Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Πρόσφατα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος εξέδωσε μία απόφαση, η οποία περιλαμβάνει τα κριτήρια που θα προσδιορίζουν την δόση που θα κληθεί να πληρώσει ο οφειλέτης, η οποία αναμένεται να προκύπτει με βάση το εισόδημα του και τις δαπάνες διαβίωσης του.
Αναλυτικότερα, η απόφαση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Ι. Στουρνάρα, προσδιορίζει τη μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών, δηλαδή με ποια κριτήρια και ποιο τρόπο θα υπολογίζεται η δόση που θα πρέπει να πληρώνουν κατόπιν της σχετικής δικαστικής απόφασης για διευθέτηση των χρεών τους.
Επιπλέον ανακοινώθηκε και η κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτου και Οικονομίας Γ. Σταθάκη, με την οποία καθορίζεται το ελάχιστο ποσό που θα πρέπει να καταβάλουν οι οφειλέτες εκείνοι που δικαιούνται της ενίσχυσης του Δημοσίου ώστε να συμπληρωθεί η δόση προς τους πιστωτές.
Με αυτές τις δύο αποφάσεις ενεργοποιείται από την 1η Ιανουαρίου του 2016 ο νέος νόμος Κατσέλη, στις διατάξεις του οποίου νοικοκυριά και μικροί επαγγελματίες με πραγματική οικονομική αδυναμία θα βρίσκουν προστασία της κύριας κατοικίας τους με τις αποφάσεις των δικαστηρίων να ρυθμίζουν ευνοϊκά, ακόμη και να «κουρεύουν» τα χρέη τους.
Έτσι από την πρώτη του μηνός του νέου έτους, όσοι θέλουν να προσφύγουν στα Ειρηνοδικεία για να διευθετήσουν τις οφειλές τους προς τράπεζες και Δημόσιο θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση με σχέδιο διευθέτησης των οφειλών τους αλλά και μία φόρμα όπου θα συμπληρώνουν τα μηνιαία εισοδήματα της οικογένειάς τους και των μελών τους ανά πηγή προέλευσης.
Δηλαδή, ανάλογα και με την περίπτωση, τον μισθό της εργασίας τους, τη σύνταξη, τα μισθώματα που εισπράττουν από την εκμετάλλευση ακινήτων, τους τόκους τραπεζικών καταθέσεων, τα μερίσματα από συμμετοχή τους σε εταιρείες κλπ.
Επιπλέον, θα συμπληρώνουν αναλυτικά και τις μηνιαίες δαπάνες τους για είδη διατροφής, ένδυσης και υπόδησης, για οινοπνευματώδη και καπνό, τη στέγαση, τις μεταφορές, τις επικοινωνίες, την αναψυχή, την εκπαίδευση, την υγεία και την εστίαση. Το ίδιο θα κάνουν και για τα χρήματα που διαθέτουν για την πληρωμή φόρων και τελών. Τα έσοδα-έξοδα που προαναφέρθηκαν αφορούν στη χρονική περίοδο κατά την υποβολή της αίτησής τους. Το ποσό, λοιπόν, που θα προκύπτει από την αφαίρεση των εξόδων από τα έσοδα θα αποτελεί τη νέα μηνιαία δόση προς τις τράπεζες.
Για παράδειγμα, έστω ένας δανειολήπτης έχει μηνιαίο εισόδημα 2.000 ευρώ και δαπάνες διαβίωσης 1.600 ευρώ, το υπόλοιπο ποσό τα 400 ευρώ θα πρέπει να τα καταβάλει στην τράπεζα για την εξόφληση του δανείου του. Όσο μικρότερο είναι το εισόδημα και επειδή οι βασικές δαπάνες διαβίωσης είναι ανελαστικές, τόσο μικρότερη θα είναι η δόση προς τις τράπεζες. Στην ίδια φόρμα οι οφειλέτες θα συμπληρώνουν και τα αντίστοιχα ποσά τα ερχόμενα χρόνια, ανάλογα με τις προσδοκίες για αύξηση των εσόδων τους ή τη μείωση.
Για να το κάνουν αυτό θα υπολογίσουν επί του ποσού που τους προκύπτει για την τρέχουσα χρονική περίοδο προσαύξηση 5% ανά πενταετία. Το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι μεγαλύτερο του 5% αν προσδοκούν περισσότερα εισοδήματα ή μειώσουν οικειοθελώς τις δαπάνες διαβίωσής τους. Όμως είναι δυνατόν να είναι και μικρότερο του 5% αν εκτιμούν ότι θα έχουν λιγότερα έσοδα. Αυτήν την εκτίμηση θα πρέπει να την τεκμηριώνουν επαρκώς.
Έτσι, με αυτά τα δεδομένα θα αρχίζει ο υπολογισμός της μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής των οφειλετών. Τρία είναι τα κριτήρια:
• Κατά τον υπολογισμό της μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οι τυχόν μεταβολές στο εισόδημα ή στις δαπάνες του αναμένεται να επισυμβούν και η περίοδος που εκτιμάται ότι αυτές θα διαρκέσουν.
• Εάν το σχέδιο διευθέτησης οφειλών περιέχει σταδιακά αυξανόμενες δόσεις αποπληρωμής, η ικανότητα αποπληρωμής υπολογίζεται μέχρι το χρονικό σημείο της ολοσχερούς εξόφλησης της συνολικής οφειλής.
• Το σύνολο του ποσού των δόσεων που προκύπτει από την εκτίμηση της μέγιστης δυνατότητας αποπληρωμής του δανειολήπτη ανάγεται σε «παρούσα αξία». Για τον σκοπό αυτό, ως προεξοφλητικό επιτόκιο θα χρησιμοποιείται το μέσο επιτόκιο στεγαστικών δανείων σε ευρώ με διάρκεια άνω των 5 ετών (γύρω στο 2,8%).
Ελάχιστη καταβολή ίση με το 5% για όσους έχουν εισόδημα μέχρι 8.000 ευρώ και 10% επί του υπερβάλλοντος ποσού για εκείνους με εισόδημα άνω των 8.000 ευρώ θα πρέπει να πληρώνουν στους πιστωτές τους όσοι δικαιούνται την ενίσχυση του Δημοσίου για την πληρωμή της δόσης που θα αποφασίσει το Ειρηνοδικείο.
Έτσι, για παράδειγμα κάποιος που έχει εισόδημα 8.000 ευρώ θα πρέπει να πληρώνει ετησίως στις τράπεζες 400 ευρώ ή 33,3 ευρώ τον μήνα. Αν κάποιος έχει 12.000 ευρώ εισόδημα, θα πρέπει να πληρώνει μηνιαία δόση 66,6 ευρώ.
Αυτό προκύπτει από την κοινή υπουργική απόφαση που αφορά την ελάχιστη συνεισφορά των οφειλετών, προκειμένου το Δημόσιο να συμπληρώνει το υπόλοιπο ποσό για την αποπληρωμή των χρεών. Δικαιούχοι είναι όσοι έχουν πετύχει δικαστική απόφαση για τη ρύθμιση των χρεών τους και εφόσον πληρούν αθροιστικά τα ακόλουθα κριτήρια:
• Το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα υπολείπεται ή είναι ίσο των εύλογων δαπανών διαβίωσης. Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, το μηνιαίο εισόδημα αυτό είναι για έναν άγαμο μέχρι 682 ευρώ, για ένα ζευγάρι μέχρι 1.160 ευρώ, για ένα ζευγάρι με ένα παιδί έως 1.440 ευρώ, για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά έως 1.720 ευρώ και για ένα ζευγάρι με τρία παιδιά έως 2.000 ευρώ τον μήνα.
• Η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του να μην υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ για έναν άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο (δηλαδή 160.000 ευρώ) και κατά 20.000 ευρώ ανά παιδί μέχρι τρία παιδιά. Δηλαδή ένα ζευγάρι με δύο παιδιά θα πρέπει να έχει σπίτι με αντικειμενική αξία έως 200.000 ευρώ και αν έχει τρία παιδιά μέχρι 220.000 ευρώ.
• Ο οφειλέτης βρίσκεται σε πραγματική αδυναμία πληρωμής των μηνιαίων καταβολών, όπως αυτές ορίζονται από το σχέδιο ρύθμισης.
• Είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όπου αυτός εφαρμόζεται.
Οι οφειλέτες αυτής της κατηγορίας για να ενισχυθούν από το Δημόσιο θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή.
Η πρόσβαση στην ηλεκτρονική αίτηση γίνεται με τη χρήση των κωδικών του δικαιούχου στο σύστημα Taxisnet του υπουργείου Οικονομικών. Η συμμετοχή του Δημοσίου περιορίζεται στις οφειλές που προκύπτουν από στεγαστικό δάνειο πρώτής κατοικίας.
Συνίσταται δε στην καταβολή του τμήματος του ποσού που προκύπτει μετά την ελάχιστη συνεισφορά του οφειλέτη. Η καταβολή της συμμέτοχης εκτελείται μετά την πληρωμή εκ μέρους του οφειλέτη, ορίζεται μηνιαία και πραγματοποιείται απευθείας προς τους πιστωτές, με πίστωση του σχετικού τραπεζικού λογαριασμού/κωδικού δανείου.
Με την έκδοση της εγκριτικής απόφασής, ο οφειλέτης απαλλάσσεται κατά το ισόποσο της συμμετοχής του Δημοσίου έναντι του πιστωτή. Η διάρκεια της συμμετοχής του Δημοσίου ορίζεται σε τρία έτη. Η συμμετοχή του Δημοσίου διακόπτεται σε περίπτωση μη καταβολής εκ μέρους του οφειλέτη της ελαχίστης συνεισφοράς.
Για τη διακοπή της συμμετοχής απαιτείται το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει
αθροιστικώς την αξία τριών μηνιαίων ελάχιστων συνεισφορών. Η διακοπή γνωστοποιείται στον οφειλέτη μέσω αυτοματοποιημένων γραπτών μηνυμάτων που θα εμφανίζονται στην ηλεκτρονική του αίτηση. Σε περίπτωση διακοπής, ο οφειλέτης δικαιούται να υποβάλλει αίτημα επανεξέτασης, κατ’ αναλογική εφαρμογή.
Εν κατακλείδι, από ότι παρατηρείται από το περιεχόμενο της απόφασης είναι δίκαιος ο τρόπος υπολογισμού της δόσης του δανείου βάσει του εισοδήματος, αλλά και των συνθηκών διαβίωσης των οφειλετών και έτσι θα έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή πριν αρχίσει όλο το ζήτημα των κόκκινων δανείων, και ίσως να ήταν διαφορετική η κατάληξη κάποιων ζητημάτων.