Γράφει ο Ceteris Paribus
Η ειδησεογραφία όσον αφορά τη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους δανειστές εστιάζει στα μέτρα, στο πρωτογενές πλεόνασμα, στο ενδεχόμενο Grexit ή «ατυχήματος». Η πολιτική πτυχή (ή πτυχές) του ζητήματος απουσιάζει εκκωφαντικά. Κι όμως, από πολλές απόψεις είναι η πλέον καθοριστική. Για τον απλούστατο λόγο ότι κάθε εξέλιξη, κατάληξη ή μεγάλη ανατροπή στην πορεία της διαπραγμάτευσης σχετίζεται με πολιτικές και κοινοβουλευτικές προϋποθέσεις. Αν αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν, τότε όλα τα βήματα, όσο καλά και αν είναι μετρημένα και «κοστολογημένα» στα χαρτιά των διαπραγματευτών, δεν μπορούν να προχωρήσουν.
Όποια εξέλιξη κι αν σκέφτεται, ελπίζει ή φοβάται κανείς, δεν θα υλοποιηθεί στην πραγματική ζωή με την «αυτοκίνηση της ύλης»: θα πρέπει όχι απλώς να περάσει από τη Βουλή αλλά και να αποκτήσει μια κατά το δυνατόν στέρεη και βιώσιμη κοινοβουλευτική βάση στήριξης, να περάσει από την Κ.Ο. και το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, να «φιλτραριστεί» από το συνολικό πολιτικό σκηνικό.
Θα εξετάσουμε λοιπόν από αυτή την άποψη το ένα βασικό ενδεχόμενο των εξελίξεων: το συμβιβασμό. Είναι τόσο περίπλοκες οι πολιτικές προϋποθέσεις του σεναρίου του συμβιβασμού, ώστε δεν είναι υπερβολή να πούμε πως αυτές ακριβώς οι πολιτικές προϋποθέσεις -και όχι οι στενά οικονομικοί υπολογισμοί- καθορίζουν τα πάντα.
Για κατεξοχήν πολιτικούς λόγους -και όχι κατά κύριο λόγο για οικονομικούς- οι δανειστές είναι τόσο σκληροί στις απαιτήσεις τους από την κυβέρνηση. Ούτε λίγο ούτε πολύ, απαιτούν από την κυβέρνηση να επιστρέψει στο μέιλ Χαρδούβελη όχι εξαιτίας του θρυλούμενου «προτεσταντικού ζήλου» του Σόιμπλε, αλλά για καθαρά πολιτικούς λόγους. Αν φανεί ότι μια αριστερή κυβέρνηση καταφέρνει να αλλάξει έστω και ελάχιστα τη «συνταγή», τότε το οικοδόμημα της ακραίας λιτότητας θα ανατραπεί σε όλη την Ευρώπη, αρχίζοντας από τον ευρωπαϊκό Νότο μέσα σε λίγους μήνες. Για καθαρά πολιτικούς λόγους, οι δανειστές χρειάζονται το θρίαμβο ότι τσάκισαν την ελληνική απόπειρα αλλαγής υποδείγματος στην αντιμετώπιση της κρίσης. Πέρα από αυτό το γενικό πολιτικό κίνητρο, δεν πρέπει επίσης να υποτιμηθούν άλλα, επιμέρους αλλά ισχυρά πολιτικά κίνητρα: από το κίνητρο της γερμανικής ελίτ (που θεωρεί ότι προκλήθηκε από τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του με τρόπο που επισύρει την ποινή της συντριβής του για την αποκατάσταση του τρωθέντος γοήτρου της) μέχρι το κίνητρο των κυβερνώντων σε Πορτογαλία – Ισπανία (που είναι οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της σκληρής γραμμής προς την Ελλάδα, ακριβώς γιατί αν ο Τσίπρας κερδίσει κάτι από τη διαπραγμάτευση, αυτοί θα καταρρεύσουν πολιτικά στις χώρες τους).
Η ανελαστικότητα των δανειστών, που οφείλεται πρωταρχικά σε πολιτικούς λόγους, γίνεται στη συνέχεια ανελαστικότητα του Τσίπρα και της κυβέρνησής του απέναντι στο συμβιβασμό, αλλά και συνολικότερα αδυναμία συγκέντρωσης των πολιτικών προϋποθέσεων για να υλοποιηθεί ένας τέτοιος συμβιβασμός. Διότι απλούστατα, αν ο Τσίπρας υπογράψει ένα συμβιβασμό πολύ κοντά στο μέιλ Χαρδούβελη, γνωρίζει πολύ καλά ότι στη συνέχεια θα παραμεριστεί κι ο ίδιος – και θα τσαλακωθεί πολιτικά και θα ανατραπεί. Όσοι του προτείνουν να δείξει «γενναιότητα» προχωρώντας σε ένα δύσκολο συμβιβασμό παραγνωρίζουν αυτή τη «λεπτομέρεια». Για ένα τέτοιο συμβιβασμό δεν χρειάζεται απλώς «γενναιότητα», αλλά αυτοκτονική διάθεση. Δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε αν ο Αλέξης Τσίπρας διαθέτει γενναιότητα, αλλά μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι δεν έχει αυτοκτονικές διαθέσεις…
Ας φανταστούμε λίγο τον Αλέξη Τσίπρα να υπογράφει ένα νέο μνημόνιο στο πλαίσιο περίπου του μέιλ Χαρδούβελη. Τι θα επακολουθήσει; Ένα σημαντικό μέρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα το ψηφίσει στη Βουλή. Η διάσπαση της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ θα συνοδευτεί από διάσπαση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Οι ΑΝΕΛ είτε θα φύγουν αυτοβούλως από την κυβέρνηση για να διεκδικήσουν τμήμα της «πίτας» του δεξιού χώρου ενόψει γενικής ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού, είτε και θα εξωθηθούν έξω από την κυβέρνηση (οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες έχουν εκφράσει από την πρώτη στιγμή, ακόμη και με πολύ άκομψο τρόπο, την «κάθετη» αντίρρησή τους για τη συμμετοχή των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση).
Καθώς η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ θα αποχωρούν, το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ θα… έρχονται, δηλώνοντας διαθέσιμοι όχι απλώς να ψηφίσουν το νέο μνημόνιο στη Βουλή, αλλά και να στηρίξουν την εφαρμογή του. Αλλά, καθώς ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα διαθέτει πλέον κοινοβουλευτική πλειοψηφία, θα πρέπει να σχηματιστεί μια νέα κυβέρνηση, «εθνικής σωτηρίας», με τη συμμετοχή όλων αυτών.
Και εδώ φτάνουμε στην πιο σκληρή συνέπεια: ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει ότι στη νέα κυβέρνηση δεν θα είναι πρωθυπουργός. Έχοντας υπογράψει ένα μνημόνιο και χάνοντας την πρωθυπουργία, θα είναι ήδη στα 40 του, «τελειωμένος» πολιτικά, έχοντας χρεωθεί την πιο θεαματική και πιο σύντομη «κωλοτούμπα» στην ιστορία των αριστερών κυβερνήσεων. Θα ηγείται ενός κόμματος και μιας Κ.Ο. που με το βάρος της αποτυχίας στη διαπραγμάτευση και την αναξιοπιστία της υποταγής στο μνημόνιο, δεν θα έχει καμία προοπτική: θα «ξεφουσκώσει» με ταχείς ρυθμούς και θα έχει την τύχη της ΔΗΜΑΡ αλλά σε πολύ πιο σύντομο χρόνο – μια τέλεια προσωπική και πολιτική καταστροφή.
Όταν λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει «Ρίξτε με αν θέλετε», λέει πολύ απλά το εξής: δεν μπορώ να υπογράψω τρίτο μνημόνιο γιατί δεν έχω καμία διάθεση να αυτοκτονήσω. Και είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι, ανεπισήμως, κάτι ακόμη πιο σκληρό: αν θέλετε τρίτο μνημόνιο και κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», κάντε το χωρίς εμένα». Ο ΔΟΛ, με τη μορφή σχολίων μέχρι στιγμής, άρχισε να επενδύει στον… Δραγασάκη σαν «αντι-Τσίπρα», αλλά πρόκειται για αστειότητες. Με τον Τσίπρα απέναντι, δεν υπάρχει ούτε μαθηματικά κοινοβουλευτικός συνδυασμός που να βγάζει νέα-μνημονιακή κυβερνητική πλειοψηφία. Οπότε, πάμε σε εκλογές! Αλλά εκλογές με «αντικείμενο» να ανατραπεί ένας πρόσφατα εκλεγμένος πρωθυπουργός, είναι συνταγή οξείας πολιτικής κρίσης και απώλειας κάθε ελέγχου!
Ασφαλώς υπάρχει λύση στο «γρίφο», Ένας συμβιβασμός που θα είναι στοιχειωδώς «έντιμος». Ο οποίος όμως, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, προσκρούει στα πολιτικά όρια των δανειστών…