Γράφει ο Ceteris Paribus
Ο Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε ξανά σε πολύ δύσκολες καταστάσεις: το καλοκαίρι του 2015, όταν έκανε τη στροφή στην υιοθέτηση μνημονιακών πολιτικών «στην κόψη του ξυραφιού», αλλά και την άνοιξη του 2016, όταν στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης απειλήθηκε νέα εμπλοκή. Και στις δύο περιπτώσεις, πέρασε τον «κάβο» με την ίδια «τεχνική»: με «στροφή στο ρεαλισμό». Τώρα όμως δεν αντιμετωπίζει ένα τακτικό -έστω και οξύ- αλλά ένα στρατηγικόαδιέξοδο. Στρατηγικό, γιατί ο πρωθυπουργός και το κυβερνών κόμμα είναι εγκλωβισμένοι σε μια στρατηγική παγίδα: κάθε στροφή στο συστημικό ρεαλισμό γίνεται αργά, με πισωγυρίσματα και με κόστος, με αποτέλεσμα να μην εξασφαλίζει στήριξη ούτε από το σύστημα ούτε από την κοινωνία. Έτσι, ενώ εν τέλει λειτουργεί και αποφασίζει σαν συστημικό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζεται από το σύστημα σαν Αριστερά – παρόλο που πλέον δεν είναι. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από την παγίδα της στυμμένης «λεομονόκουπας».
Η αστική τάξη «θυμωμένη» με τον Αλέξη Τσίπρα…
Ύστερα από την υπογραφή δύο μνημονίων (του τρίτου τον Αύγουστο του 2015 και ουσιαστικά του τέταρτου τώρα), ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει καταφέρει να γίνει αποδεκτός από την αστική τάξη σαν main stream συστημικός πολιτικός, ο δε ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να πάρει μια σαφή θέση στη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων: είναι Αριστερά, σοσιαλδημοκρατία ή κέντρο; Ενώ υπογράφει διαδοχικά μνημόνια, αντιμετωπίζεται σαν λατινοαμερικανική σοσιαλδημοκρατία και μάλιστα στη Δύση της.
Ενδεικτική ήταν η «υποδοχή» που του επιφύλαξε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) κ. Θεόδωρος Φέσσας από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΒ την Τετάρτη. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ μίλησε για «Ιδεοληπτικές νοοτροπίες που ταλανίζουν και διχάζουν την κοινωνία» και για «ταύτιση των μεταρρυθμίσεων με την αύξηση φόρων» και άσκησε σκληρή κριτική για λαϊκισμό και κρατισμό. Εν ολίγοις, ο κ. Φέσσας είπε στα «μούτρα» του κ. Τσίπρα ότι προτιμά ένα πρόγραμμα και μια κυβερνητική πολιτική σαν αυτά που πρεσβεύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης! Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός, ακριβώς επειδή πήρε το σαφές μήνυμα, αντεπιτέθηκε μιλώντας για «μικροπολιτική προπαγάνδα» και «ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα». Πιο εύγλωττη εικόνα ενός πρωθυπουργού (και ενός κόμματος) που δεν είναι αποδεκτό από την αστική τάξη, δεν θα μπορούσε να υπάρξει!
Την ίδια μέρα, οι προσπάθειες του κυβερνώντος κόμματος και δη του επιτελείου του Μαξίμου για απόκτηση μειζόνων ερεισμάτων στο χώρο των μίντια δέχθηκαν βαρύ πλήγμα με τα αποτελέσματα του πλειστηριασμού για τον ΔΟΛ, στον οποίο πλειοδότησε ο Βαγγέλης Μαρινάκης σε βάρος του εκλεκτού της κυβέρνησης Ιβάν Σαββίδη. Πλέον τον πρώτο λόγο στο MEGA, που είναι το «διαμάντι του στέμματος» στο χώρο των μίντια, τον έχουν οι Μαρινάκης και Βαρδινογιάννης. Ο δεύτερος εξ αυτών, «βαθιά αστική τάξη» και σημαντικός δείκτης των διαθέσεών της, φέρεται σφόδρα δυσαρεστημένος ου μην αλλά και εξοργισμένος με την κυβέρνηση…
Όλα αυτά είναι δείγματα των καιρών: η αστική τάξη όχι μόνο δεν είναι ευχαριστημένη από τον Αλέξη Τσίπρα, όχι μόνο δεν τον αντιμετωπίζει σαν αξιοσέβαστο συστημικό πρωθυπουργό, αλλά παρουσιάζεται ανοιχτά υπέρ της προοπτικής που επαγγέλλεται η αξιωματική αντιπολίτευση.
Η διαρκής «πρέσα» των δανειστών
Όμως, τα «βάσανα» του Αλέξη Τσίπρα δεν τελειώνουν εδώ, αφού οι δανειστές είναι φανερό ότι έχουν επιλέξει μια τακτική να κρατούν αμείωτη την πίεση των διαρκών απαιτήσεων – μια πραγματική πρέσα για την κυβέρνηση, που δεν μπορεί να βρει «ωφέλιμο χρόνο» σχετικής ηρεμίας ώστε να σχεδιάσει κάποιου είδους ανάκαμψη. Ήδη τις τελευταίες μέρες, το «τροπάρι» των Ευρωπαίων δανειστών εστιάζει σε… αντικυβερνητικές αιχμές, όπως ότι το ζήτημα δεν είναι η ρύθμιση του χρέους, αλλά οι μεταρρυθμίσεις και η περιβόητη «κυριότητα του προγράμματος». Το μήνυμα είναι σαφές: τα ψηφίζετε χωρίς να τα πιστεύετε και, υπ’ αυτούς τους όρους, δεν έχουμε καμία εγγύηση για τις μεταρρυθμίσεις, άρα η μόνη εγγύηση είναι να σας έχουμε διαρκώς στην πρέσα…
Αυτή η διαρκής «πρέσα» απειλεί το μεγάλο όνειρο του Αλέξη Τσίπρα: να περάσει τον «κάβο» της αξιολόγησης ώστε να κερδίσει ωφέλιμο πολιτικό χρόνο ενάμιση χρόνου για να σχεδιάσει σχετικά απερίσπαστος κινήσεις ανάκαμψης. Ήδη συζητείται ότι το ΔΝΤ θα μείνει μέχρι να φύγει, χωρίς επί της ουσίας να συμμετάσχει ποτέ στο πρόγραμμα – σε αυτό παραπέμπει η «συμμετοχή» χωρίς χρηματοδότηση και στο πλαίσιο του Stand By Agreement, που ουσιαστικά σημαίνει «μένω συμβολικά για να φύγω λίγο αργότερα»…
Ο γράφων εξακολουθεί να πιστεύει ότι η φόρμουλα για να εκταμιευτούν τα χρήματα της δόσης θα βρεθεί και ότι τα σενάρια, αλλά είναι πλέον φανερό ότι ο χρόνος μέχρι τα μέσα του 2018 (οπότε λήγει το πρόγραμμα) είναι «δηλητηριασμένος». Η ένταση θα παραμείνει, το δε ορόσημο του 2018 θα πάρει περισσότερο τα χαρακτηριστικά του «φόβητρου» για νέες δυσμενείς εξελίξεις («κλείδωμα» πλεονασμάτων μέχρι το 2060 και υπαγωγή στον ESM, για τα οποία έχουμε μιλήσει αναλυτικά) παρά της εξόδου από το «τούνελ».
Πώς αντιδρά ένας «μελλοθάνατος»;
Όπως πάνε τα πράγματα, ο Αλέξης Τσίπρας μοιάζει με πολιτικό «μελλοθάνατο», του οποίου η πορεία προς την πολιτική αγχόνη είναι προδιαγεγραμμένη. Διαρκώς πλευροκοπούμενος, διαρκώς υπό ασφυκτική πίεση, χωρίς «ανάσα» και πραγματικά ωφέλιμο πολιτικό χρόνο, με την αστική τάξη και τους δανειστές να μην τον εμπιστεύονται και να του βγάζουν διαρκώς «κίτρινες κάρτες», το μόνο που μπορεί να περιέχει το μέλλον είναι η «κόκκινη κάρτα» και η «αποβολή»…
Το ερώτημα είναι πώς αντιδρά ένας «πολιτικός μελλοθάνατος»; Μέχρι τώρα,στους δύο σημαντικούς «κάβους» που πέρασε, ο Αλέξης Τσίπρας αντέδρασε με φυγή προς τα μπρος. Υιοθέτησε τις μνημονιακές πολιτικές και ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίστηκε προς το κέντρο. Όμως απομένει μια κρίσιμη μετατόπιση που δεν είναι καθόλου εύκολη, ιδιαίτερα υπό τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί: να αποκτήσει πραγματικά την «κυριότητα» των μνημονιακών πολιτικών και όχι να τις ψηφίζει πιεζόμενος και υποσχόμενος διαρκώς αντίμετρα. Σε επίπεδο προγράμματος, αυτό θα σήμαινε να υποχωρήσει στην πίεση να αλλάξει το μίγμα της μνημονιακής πολιτικής: περισσότερες περικοπές στο ευρύτερο Δημόσιο και λιγότεροι φόροι. Να υιοθετήσει δηλαδή τον κεντρικό άξονα του προγράμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης! Στη βάση αυτή, θα έπρεπε να κάνει την αποφασιστική μετατόπιση προς το πολιτικό κέντρο, που θα ισοδυναμούσε με ένα νέο, «βίαιο» μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα τύπου Ρέντσι ή Μακρόν.
Είναι πασιφανές ότι μ ια τέτοια επιλογή θα είναι «αιματηρή». Σημαίνει σκληρά ξεκαθαρίσματα στο κόμμα, στους συνεργάτες, στις τακτικές επιβίωσης στο σύστημα εξουσίας. Γίνεται ακόμη πιο δύσκολη όταν γίνεται υπό το διαρκές «σφυροκόπημα» τόσο της αστικής τάξης όσο και των δανειστών. Ο Αλέξης Τσίπρας χρειάζεται σοβαρούς συστημικούς συνεργάτες -και «πλάτες»- εντός και εκτός των τειχών για να το πετύχει, ακόμη και για να το διανοηθεί… Διότι είναι πολύ πιθανόν να το επιχειρήσει και παρ’ όλα αυτά να μην αποφύγει την «αποβολή» – και μάλιστα να «αποβληθεί» σαν να ήταν «μπολσεβίκος» ενώ θα είχε όλη τη διάθεση να είναι ένας Έλληνας Μακρόν…
Υπάρχει βέβαια και η άλλη επιλογή: να προσπαθήσει να βρει ερείσματα και τη θέση του στο αστικό πολιτικό σύστημα και σύστημα εξουσίας με εξ εφόδου τακτικές και κλείνοντας διαρκώς το μάτι στα κομματικά και εκλογικά ακροατήρια ότι «κάνουμε πράγματα που δε θέλουμε μέχρι να έρθει η ώρα – που δεν έρχεται ποτέ- να μην είμαστε αναγκασμένοι να τα κάνουμε». Αυτή η τακτική όμως έχει μια αντίφαση που είναι στα όρια της έκρηξης: δεν μπορείς να «κατακτήσεις» εξ εφόδου το σύστημα εξουσίας, πρέπει να γίνεις αποδεκτός σε αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, ο Αλέξης Τσίπρας αντιμετωπίζει ένα σκληρό στρατηγικό δίλημμα. Είναι βέβαιο ότι θα ήθελε να γίνει ο «Έλληνας Μακρόν». Είναι όμως ταυτόχρονα εγκλωβισμένος στρατηγικά σε συνθήκες που είναι αμφίβολο να του επιτρέπουν να το πετύχει. Ίσως να μην του επιτρέπουν καν να το επιχειρήσει…