Γράφει ο Ceteris Paribus
Στις 10 Μαρτίου το περιοδικό New Yorker επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα που είναι στα μυαλά όλων: πού οφείλεται η θεαματική άνοδος των χρηματιστηρίων, ιδιαίτερα των αμερικανικών, ύστερα από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ; Η απάντηση που έδωσε, ήταν: «Οι επιχειρήσεις στοιχηματίζουν ότι ο Τραμπ είναι επικίνδυνος αλλά δεν είναι αβέβαιος».
Η απάντηση αυτή θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι αγορές έχουν εκτιμήσει και προεξοφλήσει τα «επικίνδυνα» πράγματα που θα κάνει ο Τραμπ.
Όμως υπάρχει μια κρίσιμη ερώτηση εδώ: τι έχουν προεξοφλήσει οι αγορές ότι θα κάνει ο Τραμπ στο ζήτημα των εμπορικών σχέσεων; Έχουν ενσωματώσει στις προβλέψεις τους την κήρυξη εμπορικού πολέμου με την Κίνα και την Ευρώπη;
Λογικά, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα ανέβαιναν τα χρηματιστήρια σε όλα τα μεγάλα διεθνή κέντρα (ΗΠΑ, Κίνα – Ασία, Ευρώπη) ταυτόχρονα. Η κήρυξη εμπορικού πολέμου, λοιπόν, εντάσσεται στην κατηγορία του «επικίνδυνου» που έχει όμως προβλεφθεί και προεξοφληθεί ή στην κατηγορία του αβέβαιου;
Η οικονομική και πολιτική ατζέντα του νέου προέδρου των ΗΠΑ περιλαμβάνει πολλές ρηξικέλευθες, «σκανδαλιστικές» ή και επικίνδυνες πλευρές, αλλά καμία από αυτές δεν είναι τόσο επικίνδυνη και δεν απειλεί με τόσο αβέβαιες εξελίξεις όσο η ανατροπή στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ και η κήρυξη εμπορικού πολέμου. Ταυτόχρονα όμως, το ρηξικέλευθο περιεχόμενο αυτής της ατζέντας θα αποδυναμωθεί σε μεγάλο βαθμό χωρίς μια τέτοια ανατροπή.
Οι διαφωνίες για το μεταναστευτικό έχουν τη σημασία τους, αλλά είναι μάλλον θεωρητικές, αφού είναι σχεδόν αυτονόητο ότι ΗΠΑ και Γερμανία θα υλοποιήσουν τις δικές τους πολιτικές επί του θέματος, αντιμετωπίζοντας ιδιαίτερες καταστάσεις, αφού δεν υπάρχει τίποτε που να κάνει επείγουσα κάποια ταύτιση επί του θέματος. Οι διαφωνίες για το ΝΑΤΟ έχουν μεγαλύτερη σημασία, αλλά δεν έχουν κάποιο άμεσο πρακτικό αντικείμενο. Η εμπορική πολιτική όμως είναι κάτι σημαντικό: εκεί το αντικείμενο είναι «καυτό» και έχει άμεσες και πραγματικά πολύ σημαντικές συνέπειες.
Το ερώτημα αν ο Ντόναλντ Τραμπ θα «κηρύξει» τον εμπορικό πόλεμο σε Κίνα και Ευρώπη είναι στη βραχυμεσοπρόθεσμη περίοδο το κεντρικό ζήτημα στις διεθνείς σχέσεις.
Ο απόηχος της συνάντησης Τραμπ – Μέρκελ
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πίσω από τις ανεκδοτολογικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα ιστορίες για την άρνηση της χειραψίας κ.λπ., αυτό ήταν το «μεγάλο ζήτημα στο τραπέζι» κατά την πρόσφατη συνάντηση του Αμερικανού προέδρου με τη Γερμανίδα καγκελάριο κ. Μέρκελ στο Λευκό Οίκο. Η περίοδος της προετοιμασίας και της εκπόνησης πολιτικής από το επιτελείο του νέου προέδρου και τον ίδιο, δεν μπορεί να παραταθεί ακόμη για πολύ. Είναι ίσως ακόμη σχετικά νωρίς, αλλά όχι και πολύ νωρίς, για να απαντηθεί αυτό το φλέγον ζήτημα. Αν η έλλειψη μιας νέας απάντησης παραταθεί επί μήνες, αυτό θα είναι ένδειξη πως η απάντηση είναι ότι δεν θα γίνει καμία σπουδαία αλλαγή…
Πάντως, η συνάντηση στο Λευκό Οίκο δεν ξεκαθάρισε τα ζητήματα. Ο Τραμπ στις δηλώσεις του είπε ότι οι εμπορικές συμφωνίες μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας είναι «άδικες» για τη χώρα του, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «Αυτή τη στιγμή θα έλεγα πως οι διαπραγματευτές της Γερμανίας έχουν κάνει πολύ καλύτερη δουλειά απ’ ότι οι διαπραγματευτές των ΗΠΑ». Οι δηλώσεις αυτές είναι σιβυλλικές: θα μπορούσαν να σημαίνουν είτε ότι θα επαναδιαπραγματευτεί μια νέα, «δικαιότερη» για τις ΗΠΑ εμπορική συμφωνία είτε ότι θα αποκαταστήσει το δίκαιο για τη χώρα του προχωρώντας σε μονομερείς ενέργειες, φορολογώντας τις γερμανικές εισαγωγές στις ΗΠΑ.
Η Άνγκελα Μέρκελ από την πλευρά της μίλησε για προσπάθειες ανεύρεσης «λύσεων και συμβιβασμών» που να είναι «δίκαιοι». Άνοιξε έτσι μια δίοδο προς μια επαναδιαπραγμάτευση των διμερών εμπορικών συμφωνιών.
Μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση μπορεί να αποτρέψει έναν εμπορικό πόλεμο, μπορεί και όχι: εξαρτάται από το πόσο μεγάλες ανατροπές στις διμερείς συμφωνίες θα επιδιώξει ο Αμερικανός πρόεδρος – που θα θέσει την «κόκκινη γραμμή» για μια «δίκαιη» για τη χώρα του νέα συμφωνία…
Θα συνιστούσε βάναυση παραβίαση του εθιμικού δικαίου στις πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ – Γερμανίας και ΗΠΑ – Ευρώπης να προβεί ο κ. Τραμπ σε μονομερείς ενέργειες πριν καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να διαπραγματευτεί μια νέα, «δίκαιη» συμφωνία. Αν πάρουμε αυτό σαν λογική εξέλιξη, τότε ΗΠΑ και Γερμανία – Ευρώπη αγοράζουν χρόνο μερικών μηνών πριν επανεμφανιστεί άμεσος ο κίνδυνος «καυτών» εξελίξεων στις εμπορικές τους σχέσεις. Ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επαρκώς αποδείξει ότι δεν κινείται σαν το ψάρι στο νερό εντός των πολιτικών και διπλωματικών παραδεδεγμένων…
Πάντως, ότι τα πράγματα είναι στην κόψη του ξυραφιού, το έδειξαν τόσο το μέχρις αμηχανίας ψυχρό κλίμα στη συνάντηση των δύο ηγετών όσο και δημοσιεύματα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού τα οποία παραπέμπουν σε σκληρό «τζαρτζάρισμα» επί του θέματος. Πριν τη συνάντηση, το Bloomberg ανέδειξε τη σημασία δημοσιευμάτων στο γερμανικό Τύπο, βάσει των οποίων «προειδοποιούνται» οι ΗΠΑ ότι η γερμανική κυβέρνηση θα απαντήσει με αντίμετρα σε τυχόν επιβολή φορολογίας στα εισαγόμενα στις ΗΠΑ γερμανικά προϊόντα, φορολογώντας με τη σειρά της τα προϊόντα αμερικανικών εταιρειών που εισάγουν στη Γερμανία, αλλά και επιδοτώντας τα γερμανικά προϊόντα που θα υποστούν την αμερικανική φορολογία. Ωστόσο, είναι η Γερμανία και όχι οι ΗΠΑ που στηρίζονται καταλυτικά στις εξαγωγές τους. Και είναι γνωστό ότι αυτός που έχει τις λιγότερες απώλειες από τη ρήξη σε μια σχέση, είναι αυτός που έχει το πάνω χέρι…
Ακριβώς από τέτοια αίσθηση υπεροχής, ο Ντόναλντ Τραμπ μάλλον θα επιλέξει την οδό της διαπραγμάτευσης για μια νέα, «δικαιότερη» για τις ΗΠΑ εμπορική συμφωνία, πιέζοντας όμως για σημαντικές αλλαγές. Αν το πετύχει -υπό την απειλή… κήρυξης εμπορικού πολέμου- θα μπορεί κραδαίνοντας αυτή τη συμφωνία σαν τρόπαιο, να ζητήσει ανάλογη επαναδιαπραγμάτευση σε ανάλογες συμφωνίες με όλες τις σημαντικές χώρες – ένας «θεσμικός αναθεωρητισμός» υπό την απειλή εμπορικού πολέμου…
Ίσως σε μια τέτοια τακτική παραπέμπουν οι μεταγενέστερες της συνάντησης στο Λευκό Οίκο δηλώσεις του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Μάικ Πενς ότι «εξ ονόματος του προέδρου Trump, θέλω να εκφράσω την ισχυρή δέσμευση των ΗΠΑ να συνεχίσουν τη συνεργασία και την εταιρική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Ψυχρό κλίμα και στο G-20, ενώ αναμένεται η σύνοδος του ΔΝΤ
Το γεγονός πάντως ότι η ψυχρότητα στις διεθνείς σχέσεις δεν προκύπτει άμεσα από το προσωπικό ταμπεραμέντο του νέου Αμερικανού προέδρου αλλά από το νέο προσανατολισμό της αμερικανικής πολιτικής έγινε φανερό στην πρόσφατη υπουργική σύνοδο του G-20. Από το επίσημο ανακοινωθέν της συνόδου έλειψαν οι πάγιες αναφορές στην καταδίκη του προστατευτισμού και στη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Το κλίμα στη σύνοδο ήταν ψυχρό, με τις ΗΠΑ ενάντια στο «κοινό μέτωπο» των υπερασπιστών της… παγκοσμιοποίησης, όπου συντάχθηκαν η Κίνα και η Ευρώπη! Την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της συνόδου τόνισε μια πυκνή αρθρογραφία αλλά και δηλώσεις απογοήτευσης των υπερασπιστών της παγκοσμιοποίησης – με πλέον μελοδραματική αυτή του Γάλλου υπουργού Οικονομικών κ. Σαπέν…
Το επόμενο διεθνές ραντεβού θα είναι στα τέλη Απριλίου, στο πλαίσιο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον, στις 15-17 Απριλίου, όπου την τιμητική του θα έχει το «ελληνικό ζήτημα»! Αν όχι στην ίδια τη σύνοδο, πάντως ως τα τέλη Απριλίου θα έχει ξεκαθαρίσει η στάση του Ταμείου όσον αφορά τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Η συμμετοχή ή μη συμμετοχή του έχει πλέον αναχθεί σε διεθνές ζήτημα, απολύτως σχετιζόμενο με τους σχεδιασμούς της νέας αμερικανικής προεδρίας.
Δεν πρόκειται μόνο για τη γνωστή πρωτοβουλία των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο που ζητούν από το Λευκό Οίκο να πιέσει για την έξοδο του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα, αλλά και για κινήσεις του ίδιου του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος στον υπό κατάρτιση προϋπολογισμό προβλέπει μείωση 650 εκατομμυρίων δολαρίων στη χρηματοδότηση σε αναπτυξιακές τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Παγκόσμια Τράπεζα. Επίσης, διόρισε δύο συντηρητικούς οικονομολόγους με ιστορικό κριτικής προς το ΔΝΤ σε κορυφαίες θέσεις του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών.
Αυτά τα γεγονότα προηγήθηκαν του ταξιδιού του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών στο Βερολίνο για την υπουργική σύνοδο των G-20…