Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους, σε αντίθεση με τις προσδοκίες του υπουργού Ανάπτυξης Κωστή Χατζηδάκη, οι τιμές ΔΕΝ θα αρχίσουν να αποκλιμακώνονται από φέτος. Μακάρι να γινόταν το θαύμα (διότι περί θαύματος πρόκειται) αλλά δυστυχώς η εμπειρία όλων των προηγούμενων χρόνων δεν επιτρέπει να πιστεύουμε πια ούτε στα θαύματα.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι ακόμη δεν έχουν οικοδομηθεί στην αγορά συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού. Η καθ’ύλην αρμόδια γι’αυτό είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία οφείλει να ερευνά για την ύπαρξη αντιανταγωνιστικών πρακτικών, όπως σύσταση καρτέλ, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κ.α. αλλά και να προτείνει όπου κρίνει τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση του ανταγωνισμού.
Στην ιστορία της δύο είναι οι κορυφαίες στιγμές της:η καταδίκη της 3Ε για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης επί Προεδρίας Δημήτρη Τζουγανάτου και η υπόθεση του καρτελ του γάλακτος επί Προεδρίας Σπύρου Ζησιμόπουλου. Γεγονός ήταν πως με όποια αγορά κι αν αποφάσιζε να ασχοληθεί δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρει κάτι. Συνήθως, κάτι μεγάλο.
Έτσι λοιπόν ένα θέμα είναι πόσες αγορές έχει αυτή τη στιγμή στο μικροσκοπιό της και πότε εκτιμά ότι θα έχει ολοκληρωθεί η διερευνησή τους για να αρχίσει η “αποκατάσταση” του ανταγωνισμού. Επίσης, έχει επιστρέψει να ελέγξει εκ νέου, στις περιπτώσεις που εντόπισε παράβαση κι έβαλε πρόστιμο, αν τηρούνται πλέον οι κανόνες;
Πόσες και ποιες υποθέσεις μένουν στο συρτάρι; Μπορεί και να γελιόμαστε αλλά για παράδειγμα (εκκρεμεί εδώ και χρόνια) δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η υπόθεση της μπύρας… Ακόμη, για περιπτώσεις, όπως αυτή της αγοράς καυσίμων όπου έχει προχωρήσει στην έκδοση πολύ ουσιαστικών πορισμάτων, υπάρχει περίπτωση να θέλει κανείς (από κυβέρνηση μεριά) να ρίξει καμμιά ματιά και να υιοθετήσει τις προτάσεις της για ενίσχυση του ανταγωνισμού;
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος στις ενδοομιλικές συναλλαγές των πολυεθνικών επιχειρήσεων, καθώς πρακτική κάποιων (θέλουμε να πιστεύουμε) είναι να εισάγουν απο τις μητρικές ή άλλες εταιρίες του ίδιου ομίλου με τεχνητά υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλίεται μέσω υψηλών τιμών στους καταναλωτές.΄Ενα ζήτημα με τεράστια σημασία, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε μια πληθώρα προιόντων οι πολυεθνικές διατηρούν υψηλά μερίδια.
Και ο τρίτος λόγος είναι οι ίδιες οι αποφάσεις της κυβέρνησης, που με ένα μοναδικό τρόπο συντηρούν τις τιμές ψηλά. Και οι στόχοι των εσόδων δεν επιτυγχάνονται και οι τιμές κρατιούνται στο ύψος τους. Η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ στο 13% και 23%, είναι μεγάλο βαρίδι, που συνδυασμό με τα ζητήματα ανταγωνισμού που έχει η αγορά, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μίγμα. Μη μιλήσει κανείς για το ενεργειακό κόστος…
Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι το μόνο μέσο για να πέσουν οι τιμές είναι ο ανταγωνισμός και μέχρι αυτός να αποκατασταθεί, η κυβέρνηση θα μπορούσε με μια–δυο κινήσεις να ανακουφίσει τμήματα του πληθυσμού που υποφέρουν. Για παράδειγμα να προχωρήσει σε μείωση του ΦΠΑ στα απολύτως απαραίτητα τρόφιμα κι υπηρεσίες. Η πτώση των τιμών θα ενισχύσει την κατανάλωση και έτσι οι επιπτώσεις στα έσοδα θα ισοφαριστούν.
ΥΓ: Αν διαβάσει κανείς κάποιο δημοσίευμα εφημερίδας (όποια να’ναι) περί ακρίβειας και τιμών που έχει γραφτεί 8 χρόνια πριν και ένα που έχει γραφτεί σήμερα, θα εκπλαγεί διαπιστώνοντας πως ελάχιστα έχουν αλλάξει. Οι ίδιοι λόγοι, οι ίδιες αιτίες, οι ίδιες προσδοκίες…Ανταγωνισμός, γραφειοκρατία, κλειστά επαγγέλματα…Σαν μην έχει περάσει μια μέρα.