Αποστάσεις από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα κρατά ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος και πρώην υπουργός Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Με άρθρο του στο tvxs, ο κ. Τσακαλώτος σημειώνει με νόημα ότι «πρέπει να είμαστε εξαιρετικά φειδωλοί όταν αποκαλούμε τους αντιπάλους μας απατεώνες», αφήνοντας αιχμές για τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, που είχε πει, αναφερόμενος στον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι «ο μεγαλύτερος πολιτικός απατεώνας που έχει περάσει στη χώρα είστε εσείς που υποσχεθήκατε στον ελληνικό λαό ανάπτυξη ισχυρή και φέρατε υπανάπτυξη 15% στο δεύτερο τρίμηνο του 2020».
Σύμφωνα με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, «από τη μια μεριά, αυτό το είδος πολιτικής αντιπαράθεσης αποξενώνει μεγάλο μέρος των πολιτών, και ιδιαίτερα τους νέους και τις νέες. Και κάτι χειρότερο: πολλοί ταυτίζουν την πολιτική με αυτό το είδος αντιπαράθεσης και όχι με μια εν δυνάμει δραστηριότητα χειραφέτησης. Από την άλλη, ακριβώς γιατί όλοι οι αντίπαλοι μας δεν είναι, και δε θα μπορούσαν να είναι απατεώνες, αυτή η τακτική υποτιμάει τον αντίπαλο – πάντα επικίνδυνο πράγμα σε όλων των ειδών διαμαχών – και δεν είναι πειστική».
Αναλυτικά, ο Ευκλείδης Τσακαλώτης αναφέρει στο άρθρο του:
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τα τελευταία τριάντα χρόνια νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, πολιτικοί, στοχαστές, τραπεζίτες και άλλοι πολλοί υπόσχονται ότι το πρόγραμμα τους – φιλελευθεροποίηση και απορρύθμιση των αγορών, χειραφέτηση της επιχειρηματικότητας, μικρότερο κράτος κλπ – θα οδηγήσει σε ευημερία για όλους, αν και όχι στο ίδιο βαθμό για όλους. Και συνεχώς διαψεύδονται οι προσδοκίες με όρους ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας για τους πολλούς, την ίδια στιγμή που ενισχύεται η θέση των πιο ισχυρών οικονομικών παραγόντων.
Μετά από τόσες διαψεύσεις μπορούμε να μιλάμε για απάτη από τη μεριά των υποστηρικτών του όλου εγχειρήματος; Ίσως. Μπορούμε να μιλάμε για απατεώνες; Πιο δύσκολη ερώτηση.
Παλαιότερα αριστεροί και αριστερές στοχαστές ισχυριζόταν ότι ο βασικός ρόλος της εκκλησίας και της θρησκείας είναι να συμφιλιώσει τα λαϊκά στρώματα με τη μοίρα τους – να ελπίζουν για βελτίωση όχι σε αυτή τη ζωή, αλλά στην άλλη. Με λίγα λόγια η θρησκεία δούλευε λειτουργικά για το σύστημα. Δε αμφιβάλλω ότι υπάρχει και αυτή η πτυχή, αλλά η όλη προσέγγιση χωλαίνει για τον ίδιο λόγο που έχουν πρόβλημα πολλές εξηγήσεις του λειτουργισμού (functionalism). Μια εκκλησία που απαρτιζόταν από κυνικούς κληρικούς που δεν πίστευαν στη θρησκεία τους, και είχαν πλήρη επίγνωση ότι εξυπηρετούν άλλους σκοπούς, δε θα μπορούσε να παίξει το ρόλο υποστήριξης του συστήματος. Για να είναι πειστική η θρησκεία χρειάζεται ανθρώπους – ίσως όχι όλους, αλλά τουλάχιστον μια κρίσιμη μάζα – που είναι ειλικρινείς για το ρόλο που εξυπηρετούν.
Το ίδιο, εικάζω, ισχύει και με τους νεοφιλελεύθερους. Βεβαίως πολλοί θα είναι κυνικοί και ξέρουν ακριβώς τι θα είναι τα αποτελέσματα των πολιτικών τους και πόσο τους ευνοεί τους ίδιους. Αλλά δεν μπορεί αυτό να αποτελεί το όλον. Μια κρίσιμη μάζα νεοφιλελεύθερων κοινωνικών επιστημόνων πραγματικά πιστεύουν στις θεωρίες τους – βέβαια άλλοι είναι πιο κυνικοί ή απλώς πάνε με το ρεύμα για να βολευτούν επαγγελματικά. Το ίδιο ισχύει με τους πολιτικούς.
Με αυτή την έννοια πρέπει να είμαστε εξαιρετικά φειδωλοί όταν αποκαλούμε τους αντιπάλους μας απατεώνες. Από τη μια μεριά, αυτό το είδος πολιτικής αντιπαράθεσης αποξενώνει μεγάλο μέρος των πολιτών, και ιδιαίτερα τους νέους και τις νέες. Και κάτι χειρότερο: πολλοί ταυτίζουν την πολιτική με αυτό το είδος αντιπαράθεσης και όχι με μια εν δυνάμει δραστηριότητα χειραφέτησης. Από την άλλη, ακριβώς γιατί όλοι οι αντίπαλοι μας δεν είναι, και δε θα μπορούσαν να είναι απατεώνες, αυτή η τακτική υποτιμάει τον αντίπαλο – πάντα επικίνδυνο πράγμα σε όλων των ειδών διαμαχών – και δεν είναι πειστική.
Οι θεσμοί του καπιταλιστικού συστήματος εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων της εκκλησίας και των πολιτικών κόμματων, αποτελούν πολύ σκληρά καρύδια και χρήζουν σοβαρής αντιμετώπισης.