων, παρανόμως αυτοανακηρύσσουν κρατικό μόρφωμα, που αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία.
Εν τω μεταξύ διεξάγονται, από την δεκαετία του 1980 μέχρι και σήμερα, συνομιλίες μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων για την επίλυση του Κυπριακού με βάση ένα διζωνικό, δικοινοτικό ομοσπονδιακό μοντέλο, το οποίο εκ των πραγμάτων θα είναι ρατσιστικό και διχοτομικό. Το Σχέδιο Ερίμ του 1956 για την Κύπρο ήταν απλώς ένα τμήμα της τουρκικής στρατηγικής, που εκκινεί από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο, την Τένεδο και επεκτείνεται στην Θράκη, το Αιγαίο και αλλού. Με τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου «Η Τουρκία είναι υποχρεωμένη από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα. Η Τουρκία πρέπει να βλέπει το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε την δεκαετία του 1970 όχι ως στοιχείο μιας αμυντικής κυπριακής πολιτικής που προσανατολίζεται στη διαφύλαξη του ισχύοντος καθεστώτος, αλλά ως ένα από τα διπλωματικού χαρακτήρα βασικά στηρίγματα μιας επιθετικής στρατηγικής θάλασσας…που σχετίζεται με τη θαλάσσια περιοχή που περικλείεται από τον άξονα Κασπία – Εύξεινος Πόντος – Στενά – Αιγαίο πέλαγος – Ανατολική Μεσόγειος – Σουέζ – Περσικός κόλπος».
Η διεθνής κοινότητα, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, οι εκπρόσωποι του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και μεγάλων δυνάμεων, εκφράζουν δημοσίως την πεποίθηση πως τώρα είναι η στιγμή της Κύπρου και πως το 2016 θα είναι το έτος λύσης του Κυπριακού Προβλήματος. Κατά το έτος 2016 συμπληρώνονται, επίσης, 60 χρόνια από την εκπόνηση του Σχεδίου Νιχάτ Ερίμ περί διαμελισμού της Κύπρου. Το σχέδιο αυτό θα επισφραγιστεί με μια λύση που θα εμπεδώνει συνθήκες ελέγχου της Κύπρου από την Τουρκία. Τονίζεται πως η Κύπρος δεν κινδυνεύει μόνο να γίνει συν τω χρόνω εν τοις πράγμασι τουρκικός χώρος, δηλαδή να έχει την μοίρα μιας δεύτερης Αλεξανδρέττας, αλλά να μετατραπεί και σε ισλαμικό φυτώριο.
*Η Μερσίλεια Αναστασιάδου είναι Επιστημονική Συνεργάτης Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο.