Στο τηλεοπτικό κανάλι SBC και στην εκπομπή SBC LIFE, με την Ηρώ Ράντου και τον Γιώργο Ευγενίδη, εμφανίστηκε πρόσφατα ο Ψυχίατρος και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρίστος Χ. Λιάπης, σχολιάζοντας τις δηλώσεις του Αμερικανού Ψυχολόγου John Gartner, πως ο Αμερικανός Πρόεδρος Donald Trump εμφανίζει το “Σύνδρομο του Χίτλερ”.
Η χαρακτηριολογική ανάλυση του Προέδρου της παγκόσμιας υπερδύναμης έρχεται ξανά στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, καθώς ο Πλανητάρχης διέταξε, προ ολίγων ημερών, πυραυλική επίθεση κατά των δυνάμεων του Άσαντ στη Συρία, αγνοώντας -ουσιαστικά- και τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Δείτε όλη τη συνέντευξη:
Ο Δρ. Λιάπης ανέφερε σχετικά:
Μπορεί να είναι αρκετά ελκυστικό το να παρουσιάζεται η πολιτική με όρους συνδρόμων, ή με όρους ψυχοπαθολογίας, όμως αυτό δεν είναι πάντοτε σωστό, όσο και αν -επικοινωνιακά- προσφέρεται για ακροαματικότητες. Ως εκ τούτου, “Σύνδρομο του Hitler δεν υπάρχει”. Ο John Gartner είναι Διδάκτωρ Ψυχολογίας με σημαντική ακαδημαϊκή διαδρομή στο πανεπιστήμιο John Hopkins και πολυετή άσκηση της κλινικής ψυχολογίας, τόσο στη Βαλτιμόρη, όσο και στη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με την προσέγγισή του, ορισμένα στοιχεία της προσωπικότητας των πολιτικών ηγετών μπορούν να κλιμακωθούν σε όρους και σύμπλοκα διαταραχής προσωπικότητας.
Πάντοτε απαντώ και σχολιάζω ανοικτά και άφοβα αυτά τα ζητήματα, όταν μου θέτονται. Στη μικροκλίμακα δε, του δικού μας πολιτικού συστήματος, όταν και εγώ εκφράστηκα ανοικτά για χαρακτηριολογικά στοιχεία πολιτικών και Υπουργών, τα οποία τους καθιστούσαν επικίνδυνους (όχι ψυχικώς πάσχοντες, αλλά επικίνδυνους) στη λήψη αποφάσεων για τις ζωές μας, ευθαρσώς το επισήμανα και αδίκως το επλήρωσα.
Ήδη από τον Αύγουστο του 2016, πριν -δηλαδή- από τις Αμερικάνικες Εκλογές και την ανάδειξη του Donald Trump στην Προεδρεία, η Karen Bass, μέλος του Αμερικανικού Κογκρέσσου, είχε ξεκινήσει την καμπάνια “διαγνώστε τον Τραμπ”, βάζοντας, μάλιστα, και σχετικό hashtag στο Twitter (#DiagnoseTrump) και μαζεύοντας, σε πρώτη φάση 20.000 υπογραφές ειδικών ψυχικής υγείας, ενώ 40.000 είναι οι αντίστοιχες υπογραφές που συγκέντρωσε, μέσα σε 6 ημέρες ο Δρ. Gartner. Ταυτόχρονα και ο πρώην Κοσμήτορας του Harvard, Καθηγητής της Ιατρικής Jeffrey Flier υποστήριξε πως ο Donald Trump δεν εμφανίζει απλώς Ναρκισσιστική Διαταραχή της Προσωπικότητας, αλλά αποτελεί τον ορισμό αυτής.
Ο John Gartner, ως “Σύνδρομο του Hitler” προσπαθεί να περιγράψει -με αρκετές δημοσιογραφικές προσμίξεις- καθώς ο ίδιος δεν το ορίζει ακριβώς έτσι- έναν συνδυασμό χαρακτηριστικών από 3 Διαταραχές της Προσωπικότητας, τη Ναρκισσιστική, την Αντικοινωνική και την Παρανοείδη.
Ο Donald Trump εμφανίζεται υπερφίαλος, αλαζονικός και περιφρονητικός, επιζητώντας υπερβολικό θαυμασμό από τους γύρω του. Χαρακτηρίζεται από συμπεριφορικές υπερβολές (το χαρακτηριστικό “bigger than life” στυλ φέρεσθαι) και από μία αγωνιώδη προσπάθεια πρόκλησης της προσοχής. Τα στοιχεία αυτά αντιστοιχίζονται από τον Δρα Gartner σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της Ναρκισσιστικής Διαταραχής Προσωπικότητας.
Η αντικοινωνική συνιστώσα της προσωπικότητάς του εκφράζεται μέσα από την απουσία μετάνοιας, μέσα από την ανικανότητα -δηλαδή- αναγνώρισης των πολιτικών του λαθών καθώς και μέσα από την έλλειψη ενσυναίσθησης, μια και αδυνατεί να φέρει τον εαυτό του στη θέση αυτών που ενδεχομένως αδικούνται από τις πολιτικές του επιλογές. Το ψέμα αποτελεί επίσης ένα από τα χαρακτηριστικά έκφρασης της συγκεκριμένης διαταραχής προσωπικότητας, με τους πολιτικούς αντίπαλους του Trump να ανεβάζουν το ποσοστό της πολιτικής του ψευδολογίας σε 77% των δηλώσεών του, υπολογίζοντας πως κατά την προεκλογική του εκστρατεία εκστόμιζε 1 ψέμα ανά 5 λεπτά. Αξίζει, μάλιστα, να αναλογιστούμε, μετά την εντολή του Donald Trump για πυραυλική επίθεση στη Συρία, το πόσο εψεύδετο, όταν προεκλογικώς δήλωνε πως θα συνέχιζε την πολιτική της μη ανάμειξης στη μέση Ανατολή, υπό το σύνθημα “Πρώτα η Αμερική”.
Οι θεωρίες συνωμοσίας τις οποίες όχι μόνον εκφράζει, αλλά και υποθάλπει και ενσωματώνει στον πολιτικό του λόγο, αποκαλύπτουν παρανοειδείς χαρακτηριολογικές παραμέτρους.
Βάσει των δηλώσεων του Gartner, στοιχεία αυτών των διαταραχών προσωπικότητας (οι οποίες ανήκουν στο 2ο πλέγμα Διαταραχών Προσωπικότητας, στο λεγόμενο Cluster B), σε συνδυασμό με στοιχεία υπομανίας, κάνουν τον Trump να προσομοιάζει, σε επίπεδο πολιτικού λόγου, εθνο-λαϊκισμού και απουσίας πολιτικής ενσυναίσθησης, με τον Αδόλφο Χίτλερ, όσο και αν αυτό είναι υπερβολικά τραβηγμένο, δεδομένου ότι ο Χίτλερ είναι ο πιο μισητός και ο πλέον ψυχικώς διαταραγμένος ηγέτης της Παγκόσμιας Ιστορίας.
“Θα αφήσω τους ψυχιάτρους να ασχοληθούν με την εξήγηση της ροπής του προς τους τυράννους (όπως ο Πούτιν και ο Κιμ Γιογκ Ουν)”, ανέφερε χαρακτηριστικά η ανθυποψήφιά του για την Προεδρεία των ΗΠΑ, Hillary Clinton, μεσούσης της προεκλογικής περιόδου, ενώ αναλόγου ύφους είναι και η δήλωση που χαρακτηρίζει ως “δυστοπική επιστημονική φαντασία την κατοχή των πυρηνικών κωδικών από έναν μεγαλομανιακό, παχύδερμα παρανοϊκό, με ελάχιστη συνείδηση και έλεγχο των παρορμήσεων”.
Τον Απρίλιο, μάλιστα, του 2016 ο Economist ιεραρχούσε το ενδεχόμενο εκλογής του Trump στον προεδρικό θώκο, στη λίστα με τους 10 πρώτους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία και ειρήνη. Το πόσο γρήγορα πήρε, ο Αμερικανός Πρόεδρος, την απόφαση να χτυπήσει τη Συρία, παρακάμπτοντας, μάλιστα και τα δύο εκλεγμένα όργανα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, δεν μπορεί παρά να ενισχύσει τις ανωτέρω ανησυχίες.
Η όποια επικινδυνότητα, όμως, του Trump δεν έχει να κάνει με την παρουσία ή την απουσία κάποιας ψυχιατρικής διαταραχής.
Για να τεθεί θέμα ψυχιατρικής ή ψυχολογικής παρέμβασης, θα πρέπει να υπάρχει θεραπευτικό αίτημα, δηλαδή ο πάσχων -ή ο περίγυρός του- να αισθάνονται πως έχει κλονιστεί η λειτουργικότητά του. Αυτό, σε καμία περίπτωση, δεν φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση του Donald Trump.
Ανατρέχοντας στη δική μου ακαδημαϊκή διαδρομή και συγγραφή σχετικά με το “Σύνδρομο της Ύβρεως”, το οποίο αποτελεί έκφραση της τοξικής επιδράσεως της εξουσίας στην προσωπικότητα συγκεκριμένων πολιτικών ηγετών, θα ήθελα να υπογραμμίσω πως το Σύνδρομο αυτό έχει περιγραφεί από τον Λόρδο Όουεν (πρώην υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, εμπνευστή του σχεδίου Βανς και Όουεν για την ειρήνευση στην πρώην Γιουγκοσλαβία και Ψυχίατρο κατά σπουδές) και έχει αποδοθεί σε συγκεκριμένους ηγέτες, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Τόνι Μπλερ και ο Ρίτσαρντ Νίξον.
Αυτή η εκ της εξουσίας προκαλούμενη αλαζονεία τους καθιστούσε ανίκανους ή και επικίνδυνους στη λήψη αποφάσεων. Αυτό δεν σημαίνει πως θα έπρεπε να αποστερηθούν των δικαιωμάτων τους δικαιοπραξίας ή άσκησης πολιτικής, αλλά -την ίδια στιγμή- θα πρέπει να ενημερώνουμε τον λαό για τις παγίδες της εξουσίας και για τις διαβρωτικές επιδράσεις της στον χαρακτήρα συγκεκριμένων πολιτικών.
Η περίπτωση του κ. Trump είναι λίγο διαφορετική, καθώς δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πως έχοντας μείνει επί μακρού στον προεδρικό θώκο, υπέστη τη διαβρωτική επίδραση της εξουσίας και εμφάνισε το Σύνδρομο της Ύβρεως, το οποίο -ειρήσθω εν παρόδω- έχει κάποια κοινά εφαπτομενικά στοιχεία με τη Ναρκισσιστική Διαταραχή της Προσωπικότητας και συγκεκριμένα με τον κακοήθη ναρκισσισμό. Τον τελευταίον, τον εισήγαγε ως έννοια στην ψυχανάλυση ο Έριχ Φρομ, καθώς ο ναρκισσισμός δεν είναι πάντοτε αρνητικός.
Ειδικά σε άτομα που καλούνται να παίρνουν σημαντικές αποφάσεις, να αναλαμβάνουν ευθύνες και να “σπάνε αυγά”, πρέπει να υπάρχει ένας ψυχολογικός προσδιοριστής αυτοπεποίθησης, ώστε να καθίστανται ικανά να αγαπούν τον εαυτό τους και συνακολούθως να δύνανται να αγαπήσουν και εκείνους που καλούνται να ωφελήσουν μέσα από την άσκηση του λειτουργήματος της πολιτικής εξουσίας.
Τον Donald Trump δεν τον είδαμε ακόμη να ασκεί εξουσία για να διαπιστώσουμε αν και σε ποιο βαθμό θα διαβρωθεί από αυτήν. Εμφάνιζε όμως, ήδη από την περίοδο προ της ενασχολήσεώς του με την πολιτική, κάποια χαρακτηριστικά που τον καθιστούν ιδιαίτερο. Στα χαρακτηριστικά αυτά, όπως φαινομενολογικά επισημαίνονται, συγκαταλέγονται η διαρκής επιζήτηση της προσοχής, οι αδικαιολόγητες προσδοκίες ιδιαίτερης μεταχείρισής του σε σχέση με τους κοινούς θνητούς, η αρνητική εκδοχή μιας πομπώδους μεγαλοπρέπειας σε ό,τι κάνει και μία μεγεθυμένη εαυτο-εικόνα η οποία ενδέχεται να επηρεάζει τη σχέση του με την πραγματικότητα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δικαιούμαστε να του βάλουμε την ετικέτα της ψυχικής διαταραχής και να τον κρίνουμε ανίκανο να ασκεί τα καθήκοντά του.
Η Karen Bass είχε επιδοθεί σε ολόκληρη εκστρατεία στο Twitter, ανεβάζοντας στον προσωπικό της λογαριασμό συγκεκριμένα σποτάκια, όπως για παράδειγμα αυτό στο οποίο ο ο Trump δήλωνε πως έχει ωραία δάχτυλα και πως το ίδιο ισχύει και για άλλα μέρη του σώματός του. Παρόμοια ήταν και η αποστροφή του πως θα μπορούσε να πυροβολήσει κάποιον καταμεσής της 5ης Λεωφόρου και παρόλα αυτά να μη χάσει κανέναν από τους ψηφοφόρους του. Όλα αυτά δείχνουν πως φλερτάρει χαρακτηριολογικά με το φάσμα του ναρκισσισμού.
Ως προστατευτικό μέσο των πολιτικών από την ψυχιατρική ετικετοποίηση, λειτουργεί στις ΗΠΑ ο κανόνας του Goldwater, o οποίος πήρε το όνομά του από τον Bary Goldwater, έναν εμφανώς ψυχιατρικώς διαταραγμένο Υποψήφιο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, τη δεκαετία του 60, ο οποίος κέρδισε τη μήνυση που υπέβαλε εναντίον των Αμερικανών ψυχιάτρων οι οποίοι υποστήριζαν μαζικά πως ήταν ακατάλληλος για υποψήφιος. Στηριζόμενη σε αυτό το δικαστικό προηγούμενο, η Αμερικανική Ψυχιαρική Εταιρεία (της οποίας υπήρξα δόκιμο μέλος κατά το διάστημα της εκπαιδεύεσεώς μου στις συναισθηματικές διαταραχές, στο πανεπιστήμιο του Tufts της Βοστώνης), αναφέρει, δια στόματος της Προέδρου της, Maria A. Oquendo MD, PhD, πως, παρότι στη σύγχρονη εποχή έχει αυξηθεί ο όγκος των πληροφοριών τις οποίες μπορούμε να αποκτούμε για ένα άτομο, δεν επιτρέπεται στους ψυχιάτρους να προβαίνουν σε διαγνώσεις για άτομα τα οποία δεν έχουν εξετάσει από κοντά.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να γίνουν φαινομενολογικές επισημάνσεις της συμπεριφοράς των πολιτικών ή πως ο ψυχίατρος δεν δύναται να εκφράζεται εκτός των κλινικών πλαισίων, ως πολίτης. Υπό αυτήν την έννοια και χωρίς να επιθυμώ να υπερασπιστώ τον Αμερικανό Πρόεδρο, θα ήθελα να σημειώσω πως αυτά που υποστηρίζει ο John Gartner για τον Donald Trump, δεν είναι κατ’ ανάγκην αρνητικά. Από τη μία του χρεώνει υπομανία. Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως ο Donald Trump είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, πράγμα που αποδεικνύει πως ήταν λειτουργικός και μάλιστα υπερ-λειτουργικός, δεδομένου του μεγέθους των επιτυχιών του.
Στο βιβλίο του “The Hypomanic Edge”, ο Gartner υποστηρίζει πως η έγερση του συναισθήματος, η οποία είναι διάχυτη στην αμερικανική ψυχοσύνθεση και η οποία, ιδιαίτερα σε ορισμένα άτομα τα οποία έχουν σημειώσει ξεχωριστή επιτυχία στον τομέα τους, μπορεί να λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της υπομανίας, δύναται να αποτελεί και την κινητήριο δύναμη που “έκανε την Αμερική Μεγάλη”, σύνθημα το οποίο χρησιμοποίησε κατά κόρον ο Donald Trump στην προεκλογική του εκστρατεία.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να αναφέρω, πάλι ανατρέχοντας στη δική μου επιστημονική διαδρομή στο Πανεπιστήμιο του Tufts, πως ο Καθηγητής μου στο Ιατρικό Κέντρο του ομώνυμου Πανεπιστημίου, Nassir Ghaemi, στο βιβλίο του “First Rate Madness”, υποστηρίζει ότι τόσο η κατάθλιψη, όσο και η μανία, όταν δεν κλιμακώνονται σε ψυχωτικούς εκτροχιασμούς, δύνανται να αποτελέσουν πλεονεκτήματα του ηγέτη, αυξάνοντας τη δημιουργικότητά του, πολλαπλασιάζοντας την αντοχή του σε δύσκολες συνθήκες (αγγλιστί – “resilience)”, προσδίδοντάς του επιπλέον ρεαλισμό (τον καλούμενο “καταθλιπτικό ρεαλισμό” – “depressive realism”) και αναπτύσσοντας την ενσυναίσθησή του (“empathy”), την ικανότητά του, δηλαδή, να βάζει τον εαυτό του στη θέση των άλλων.
Πράγματι, οι Ψυχίατροι δεν μπορούμε να απαρτιώνουμε διαγνωστικά συμπεράσματα εκ του μακρόθεν. Μπορούμε, όμως, να επισημαίνουμε φαινομενολογίες. Αν ο Trump προκαλέσει κακό στην Αμερική και στην παγκόσμια ειρήνη, αυτό δεν θα οφείλεται σε κάποια κλινική η υποκλινική διαταραχή της προσωπικότητάς του, την οποία δεν είναι δουλειά μας να εντοπίσουμε, ούτε να θεραπεύσουμε αυτοκλήτως.
Πρέπει, όμως, να φροντίσουμε για την όξυνση των πολιτικών αντανακλαστικών της κοινής γνώμης και των ψηφοφόρων, απέναντι στη συμπεριφορική αλαζονεία των πολιτικών και στην αδυναμία τους να δουν πέρα και πάνω από τον εαυτό τους, εκπληρώνοντας τον πραγματικά λειτουργηματικό ρόλο της αποστολής τους.
Τόσο ως ενεργοί πολίτες της παγκόσμιας κοινότητας, όσο και ως περισσότερο ευαισθητοποιημένοι επιστήμονες, στο διεπιστημονικό πεδίο της “Πολιτικής Ψυχιατρικής” και της “Πολιτικής Ψυχολογίας”, ας αφήσουμε τον Trump να κάνει τη δουλειά για την οποία τον εξέλεξαν οι συμπατριώτες του, εστιάζοντας στο ότι ο σημερινός Αμερικανός Πρόεδρος, είτε έχει ναρκισσιστικό παθολογικό ψυχολογικό υπόβαθρο, είτε όχι, κέρδισε τις Αμερικανικές Προεδρικές Εκλογές εξαιτίας
-δυστυχώς- συγκεκριμένων κενών του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, καθώς η κοινή γνώμη είχε κουραστεί από τους “φυσιολογικούς” μεν, διεφθαρμένους δε, πολιτικούς του χθες και τις εξουσιαστικές επαναβιώσεις αυτών και των οικογενειών τους.
Η μερικού βαθμού μανία (ή αλλιώς η υπομανία) που χρεώνει ο Gartner στον Trump δεν είναι απαραίτητα και μονοσήμαντα αρνητικό στοιχείο. Ο Ted Turner, προερχόμενος από τον χώρο των επιχειρήσεων των Μέσων Μαζικής Ενημερώσεως, έχει παραδεχθεί δημοσίως πως πάσχει από Διπολική Διαταραχή, για την οποία ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή με Λίθιο. Η συναισθηματική αυτή νόσος απετέλεσε και το καύσιμο της επιχειρηματικής ιδιοφυΐας του, ώστε να δημιουργήσει το CNN, σε μία εποχή που όλοι εξέφραζαν τις επιφυλάξεις τους στην ίδρυση ενός καναλιού εικοσιτετράωρης προβολής ειδήσεων, καθώς ο μέσος Αμερικανός αφιέρωνε περίπου μισή ώρα ημερησίως για την τηλεοπτική ειδησεογραφική του ενημέρωση. Η δημιουργικότητα και η άγνοια κινδύνου που του προσέδιδε η Διπολική του Διαταραχή, σε συνδυασμό με τη διεθνή συγκυρία του Πρώτου Πολέμου του Κόλπου, επιβραβεύθηκαν με την πρωτοφανή επιτυχία του τηλεοπτικού του δικτύου.
Το κατακλειδικό και καίριο για την εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας και των θεσμών ερώτημα είναι το κατά πόσον δικαιούται ο λαός να γνωρίζει την αλήθεις για τη συνολική υγεία, συμπεριελαμβανομένης και της ψυχικής, των πολιτικών του ηγετών. Απομακρύνοντας το στίγμα από την ψυχική νόσο, θα πρέπει να αντιληφθούμε πως όπως ένας πολιτικός ενδεχομένως να μην είναι ικανός να ασκήσει τα καθήκοντά του, λόγω μίας καρδιοπάθειας ή ενός καρκίνου του προστάτη (όπως για πάράδειγμα συνέβη στην περίπτωση του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν), έτσι δύναται να πάσχει και από κάποια ψυχική νόσο η οποία μπορεί να προκαλεί είτε αρνητικό, είτε θετικό συμπεριφορικό και νοητικό αποτύπωμα στην ενάσκηση του λειτουργήματός του, περιορίζοντας τη λειτουργικότητά του ή προάγοντας τη χαρισματικότητά του, αντιστοίχως.
Αυτήν ακριβώς την “επίπτωση της υγείας στις πράξεις κάθε ανθρώπου, μοιραία δε όταν πρόκειται για σοβαρές αποφάσεις”, επιχείρησε να φωτίσει, ήδη από το 1983, ο πολυσέβαστος στην Ελληνική Πανεπιστημιακή Κοινότητα, Καθηγητής της Ιατρικής Ν.Κ. Λούρος, στο βιβλίο του “Η υγεία του Τσώρτσιλ”, αναφέροντας χαρακτηριστικά, με αφορμή αυτόν τον μεγάλο πολιτικό τον οποίον, σε έναν βαθμό, η Συναισθηματική του Διαταραχή τον μετέβαλλε σε “Πατέρα της Νίκης” του Ελεύθερου Κόσμου απέναντι στις ναζιστικές ορδές του Χίτλερ, πως: “Δεν είναι εύκολος ο διαχωρισμός και ούτε κατορθωτή η απόλυτη αποφυγή κάποιας σχέσης της υγείας με τα γεγονότα”….
ΥΓ: Ο Στέλιος Ράμφος, στο βιβλίο του “Πολιτική από στόμα σε στόμα”, αναφέρει, επίσης, με ευστοχία:
α) “…η ανάταξη θα έρθει όταν μάθουμε να ζούμε με κανόνες και νόμους (νόμος ο άνευ ορέξεως νους, έλεγε ο Αριστοτέλης), όταν επιτέλους διδαχτούμε θεραπευτικά το μέτρο και εσωτερικεύσουμε την ανάγκη του….το μέτρο δεν καταργεί τα συναισθήματα, αλλά τα κάνει δημιουργικά”.
β) “Προσοχή στο σύνδρομο της μεγαλομανίας (“Αλλάζουμε την Ευρώπη”), η οποία πολύ γρήγορα θα γυρίσει σε “ρεαλισμό” ιδιωτικής βολής. Η μεγαλομανία αποτελεί συνδυασμό ανασφάλειας και ματαιοδοξίας”.