Γράφει ο Ζαχαρίας Λουδάρος
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat και της ΕΛΣΤΑΤ, το ελληνικό δημόσιο χρέος το 2002, το έτος που ενταχθήκαμε στην ευρωζώνη, ανερχόταν σε 150 δισ. ευρώ. Σήμερα, σύμφωνα με το National Debt Clock.Org το χρέος της χώρας μας ανέρχεται σε περίπου 342 δισ. ευρώ.
Με συνυπολογισμό του PSI του 2012, του «κουρέματος» του χρέους των 52 δισ. ευρώ που επιβάρυνε κυρίως ελληνικά ομόλογα, ιδιωτικά και δημόσια, το πραγματικό επίσημο χρέος σήμερα ανέρχεται σε 394 δισ..
Αυτός ο υπερδιπλασιασμός του εθνικού χρέους σε μόλις 16 χρόνια συνιστά μια προφανή ιστορική αποτυχία. Το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης γι αυτή την αποτυχία φέρουν οι τράπεζες, οι οποίες όλη την περίοδο της «ευρωφούσκας» λειτούργησαν πέρα κι έξω από κάθε έννοια ορθολογικότητας, νομιμότητας και διαφάνειας, ενισχύοντας την αλόγιστη πιστωτική επέκταση, μεγεθύνοντας τις προσωπικές περιουσίες μεγαλομετόχων και υψηλόβαθμων στελεχών τους και χρηματοδοτώντας αφειδώς τη «λειτουργία» του πολιτικού συστήματος και των Media που το στήριζαν και το αναπαρήγαγαν.
Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθούν με «άδεια ταμεία» και πολλούς «σκελετούς στην ντουλάπα», να χρειαστούν διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις που μετατρέπονταν σε δημόσιο χρέος, να συγκεντροποιηθούν σε 4 «συστημικές» τράπεζες με την πλειοψηφία των μετοχών τους στο δημόσιο μέσω ΤΧΣ και να καταλήξουν -κατά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση επί των ημερών της σημερινής κυβέρνησης- να εκποιηθούν σε εξευτελιστικό τίμημα σε ξένα funds, συνιστώντας παγκόσμιο παράδειγμα επιθετικής ιδιωτικοποίησης δημόσιας περιουσίας.
Παρά ταύτα, οι τράπεζες γίνονται σήμερα η «καρφίτσα» που σκάει το «μπαλόνι» του αφηγήματος «επιστροφή στην κανονικότητα». Το sell off της περασμένης Τετάρτης που είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν οι τράπεζες πάνω από 500 εκ. ευρώ δεν ήταν απλά μια κερδοσκοπική επίθεση, όπως υποστήριξε ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος. Ήταν μια προειδοποίηση για τα χειρότερα καθώς επρόκειτο για τη μετάφραση στη «χρηματιστηριακή γλώσσα» των όσων έχουν πει από τα μέσα του καλοκαιριού κι έπειτα το ΔΝΤ, η Κομισιόν, οι «οίκοι αξιολόγησης» και η Goldman Sachs.
Όταν μια τράπεζα κυνηγάει στα τηλέφωνα από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ την καθυστέρηση μιας δόσης στεγαστικού 120.000 ευρώ ή όταν απροειδοποίητα κατάσχονται ποσά από λογαριασμούς συντάξεων ή μισθοδοσίας για καταναλωτικά 2 ή 3 χιλιάδων ευρώ, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς την επιθετικότητα με την οποία θα κινηθούν στο ζήτημα των «κόκκινων δανείων», η «επίλυση» του οποίου είναι στρατηγική προτεραιότητα των δανειστών και θα πρόκειται για εξέλιξη που θα αναδιατάξει πλήρως την ελληνική αγορά.
Αυτό ακριβώς φοβάται η κυβέρνηση και προσπάθησε μέχρι σήμερα να καθυστερήσει αυτή τη δραματική μεταμόρφωση του τοπίου σε πολλούς κλάδους, από το λιανεμπόριο και τις φαρμακευτικές μέχρι τις ξενοδοχειακές μονάδες και τη ναυτιλία. Περιουσίες θ’ αλλάξουν χέρια αντί «πινακίου φακής». Αλλά τα funds γι αυτό μπήκαν στις τράπεζες και όχι γιατί πίστεψαν ποτέ στη μακροοικονομική βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας.
Για την κυβέρνηση ήρθε η ώρα να πιεί όλο το «πικρό ποτήρι» των κόκκινων δανείων -οι κυβερνητικές σκέψεις για δημιουργία μιας Bad Bank έπεσαν ήδη στο κενό – αλλιώς θα ρισκάρει να ανάψει πράσινο φως για ένα νέο κύκλο αποσταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας που θα εξανεμίσει κάθε προσδοκία ανάκαμψης.
Φαίνεται πως η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας οδήγησε στην αφαίρεση του χαρτοφυλακίου των τραπεζών από τον Γιάννη Δραγασάκη και την ανάληψή του από τον Αλέκο Φλαμπουράρη. Μπορεί ο τελευταίος να είναι λίγο έως πολύ άσχετος με τα τραπεζικά, αλλά μήπως αυτός δεν είναι ο ιδανικός ορισμός της κρατικής εποπτείας κατά τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη;