Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Η δυσκαμψία και η ανελαστική συμπεριφορά στην πολιτική, ιστορικά δεν αποτέλεσαν ποτέ ωφέλιμο σύμβουλο και αυτό δείχνει δειλά δειλά να το συμμερίζεται το χαλκέντερο Βερολίνο, που μέχρι χτές αντιμετώπιζε την Ελλάδα με πολιτική σκλήρυνση. Η πρόσφατη συνάντηση όμως του Αλέξη Τσίπρα με την Ανγκέλα Μέρκελ, «έσπασε» το ψυχρό κλίμα μεταξύ των δυο χωρών και διάνοιξε νέους ορίζοντες στην επίλυση του ελληνικού προβλήματος, με την επήνευση της κραταιάς στην Ευρωπαϊκή Ένωση Γερμανίας. Βεβαίως αυτό απογοήτευσε την Ομάδα Σαμαρά –Βενιζέλου και όσους άλλους ακόμα «παραδομένους» της εγχώριας πολιτικής μας σκηνής, προσδοκούσαν μια άτακτη υποχώρηση-ναυάγιο της ελληνικής πλευράς, προκειμένου να κάνουν come back στα πολιτικά μας δρώμενα. Αλλά αδυνατώντας να ερμηνεύσουν την καινούρια και ελπιδοφόρα δυναμική στις ελληνογερμανικές σχέσεις μετά το επιτυχές ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα, οι ανησυχούντες στην Αθήνα, δέν πρέπει επιπόλαια να προβαίνουν σε βεβιασμένες κρίσεις για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος.
Άνγκελα Μέρκελ και Αλέξης Τσίπρας, έσπασαν τον μέχρι χθές πάγο στην πορεία των διαπραγματεύσεων και διάνοιξαν με την αμοιβαία καλοπιστία τους, μια νεα ελπιδοφόρα προοπτική. Βεβαίως οι δυσκολίες παραμένουν μέχρι να φτάσουμε στην πολυθυπόθητη λύση της διευθέτησης του ελληνικού χρέους, έγινε ωστόσο ένα μεγάλο βήμα αφενός μεν οικοδόμησης εμπιστοσύνης στους δυο ηγέτες, αφετέρου αμοιβαίας κατανόησης, των βαθύτατα πολιτικά παραμέτρων που στοιχειοθετούν το ελληνικό πρόβλημα. Ο Αλέξης Τσίπρας προσήλθε με αξιοπρέπεια στη συνάντηση με την Άνγκελα Μέρκελ, όχι ως επαίτης, αλλά ως ευρωπαίος ηγέτης που αποζητά λύση σε ένα καίριο ευρωπαϊκό πρόβλημα, το οποίο εγκυμονεί κινδύνους με την δύσκολη τροπή που έχει πάρει – αν δεν λυθεί – για την πολιτική ενότητα και την νομισματική ύπαρξη της ευρωπαϊκής οικογένειας. Παράλληλα και σε αντιδιαστολή με ότι μέχρι χθές έκανε η παραδομένη πολιτικά ομάδα των Σαμαρά-Βενιζέλου, επεσήμανε όλα τα αγκάθια που δυσχεραίνουν την ελληνογερμανική συνεργασία και ναρκοθετούν συνάμα την πολιτική ακεραίωση της Ευρώπης. Σ΄αυτό το πλαίσιο επιβάλλεται να κατανοήσει η γερμανική πλευρά, πως δεν μπορεί απο την μια να αξιώνει την καταπολέμηση της διαφθοράς απο την ελληνική κυβέρνηση και απο την άλλη, να μην υποβοηθά την κάθαρση στο μέγα σκάνδαλο της Siemens. Στρέβλωση που με θάρρος και σθένος έθεσε στην Άνγκελα Μέρκελ ο έλληνας πρωθυπουργός, όταν ο προκάτοχός του Αντώνης Σαμαράς, δεν είχε αποτολμήσει ποτέ να ψιθυρίσει. Προφανώς γιατί τυχόν διαλεύκανση του σκανδάλου Siemens, θα έφερε σε δυσχερή θέση πολλά στελέχη της καταρρέουσας και ηθικά φθαρμένης προηγούμενης πολιτικής μας σκηνής.
Συνακόλουθα ο Αλέξης Τσίπρας υπέμνησε στην γερμανίδα καγκελάριο, το μείζον θέμα των γερμανικών επανορθώσεων και του οφειλομένου κατοχικού δανείου. Υπόμνηση που έγινε για πρώτη φορά απο έλληνα πρωθυπουργό, όχι δίκην ενός αντισταθμιστικού σε επίπεδο επιχειρημάτων «εκβιασμού», αλλά για να τονίσει στην Άνγκελα Μέρκελ την μεγάλη οφειλή της Γερμανίας, έναντι της Ελλάδος και της ηθικής νομιμότητας στην Ιστορία. Σ΄αυτό το μήκος κύμματος το αναπάντεχο δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού κύρους «Spiegel» έδειξε, ότι υπάρχουν ευήκοοα ώττα στην κραταιά σήμερα Γερμανία, που αναγνωρίζουν την ιστορική της οφειλή απέναντι στην Ελλάδα, τονίζοντας παράλληλα τον κίνδυνο να οδηγηθεί η Γερμανία σε μια στείρα συμπεριφορά αυτοκρατορικής ισχύος, που θα είναι ξένη και θα αντιστρατεύεται το κοινό όραμα των ευρωπαϊκών λαών, για την Ευρώπη της συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Και το βασικότερο όλων, ο έλληνας πρωθυπουργός τόνισε μετ΄επιτάσεως στην γερμανίδα καγκελάριο, ότι το μνημόνιο απέτυχε παταγωδώς, οδήγησε τον ελληνικό λαό στην φτώχεια και την εξαθλίωση και δεν αποτελεί «ιστορία επιτυχίας» !!! Επομένως πρέπει να αλλάξει άρδην δραστικά, με την υιοθέτηση ενός νέου μείγματος πολιτικής, που θα εστιάζει στην ανάπτυξη και θα τονώνει τις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις, που θανάσιμα επλήγησαν απο τις μνημονιακές πολιτικές.
Είναι προφανές λοιπόν, ότι η συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με την γερμανίδα καγελάριο, με αμοιβαίο πνεύμα σύνεσης και πολιτικής φρόνησης απο τις δυο πλευρές, διανοίγει νέους ελπιδοφόρους ορίζοντες στην επίλυση του ελληνικού προβλήματος. Σαφώς και οι κρίσιμες και καθοριστικές αποφάσεις, θα ληφθούν στο Eurogroup, αλλά είναι μείζονος σημασίας, το υπόστρωμα που έχει καλλιεργηθεί, όπως και οι προτάσεις, με τις οποίες θα προσέλθει σ΄αυτό η ελληνική πλευρά, αντίπερα στην άνευ όρων παράδοση μέχρι χθές, των απαξιωμένων πολιτικά Σαμαρά-Βενιζέλου.
Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επεξεργάζεται ένα εύτολμο και κοινωνικά δίκαιο πακέτο μεταρρυθμίσεων, που θα δώσει δυναμική ώθηση στην ανάπτυξη και θα συνδράμει τη χώρα να παρακολουθήσει το γοργό ευρωπαϊκό βηματισμό. Είναι παράλληλα σαφές όμως, ότι επουδενί λόγω θα υπογράψει ένα νέο μνημόνιο, μήτε θα προβεί σε νέες κοινωνικά επαχθείς μειώσεις συντάξεων και μισθών. Ζητούμενο μέσα στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικογένειας, είναι να εξευρεθεί μια έντιμη και συνετή λύση για το ελληνικό χρέος, που θα υποβοηθά την αναπτυξιακή ανασυγκρότηση της χώρας και θα καθιστα αυτό βιώσιμο.