Ο Αλέξης Τσίπρας, στον χαιρετισμό του στην εναρκτήρια συνεδρίαση της 13ης Γενικής Συνέλευσης της Παγκόσμιας Διακοινοβουλευτικής Ένωσης Ελληνισμού (ΠΑΔΕΕ) μίλησε για την αναγκαιότητα υιοθέτησης ενός ριζικά διαφορετικού οράματος για το μέλλον. Σημείωσε ότι πρέπει να βασιστούμε σε έναν «δυναμικό ρεαλισμό» για τη διαχείριση των κρίσιμων εξελίξεων που μας αφορούν και όχι να αποτελέσει η κρίση της πανδημίας μια ανάπαυλα για να επιστρέψει η Ελλάδα στα οικονομικά και γεωστρατηγικά μοντέλα του παρελθόντος.
«Με την ενεργή στήριξη του εμβολιαστικού προγράμματος στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο με πρωτοβουλίες για την άρση της πατέντας στα εμβόλια. Mε δυναμικές οικονομικές πολιτικές -που βλέπουμε να προωθούνται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού- για τη στήριξη της απασχόλησης, την άμβλυνση των ανισοτήτων και [την ενίσχυση] των εργασιακών δικαιωμάτων. Με μια συγκροτημένη προσπάθεια για αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας ώστε να στοχεύει στην οικονομική σύγκλιση και με αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης για να στηρίξουμε την καινοτομία και την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα».
Επιπλέον, «με την αντιστροφή της μάστιγας του brain drain μέσα από πολιτικές αμοιβών και εργασιακών δικαιωμάτων και θα καθιστούν την Ελλάδα πιο ελκυστικό εργασιακό προορισμό. Με τη διασύνδεση Ελλήνων που σταδιοδρομούν επιτυχώς στο εξωτερικό με εξωστρεφείς ελληνικές επιχειρήσεις. Με την ενεργή στήριξη μιας δίκαιης πράσινης μετάβασης και ενός συπεριληπτικού ψηφιακού μετασχηματισμού». Σημείωσε ότι την ίδια στιγμή «πρέπει να παλέψουμε για τα δικαιώματα σε όλα τα επίπεδα, είτε μιλάμε για τα δικαιώματα του παιδιού, των γυναικών και της κοινότητας LGBTQ, είτε τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας ή των προσφύγων και μεταναστών στη χώρα μας».
Ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι «η Ελλάδα του 21ου αιώνα μπορεί να είναι ισχυρή μόνο αν βασίσει την ανάπτυξή της στην κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη», σημειώνοντας ότι σε αυτή την βάση «μπόρεσε ένας λαός που βρισκόταν σε βαθιά οικονομική κρίση να αντιμετωπίσει την πιο μεγάλη προσφυγική κρίση της Ευρώπης» και «μπόρεσε η Ελλάδα να εξέλθει από την οικονομική κρίση και τα μνημόνια και μάλιστα με ένα ισχυρό οικονομικό απόθεμα».
Ως δεύτερο σημαντικό στοιχείο του «δυναμικού ρεαλισμού» που, όπως είπε, έχουμε ανάγκη, προσδιόρισε την «προώθηση μιας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που ταυτίζει το εθνικό μας συμφέρον με την αναβάθμιση του διεθνούς μας ρόλου ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας. Που προασπίζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και επιδιώκει ενεργά λύσεις των διαφορών που μας αφορούν, βάση του διεθνούς δικαίου». «Αυτός ήταν κι ο αγώνας που δώσαμε για την επίλυση του ονοματολογικού μέσω της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών», είπε. «Και ο αγώνας που δώσαμε μαζί με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και συνεχίζουμε να δίνουμε σήμερα ως χώρα απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα σε ενέργειες που παραβιάζουν τη διεθνή νομιμότητα. Αυτός ήταν κι ο αγώνας στις συνομιλίες του Κραν Μοντανά όπου για πρώτη φορά υποστηρίχτηκε από τον ΟΗΕ η υποχρέωση αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων στην Κύπρο και η κατάργηση των εγγυήσεων. Αυτός είναι ο στόχος της χώρας με την καθιέρωση του Στρατηγικού Διαλόγου και του σχήματος 3+1 με τις ΗΠΑ, την ίδρυση της Συνόδου των Χωρών του Νότου, την ενίσχυση των πολυμερών σχημάτων συνεργασίας μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία και τη σύναψη συμφωνιών οριοθέτησης της ΑΟΖ της χώρας μας με γειτονικές χώρες», σημείωσε.
Ειδικότερα ο πρώην πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι «η Ελλάδα πρέπει -αξιοποιώντας την πίεση που δέχεται η Τουρκία τούτη την περίοδο- να χαράξει μια μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική με την Κύπρο για να επανέλθουμε στην προοπτική δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ. Δηλαδή για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή εκπροσώπηση, με αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και κατάργηση των εγγυήσεων». Σημείωσε πως ιδίως μετά τις τελευταίες αρνητικές εξελίξεις στην Κύπρο, η Ελλάδα -σε συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία- «πρέπει να συνδέσει την πρόοδο της αναθεώρησης της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας με το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, με υποχρέωση, δηλαδή, της Τουρκίας για αναστολή του παράνομου ανοίγματος των Βαρωσίων και με υποχρέωση για προσφυγή της μαζί με την Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ».
Επιπλέον, είπε ότι η Ελλάδα πρέπει να στηρίξει ενεργά το ξεπάγωμα της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων με σκοπό να καθιερώσει το ρόλο της ως η ισχυρή ευρωπαϊκή δύναμη σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή και «να παλέψει για μια ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου που να σέβεται το διεθνές δίκαιο και να επιμερίζει δίκαια τις ευθύνες, καθώς και για μια αποτελεσματική ευρωτουρκική συνεργασία».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόνισε ότι «στα κρίσιμα μέτωπα που έχει η Ελλάδα μπροστά της, ο ελληνισμός πρέπει να βρίσκεται ενωμένος ανεξάρτητα από τις υπαρκτές πολιτικές διαφορές εντός της χώρας».
Επισήμανε την ιδιαίτερη σημασία του θεσμού της ΠΑΔΕΕ για τη χώρα μας και τους δεσμούς μας με την ελληνική Διασπορά, «ενός θεσμού που συνδέει τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους της μεγάλης αυτής εθνικής δύναμης που λέγεται ελληνική ομογένεια, με το ελληνικό κοινοβούλιο». Προσέθεσε ότι έχει ιδιαίτερη αξία να τιμάμε και να θυμόμαστε σήμερα, στην επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, πόσο καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος των απανταχού ελληνικών κοινοτήτων για των αγώνα των Ελλήνων για την απελευθέρωση, την εθνική συγκρότηση και την ανάπτυξη της Ελλάδας. «Όπως έχει ιδιαίτερη σημασία η σημερινή συμμετοχή του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αναδεικνύει τους διαχρονικούς αγώνες που ενώνουν τον ελληνισμό στην μακρόχρονη ιστορία του και τις κρίσιμες προσπάθειες που καταβάλλει ενωμένη η ομογένεια σε όλο τον κόσμο», είπε, για να τονίσει ότι «αντίστοιχα, σήμερα, η δύναμη που διαθέτει η ελληνική ομογένεια σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελεί τεράστιο εθνικό κεφάλαιο που πρέπει να στηριχθεί ενεργά και να αξιοποιηθεί ακόμα πιο αποτελεσματικά».
Ανέφερε ότι «οι λαμπροί εκπρόσωποί της στον επιχειρηματικό κόσμο, στις επιστήμες, τις τέχνες, τον αθλητισμό και βέβαια στην πολιτική -όπως ο κ. Ραπτάκης, η κ. Κουναλάκη και όλοι εσείς που βρίσκεστε εδώ σήμερα- αποτελούν την πιο σημαντική βάση για την ήπια ισχύ της Ελλάδας στον 21ο αιώνα». Ο κ. Τσίπρας είπε ότι οι ιστορικές ρίζες και η δικτύωση της ελληνικής Διασποράς, σε συνδυασμό με την παγκόσμια ακτινοβολία του ελληνικού πολιτισμού, την ισχύ της ελληνικής ναυτιλίας, την υψηλή θέση της χώρας στην παγκόσμια τουριστική αγορά και τη διαχρονική σχέση της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία, «αποτελούν το πολύτιμο πλαίσιο για να αναπτυχθεί περαιτέρω αυτή η ισχύς από την ελληνική διπλωματία».
Σε αυτό το πλαίσιο είπε ότι η κυβέρνησή του ξεκίνησε μια συνταγματική αναθεώρηση, «ανοίξαμε τη συζήτηση για τη δυνατότητα ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού» και «προτείναμε να καθιερωθεί εκλογικό σύστημα που ανταποκρίνεται στις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές -το γαλλικό και ισπανικό μοντέλο- ούτως ώστε οι Έλληνες του εξωτερικού όχι μόνο να ψηφίζουν, αλλά να μπορούν να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους σε μεγάλες περιφέρειες του εξωτερικού». «Μολονότι θεωρούμε την πρότασή μας την καλύτερη θεσμικά», πρόσθεσε, «υποστηρίξαμε τον κοινοβουλευτικό συμβιβασμό -διότι έτσι οι δημοκρατίες προχωράνε- του πρόσφατου νόμου ούτως ώστε να αποκτήσουν επιτέλους δικαίωμα ψήφου οι Έλληνες του εξωτερικού».
Τόνισε ότι σε αυτό το πνεύμα, «οφείλουμε όλοι να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να αξιοποιηθούν θεσμοί όπως η ΠΑΔΕΕ με σκοπό την ενίσχυση της ακτινοβολίας της Ελλάδας σε παγκόσμιο επίπεδο και την προώθηση της συνεργασίας με κρίσιμες χώρες παγκοσμίως». Επισήμανε δε ότι οι πρωτοβουλίες της ΠΑΔΕΕ για τον επαναπατρισμό των γλυπτών του Παρθενώνα, την προώθηση της ελληνικής γλώσσας, την στήριξη των ελληνικών προϊόντων και επενδύσεων, το Κυπριακό, την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων, την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία και την αναδιάρθρωση του ελληνικού Δημοσίου Χρέους, δείχνουν τις μεγάλες δυνατότητες και τη σημασία αυτού του θεσμού.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι «για να αναπτύξει η χώρα μας μια στρατηγική ήπιας ισχύος στους τομείς της ομογενειακής, δημόσιας, οικονομικής και πολιτιστικής διπλωματίας, πρέπει να διαθέτει και ισχυρή εθνική στρατηγική για τους κεντρικούς στόχους της στον 21ο αιώνα»