Ο πρόεδρος του κόμματος, Αλέξης Τσίπρας, συναντήθηκε με τον Γιώργο Καββαθά, πρόεδρο της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) και με τον Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, πρόεδρο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (ΚΕΕΕ).
Ο Αλ. Τσίπρας εξέφρασε αρχικά την άποψη ότι «η οικονομία βρίσκεται σε τέλμα, παρά τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης», απαριθμώντας χαρακτηριστικά: Το άλμα στο εμπορικό ισοζύγιο, το τεράστιο κύμα ακρίβειας που πλήττει και τα νοικοκυριά αλλά και τις επιχειρήσεις και τη «δομική αδυναμία χρηματοδότησης της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, που αποτελούν το 95% του ελληνικού επιχειρείν».
Αναφερόμενος στη «νέα αρχή» για την οικονομία που πρότεινε από τη Θεσσαλονίκη, τόνισε ότι αυτή περνάει από «την ενίσχυση των ΜμΕ».
Αντιθέτως, σχολίασε ότι η πολιτική της κυβέρνησης «κινείται στην πεπατημένη» και «αρνείται ριζοσπαστικές τομές» που θα αποτελούσαν «ανάσα» για τις επιχειρήσεις αυτές.
Όπως υποστήριξε, η κυβέρνηση σχεδιάζει το Ταμείο Ανάκαμψης με τρόπο που στην ουσία αφήνει απέξω από τη χρηματοδότηση των συστημικών τραπεζών την πλειονότητα των επιχειρήσεων, καθώς θεωρούνται «αναξιόχρεες» και επομένως η «μόνη στρατηγική είναι η προοπτική των συγχωνεύσεων ή λουκέτο για τις ΜμΕ». «Εμείς τη θεωρούμε λανθασμένη στρατηγική» υπογράμμισε και αναφέρθηκε εν συντομία στις «ριζοσπαστικές», εναλλακτικές λύσεις που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, δηλαδή τη διαγραφή του 40-60% των χρεών που δημιουργήθηκαν στην πανδημία, τον ανασχεδιασμό των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και την αξιοποίηση της Αναπτυξιακής Τράπεζας προς όφελος των ΜμΕ, παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, όπως μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα στα κατώτατα επιτρεπτά όρια, τη μεταρρύθμιση του πτωχευτικού κώδικα, που σήμερα αίρει το καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας και την κατάργηση του «παράλογου» τέλους επιτηδεύματος.
Κλείνοντας, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ζήτησε από τους συνομιλητές τους να τοποθετηθούν επί των προτάσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισημαίνοντας ότι το 1/3 των επιχειρήσεων αυτήν τη στιγμή βρίσκονται «μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας».
Ο κ. Χατζηθεοδοσίου από το ΚΕΕΕ, σημείωσε ότι άκουσε με «μεγάλη ανακούφιση» τις εν λόγω προτάσεις, κάνοντας λόγο για μέτρα που συζητιούνται χρόνια αλλά δεν εφαρμόζονται.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ακρίβεια, υπογράμμισε ότι αν δεν υπάρξει παρέμβαση από την Πολιτεία, στο άμεσο μέλλον θα δούμε πολύ μεγάλες αυξήσεις που δεν θα μπορέσουν να απορροφήσουν οι επιχειρήσεις και θα μετακυλιστούν στους πολίτες, ενώ σχετικά με τα χρέη, προειδοποίησε για «αφανισμό» της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, καθώς αν παραμείνουν ως έχουν δεν θα είναι δυνατή η αποπληρωμή τους και θα επιβιώσουν μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις. Τέλος, για το Ταμείο Ανάκαμψης και την έλλειψη ρευστότητας προς τις ΜμΕ, σημείωσε πως «η ίδια η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών αναφέρει πως το 85% των επιχειρήσεων δεν μπορούν να πάρουν καμία μορφή δανεισμού». Υπενθύμισε ενδεικτικά, πως το 2020 «μόλις 40.000 επιχειρήσεις από τις 840.000 μπόρεσαν να πάρουν κάποια μορφή δανεισμού». Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ, τόνισε την ανάγκη να δώσει το κράτος εγγυήσεις προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό οι ΜμΕ και συνόψισε πως πρόκειται «για πολιτική απόφαση να μιλάμε για μια οικονομία που θα ελέγχεται από τις μεγάλες επιχειρήσεις».
Στο ιδιωτικό χρέος από την πανδημία που αποτελεί «μεγάλο βαρίδι» για τις επιχειρήσεις και έρχεται να προστεθεί στα προηγούμενα, ξεπερνώντας τα 260 δισ. Ευρώ, αναφέρθηκε πρώτα ο κ. Καββαθάς, παίρνοντας τον λόγο. Ο ίδιος έκανε αναφορά και στις εργατικές σχέσεις και εξέφρασε την πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ, ότι «φτωχοί εργαζόμενοι, σημαίνει φτωχή οικονομία». Πρόσθεσε, μάλιστα, πως ο εν λόγω οργανισμός επιθυμεί την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στους κοινωνικούς εταίρους και όχι στα χέρια των κυβερνήσεων.
Ως «τεράστιο θέμα» χαρακτήρισε το νέο πτωχευτικό δίκαιο για «την οικονομία και την κοινωνική συνοχή», κάνοντας λόγο για «ψευδεπίγραφη δεύτερη ευκαιρία».
Σχετικά με τις ανατιμήσεις, ανέφερε ότι περίμενε από τον πρωθυπουργό «ουσιαστική παρέμβαση για τη μείωση των ειδικών φόρων» και τόνισε την ανάγκη για μια «γενναία μείωση του ΦΠΑ» προκειμένου να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να «ισορροπήσουν».
Τέλος, αναφέρθηκε στις εταιρείες παροχής ενέργειας, υποστηρίζοντας πως ενώ έχουν «υπερκέρδη», δεν υπάρχει καμία υπουργική απόφαση που να δίνει έστω «κατευθυντήριες γραμμές» ενόψει των ανατιμήσεων.
Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ