Γράφει ο Δημήτρης Κατσαρός
Εχθές ανακοινώθηκε επίσημα, από την Κουμουνδούρου η επικείμενη επίσκεψη του Τσίπρα στο Βατικανό. Είναι η πρώτη φορά που πάπας της Ρώμης δέχεται εκπρόσωπο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Τα σχόλια ήδη έχουν αρχίσει και ξεπηδούν από διαφορετικές πλευρές και όπως ήταν αναμενόμενο, σχεδόν κανένα δεν πείθει για τη σοβαρότητά του. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος προέτρεψε τον Τσίπρα, εχθές το βράδυ να ‘προσέχει τους αφορισμούς’ γιατί όπως δήλωσε με ύφος που βασάνιζε τον τηλεθεατή που προσπαθούσε να διαβάσει μέσα από τις λεπτοφυώς ειρωνικές γραμμές του, «η θεολογία λέει ότι αυτοί οι αφορισμοί πηγαίνουν κατ’ ευθείαν στον Άγιο Πέτρο».
Ο Τσίπρας δεν επισκέπτεται έναν οποιοδήποτε πάπα, αλλά τον πάπα Φραγκίσκο ή κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, λαικής καταγωγής, που πρόσφατα επισήμως κατέκρινε τις κυβερνήσεις που τηρούν ευνοϊκή στάση απέναντι στις τράπεζες, σε αντίθεση με τον εξαθλιωμένο λαό. Το γεγονός αυτό έρχεται μόλις λίγο καιρό μετά την επίσκεψη του Τσίπρα στο Άγιον Όρος που πραγματοποιήθηκε μέσα σε πολύ φιλικό κλίμα με γέροντες και ηγουμένους μονών, ενώ ο Τσίπρας κατάφερε να δώσει έναν πραγματικά απλό χαρακτήρα στην επίσκεψή του αυτή χωρίς πολλά και παχιά λόγια.
Η κριτική που δέχεται από το αντίπαλο μέτωπο κινείται σε μια απλοϊκή γραμμή: Ο άθεος Τσίπρας που θυμήθηκε την ορθοδοξία, τώρα που θέλει να κυβερνήσει.
Όμως ο Τσίπρας ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Όσες φορές συνάντησε τον Αρχιεπίσκοπο, (και μάλιστα λέγεται ότι είναι ο πολιτικός αρχηγός με τις περισσότερες επισκέψεις στον Ιερώνυμο) δεν πήγε ποτέ για ‘να τα βρούνε’. Πήγαινε πάντοτε με τη σταθερή ατζέντα της αριστεράς για τα ζητήματα κράτους – εκκλησίας. Τώρα στον πάπα, θα πάει με την σταθερή ατζέντα της αριστεράς για τα παγκόσμια προβλήματα της ανισότητας, της εξαθλίωσης και του πολέμου. Κρατάει σταθερή τη θέση του και προτάσσει την πολιτική του ατζέντα. Και τότε γιατί πηγαίνει;
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζει ότι εκκινεί από έναν πολιτικό χώρο που σε Ευρωπαϊκό Επίπεδο συνδέθηκε με την κριτική του συντηρητισμού και των παραδοσιακών θρησκευτικών θεσμών. Όμως επίσης γνωρίζει ότι η ‘(πολιτική) δεξιά του Κυρίου’ έχει πλέον ιστορικά ταυτιστεί με την πιο στυγνή εξέλιξη του καπιταλισμού, τον νεοφιλελευθερισμό. Κρατάει λοιπόν ειλικρινή στάση, υποβάλει τα σέβη του και προτείνει τρόπους συνεργασίας. Και με αυτόν τον τρόπο κερδίζει. Κερδίζει επικοινωνιακά αλλά και σε επίπεδο πολιτικής ατζέντας. Και ενώ ο Σαμαράς αντιλαμβάνεται ότι το χριστεπώνυμον πλήθος δεν είναι πια διασφαλισμένοι ψηφοφόροι όπως επί πρωθυπουργίας Αβέρωφ, ο Τσίπρας καινοτομεί (για τα δεδομένα της αριστεράς) κάνοντας το αυτονόητο. Αναγνωρίζει τη σημασία της Εκκλησίας στο πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά ακόμη (όπως φάνηκε στο Άγιον Όρος) και στο επίπεδο ταυτότητας του Έλληνα. Και δεν μπορεί η ασκούμενη κριτική να τον αγγίξει γιατί από ότι φαίνεται… το κάνει ειλικρινά.