Γράφει η Μαρία-Αρετή Ευαγ. Ζιαζιά
Υπερχρεωμένοι βρέθηκαν χιλιάδες δανειολήπτες τη στιγμή που η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου άλλαξε σε σχέση με το ευρώ και αυτό διότι τα περισσότερα από τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είχαν συναφθεί την περίοδο που η ισοτιμία κυμαινόταν στα 1,65-1,55 ελβετικά φράγκα προς 1 ευρώ, εν αντιθέσει με το σήμερα που η ισοτιμία είναι 1 ευρώ προς 1,1 ελβετικό φράγκο. Απόρροια της εν λόγω ρύθμισης είναι το γεγονός ότι οι δανειολήπτες –ακόμη και εκείνοι που ήταν συνεπείς στην αποπληρωμή των δόσεων τους – διαπίστωσαν ότι το υπόλοιπο του δανείου τους δε μειωνόταν αλλά αντιθέτως αυξανόταν διαρκώς.
Ταυτοχρόνως, οι δανειολήπτες ισχυρίζονται πως δεν ήταν ενημερωμένοι για τους ενδεχόμενους κινδύνους και τις παραμέτρους κατά τη σύναψη του δανείου ενώ παράλληλα και οι τράπεζες φέρουν τη δική τους ευθύνη, καθώς δεν είχαν προβεί σε πλήρη και ολοκληρωμένη ενημέρωση των δανειοληπτών.
Εντούτοις, σε όλο αυτό το θολό και ασταθές τοπίο κυρίαρχο και σημαντικό ρόλο για 70.000 δανειολήπτες περίπου διαδραματίζει η απόφαση-σταθμός του Πολυμελούς Πρωτοδικείου σύμφωνα με την οποία τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο θα πρέπει να αποπληρώνονται με βάση την ισοτιμία ευρώ/chf που ίσχυε όταν εκταμιεύθηκε το δάνειο. Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η τράπεζα υποχρεούται να αποδέχεται τη πληρωμή των δόσεων με βάση την ισοτιμία εκταμίευσης του δανείου και όχι εκείνη που ισχύει μετά τη νέα ισοτιμία, ενώ απαγορεύει την καταγγελία των συμβάσεων εκ μέρους της Τράπεζας στην περίπτωση που οι δανειολήπτες καταβάλουν τα ποσά των τοκοχρεολυτικών δόσεων σε ελβετικό φράγκο με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά την εκταμίευση του δανείου.
Σε κάθε περίπτωση – σύμφωνα και με το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης – δεν επιτρέπεται στην τράπεζα να επικαλείται στις συναλλαγές της τον γενικό όρο σύμφωνα με τον οποίο “η αποπληρωμή του δανείου λαμβάνει χώρα με την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος την ημέρα της καταβολής”. Άρα οι δανειολήπτες δύναται να προβούν σε μερική ή ολική αποπληρωμή του δανείου τους με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά τη σύναψη του δανείου.
Σύμφωνα δε με στοιχειά του τραπεζικού συστήματος, το 10% των δανείων στεγαστικής πίστης των ελληνικών τραπεζών έχουν συναφθεί σε ελβετικό φράγκο. Πρόκειται για δάνεια ονομαστικής αξίας 7 δις. ευρώ που συνάφθηκαν την περίοδο 2006–2009, με ισοτιμία ευρώ/ελβετικού 1,55–1,65 και με μεσοσταθμικό περιθώριο 1,6% πάνω από το libor. Αυτό σημαίνει ότι η καθυστέρηση και οι δυσκολιές αποπληρωμής των ποσών αυτών συνιστούν ένα μεγάλο πρόβλημα για τις τράπεζες θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και την επάρκεια των κεφαλαίων τους. Το μόνο που μένει, λοιπόν, είναι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση και όλα να πάρουν το δρόμο τους.