Γράφει ο Δημήτρης Κατσαρός
Τη νύχτα που ο ΣΥΡΙΖΑ ανακηρύχτηκε νικητής των εκλογών, βρέθηκα να συνομιλώ με απεσταλμένο δημοσιογράφο από την Ιερουσαλήμ, ο οποίος όταν αναφέρθηκα στις δυσκολίες που πρόκειται να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση μου απάντησε με ευκολία, ότι θα έχουμε πάντα τους Ρώσους. Εξέφραζε ουσιαστικά ένα μύθευμα που συντηρείται στη σύγχρονη κοινωνία σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που συντηρούνται οι θρύλοι. Μάλιστα θεωρούσε ότι η βοήθεια από τους Ρώσους θα μπορούσε να έρθει ακόμη και αν δεν εξυπηρετούνταν συγκεκριμένα Ρωσικά συμφέροντα αλλά μόνο ίσως ορμώμενη από την αδελφοσύνη μεταξύ των δύο λαών.
Δε θα πρέπει να συνδέουμε τέτοια ιδεολογήματα με τις εξελίξεις στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Οι ευρωπαϊκές κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία είχαν ως τώρα πολύ αρνητικές συνέπειες για τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και ευρωπαϊκών χωρών και έχουν ζημιώσει πολύ σοβαρά τις οικονομίες χωρών όπως το Βέλγιο και η Γαλλία. Αποτέλεσαν γερό χτύπημα και για την ελληνική αγροτική παραγωγή και τουριστική βιομηχανία. Όμως προφανώς πρόκειται για μια κατάσταση που δεν μπορούμε να αποφύγουμε.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς δηλώνει «φρίκη». Αυτό μάλλον τους ήρθε πολύ ξαφνικό καταλαβαίνουμε εμείς, αφού όπως και ο ίδιος επισημαίνει «Αυτό το θέμα δεν έπαιξε κανέναν ρόλο κατά την προεκλογική περίοδο. Οι Έλληνες έχουν εντελώς διαφορετικές έννοιες. Έννοιες για την καθημερινότητά τους, έννοιες για την παιδεία των παιδιών τους, για θέσεις εργασίας για τους νέους – υπάρχουν περιοχές όπου 50% των νέων είναι άνεργοι – , έχουν έννοιες για το εισόδημά τους, για τις συντάξεις τους. Αυτά είναι τα θέματα για τα οποία θα έπρεπε να συζητήσουμε μαζί του».
Γιατί όμως κόπτεται τόσο ο κύριος Σούλτς για το αν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, ασχολήθηκαν με το θέμα και μάλιστα έρχεται σήμερα έξαλλος να συζητήσει με τον Τσίπρα; Η απάντηση βρίσκεται πάλι στα λεγόμενά του «Θέλω να το πω ανοιχτά, είδα με φρίκη ότι η Ελλάδα εγκατέλειψε σήμερα την κοινή θέση της ΕΕ για την Ρωσία. Πραγματικά εξεπλάγην». Και είναι αλήθεια ότι στα λόγια του δεν κρύβεται ούτε η έκπληξη ούτε ο θυμός. «Πιστεύω ότι αυτό δεν γίνεται. Θα πρέπει να μιλήσουμε με τον κ. Τσίπρα και αυτό θα κάνω αύριο και πιστεύω ότι θα το κάνουν και άλλοι τις επόμενες μέρες. Η κυβέρνηση έχει αναλάβει εδώ και δύο μέρες, δεν πιστεύω ότι αυτή η κυβέρνηση είναι ακόμη ‘στις ράγες’, αλλά ακόμη ψάχνεται. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που ταξιδεύω εκεί. Θέλω να μιλήσω με τον Αλέξη Τσίπρα και για το τι περιμένει εκείνος από την ΕΕ. Αλλά θα του πω επίσης τι περιμένουμε και εμείς από εκείνον. Και θα του πω αύριο ότι μοναχικοί δρόμοι στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν θα είναι αυτό που θα τον βοηθήσει» είπε μεταξύ άλλων εχθές ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου.
Δε θέλω να υπερεκτιμήσω τη στρατηγική ικανότητα της νέας κυβέρνησης. Όμως τα ενδεχόμενα είναι δύο. Είτε πετάχτηκαν πάλι αφελώς ξανά δηλώσεις στον αέρα, τις οποίες θα σπεύσουν άμεσα να μαζέψουν, είτε σκοπίμως η κυβέρνηση διαχώρισε τη θέση της για τις κυρώσεις λίγο πριν την έναρξη του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ (όπου θα συμμετέχει ο υπουργός Νίκος Κοτζιάς) και την επίσκεψη του Μάρτιν Σουλτς στην Αθήνα, για να στείλει έμμεσο μήνυμα προς τους εταίρους. Μήνυμα να βάλλουν πλάτη όσο μπορούν στις επιδιώξεις της νέας κυβέρνησης για τα ζητήματα που αφορούν το ελληνικό πρόβλημα, προκειμένου η Ελλάδα να υποχωρήσει στο ζήτημα των κυρώσεων. Αυτό πάντως που απόλαυσα ομολογώ ήταν ότι μόλις τέθηκε ένα ζήτημα που δημιουργεί πρόβλημα στην ενιαία ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, ο κ Σουλτς θυμήθηκε πως «υπάρχουν περιοχές (στην Ελλάδα) όπου 50% των νέων είναι άνεργοι – , έχουν έννοιες για το εισόδημά τους, για τις συντάξεις τους».