Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Εδώ και περίπου πέντε μήνες η νέα συγκυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ) προσπαθεί να κάνει τον λεγόμενο έντιμο συμβιβασμό. Με μία σύντομη αναδρομή γίνεται αντιληπτό πως η Κυβέρνηση ακόμα δεν έχει βρει άκρη για τα μέτρα – μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να εκταμιευθούν τα χρήματα της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου που έγινε δεκτή μετά βαΐων και κλάδων γιατί πλέον δεν θα ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό φανερή η επιρροή της τρόικας στα οικονομικά της Ελλάδας.
Παρόλα αυτά χρήματα από αυτήν την συμφωνία δεν έχουν εκταμιευθεί, η αγορά βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση και η ρευστότητα των τραπεζών εξασθενεί μέρα με την ημέρα. Όλα αυτά θα έπρεπε να έχουν κάνει την Κυβέρνηση να επισπεύσει τις διαδικασίες. Το στοίχημα είναι πλέον μεγάλο, διότι πρέπει να βρεθεί λύση – πακέτο, όπως συχνά ονομάζεται, που θα περιλαμβάνει την διαπραγμάτευση για το χρέος, την ελάφρυνση των φόρων που επιδιώκει η Κυβέρνηση, την αύξηση της ρευστότητας από την πλευρά της ΕΚΤ και την χρηματοδότηση από την ΕΕ στο πλαίσιο ενός νέου προγράμματος.
Μέχρι τώρα οι ενστάσεις της Κυβέρνησης βρίσκονται σε δύο καίρια σημεία.
Το πρώτο είναι πως αρκετά στελέχη της Κυβέρνησης θεωρούν πως ο Ντράγκι κάνει λάθος να περιορίζει την ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών και να μην δίνεται η δυνατότητα στις τράπεζες να εκδίδουν έντοκα γραμμάτια για να μπορέσει να εισρεύσει χρήμα και πάλι στη ελληνική αγορά. Βέβαια εδώ αξίζει να σημειωθεί πως ο κεντρικός τραπεζίτης δεν έχει αυτήν την δυνατότητα αν πρώτα δεν πάρει εντολή από τους Υπουργούς του Eurogroup ότι βρίσκονται κοντά σε μία συμφωνία, διότι μόνο έτσι μπορεί να ισχύσει η δέσμευση της Ελλάδας για επιστροφή των χρημάτων που έχει δανειστεί.
Το δεύτερο σημείο είναι το παράπονο ότι οι ευρωπαϊκές αρχές παρεμβαίνουν στα εσωτερικά της χώρας με διάφορες δηλώσεις και δημοσιεύματα κάτι το οποίο είναι σωστό αν και πρέπει να σημειωθεί πως η στάση της Κυβέρνησης και ιδιαίτερα κάποιων στελεχών της τραβάει τα βλέμματα της δημοσιότητας με άσχημο τρόπο με αποτέλεσμα να χάνεται η αξιοπιστία των στελεχών αυτών, ακόμα και αν έχουν κάνει καλή δουλειά.
Ένα παράδειγμα είναι η παραδοχή του Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη πως έχει καταγράψει την κλειστή συνεδρίαση των Υπουργών Οικονομικών στην Ρίγα, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου αποδεκτό από τους υπόλοιπους και συνιστά σοβαρό πλήγμα για την Κυβέρνηση και την διαπραγματευτική της δυνατότητα, διότι χάνεται η επαφή με τους υπόλοιπους αντιπροσώπους λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης.
Μάλιστα ο ίδιος έχει δηλώσει τα ακόλουθα που είναι δείγματα που σίγουρα δεν θα πρέπει να δημοσιεύονται: «Όπως είπα στον Άντριου Μαρ (σ.σ τον δημοσιογράφο το BBC στον οποίο παραχώρησε συνέντευξη), με εξαίρεση λεπτών, συχνά καταγράφω τις παρεμβάσεις και απαντήσεις στο κινητό μου τηλέφωνο, ειδικά όταν αυτοσχεδιάζω. Ο σκοπός είναι, φυσικά, να μπορώ να ανακαλώ τις ακριβείς μου φράσεις, και συνακόλουθα, να ενημερώνω τον πρωθυπουργό, το υπουργικό συμβούλιο, τη Βουλή κτλ. για ό,τι ακριβώς είπα. Έπραξα το ίδιο στη σύσκεψη του Eurogroup της Ρίγας, και έπειτα, όταν επέστρεψα στην Αθήνα, χρησιμοποίησα την ηχογράφηση ώστε να εργαστώ για την ενημέρωση των συναδέλφων μου…».
Τέλος, ένα άλλο βασικό ζήτημα που βάζουν οι εταίροι είναι κάτι που είχαν βάλει και στον Αντώνη Σαμαρά. Προσπαθούν να δουν αν όντως ο σημερινός Πρωθυπουργός έχει την δυνατότητα να κάμψει τις αντιδράσεις του κόμματος του και να εγκρίνει μία συμφωνία που θα έχει και επώδυνα μέτρα. Αν τυχόν χάσει την δεδηλωμένη στην προσπάθεια για επίτευξη της συμφωνίας τότε θα πρέπει να ζητήσει και πάλι νέα εντολή κάτι που είναι καταστροφικό για τη χώρα και θα την εντάξει σε φαύλο κύκλο.
Το πολιτικό δίλημμα είχε τεθεί πριν πέντε μήνες και στον Αντώνη Σαμαρά, καθώς οι εταίροι έβλεπαν πως ο νυν Πρωθυπουργός είχε ανέβει τόσο ώστε να μην μπορέσει ο αρχηγός της ΝΔ να αποφύγει τις εκλογές που θα τις έχανε λόγω των μέτρων που είχε αναγκαστεί να πάρει. Και πάλι δεν δέχονταν οι εταίροι να προχωρήσουν σε συμφωνία αν δεν υπήρχε πολιτική σταθερότητα κάτι που στην χώρα μας δυστυχώς είναι υπερβολικά δύσκολο.
Μήπως και οι δύο περιπτώσεις έχουν αρκετές ομοιότητες. Μήπως η ιστορία του Δεκεμβρίου επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς όρους. Αυτά είναι κάποια ερωτήματα που δημιουργούνται όταν παρακολουθεί κανείς τις κινήσεις και των δύο Κυβερνήσεων, και εκεί δυστυχώς η χώρα βρίσκεται στην μέση χωρίς να υπάρχει μία ενωτική προδιάθεση που θα μπορούσε να δώσει την κατάλληλη ώθηση για να υπάρξει μία οριστική λύση.