Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
O Αλέξης Τσίπρας σε λίγες ώρες θα βρεθεί στον Λευκό Οίκο με τον αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και θα έχει αυτό που σε άπταιστα ελληνικά λέμε “photo opportunity”. Οπότε θα τον δούμε να φωτογραφίζεται χαμογελαστός, τουλάχιστον αν δεν κάνει ο Τραμπ κανένα άγαρμπο αστείο. Ωστόσο, πέρα από τις φωτογραφίες και τα χαμόγελα που είναι καλά για τις βραδινές ειδήσεις στην ΕΡΤ, τι άλλο μπορούμε ν’ αναμένουμε;
Κι ο Ομπάμα ήρθε και μας είπε τα καλύτερα. Ομοίως κι ο Μακρόν στο όραμά του για την Ευρώπη είχε μόνον καλά λόγια για την Ελλάδα. Αλλά με «ευχές» και «συμπάθεια» δεν κάνεις πολιτική, κάνεις επικοινωνιακή διαχείριση. Όμως η Ελλάδα έχει ανάγκη από πολιτικές κι αποτελέσματα.
«Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού θα είναι επιτυχής, εξαιτίας της στενής σχέσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Ελλάδας και του πόσο στενά τα συμφέροντά μας ευθυγραμμίζονται στις παγκόσμιες υποθέσεις» , είπε ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ, στη συνέντευξη που παραχώρησε προς εβδομαδιαία ελληνοαμερικανική εφημερίδα, λίγο πριν φτάσει στις ΗΠΑ ο Αλέξης Τσίπρας.
Ο Πάιατ είναι εξαιρετικά σοβαρός διπλωμάτης και δεν θα έκανε μια τέτοια δημόσια εκτίμηση, αν δεν υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για να βγει αληθινή. Αλλά ο αμερικανός πρέσβης εκφράζει πρωτίστως – και πολύ σωστά – τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Πράγματι λοιπόν έχει ενισχυθεί ο ρόλος της Ελλάδας στην περιφερειακή σταθερότητα που ενδιαφέρει άμεσα τις ΗΠΑ, όχι γιατί έκανε κάτι η Ελλάδα αλλά γιατί ο Ερντογάν «έχει απασφαλίσει» και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πώς ξημερώνει κάθε μέρα στην Τουρκία.
Προκειμένου να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διασφαλίσουν μία συμφωνία μακράς πνοής για τη βάση της Σούδας που έχει κρίσιμη σημασία για την στρατιωτική παρουσία τους. Ομοίως επιδιώκουν και αναβάθμιση της αμυντικής συνεργασίας ΗΠΑ – Ελλάδας, με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό για νέα εξοπλιστικά προγράμματα στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Επίσης, ζητούν την διαφοροποίηση των πηγών και των διόδων ενέργειας, ώστε να μην υπάρχουν μονομερείς εξαρτήσεις από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Και τα τρία ζητήματα που θέτουν οι Αμερικανοί στο πλαίσιο μιας κατ’ ουσία διακρατικής διαπραγμάτευσης, θα τα πάρουν. Το ζήτημα είναι τι θα δώσουν ή πιο σωστά τι ζητάει να πάρει η ελληνική πλευρά στο ίδιο πλαίσιο διακρατικής διαπραγμάτευσης.
Φοβάμαι πως η ελληνική πλευρά δεν έχει μάθει να ζητάει. Δεν κάνει διακρατική διαπραγμάτευση αλλά επιδιώκει την άσκηση της επιρροής των ΗΠΑ για ζητήματα που την καίνε. Ωστόσο είναι ψευδαίσθηση πως όλο το «πακέτο» των εθνικών μας θεμάτων ( Αιγαίο, Κύπρος, Σκόπια, Αλβανία) μπορεί να βρει λύση εδώ και τώρα. Είναι ακανθώδη και χρονίζοντα ζητήματα που δεν θα λυθούν ως δια μαγείας μόνο και μόνο επειδή ο Ερντογάν έχει χάσει το μέτρο.
Τι μένει; Η άσκηση της επιρροής των ΗΠΑ στο ΔΝΤ για να ξεκαθαρίσει τη στάση του και να μη δημιουργεί αβεβαιότητες για τη λήξη του ελληνικού προγράμματος, το οποίο επιδιώκει ως αφήγημα επιτυχίας η ελληνική κυβέρνηση.
Ωστόσο και σ’ αυτό το ζήτημα οι ΗΠΑ – και πολύ περισσότερο η διακυβέρνηση Τραμπ – δείχνουν απροθυμία στο να ξοδέψουν κεφάλαιο επιρροής, σε μια υπόθεση μάλιστα που την αντιλαμβάνονται ως ζήτημα που πρέπει να επιλύσουν οι Ευρωπαίοι με το ΔΝΤ.
Όσο λοιπόν η ατζέντα των ελληνικών αιτημάτων αφορά σε ζητήματα άσκησης επιρροής των ΗΠΑ, η ανταπόκριση περιορίζεται μόνον σε «καλά λόγια». Είναι καιρός να συνειδητοποιηθεί ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η Ουάσιγκτον κι αυτά που ζητάει η ελληνική πλευρά να έχουν διακρατικό χαρακτήρα, αποφάσεις δηλαδή που μπορούν να πάρουν μόνες τους οι ΗΠΑ.
Στην πραγματικότητα, ένα ζήτημα έχει η ελληνική κυβέρνηση που μπορεί να βάλει στο «κάδρο» των διακρατικών σχέσεων. Την επιστροφή της στις αγορές. Κι είναι το πιο σημαντικό. Διότι μόνον η επιστροφή στις αγορές θα επιτρέψει και το αναπτυξιακό «μπουμ» της ελληνικής οικονομίας. Οι ΗΠΑ μπορούν, οι ίδιες και χωρίς μεσολάβηση άλλου, να βοηθήσουν έμπρακτα σε αυτή την κατεύθυνση.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να ζητηθεί από ελληνικής πλευράς είναι η οργάνωση επίσκεψης στην Αθήνα της επικεφαλής της Fed κ. Janet Yellen, την οποία θα συνοδεύουν αμερικανικά funds, με αποκλειστικό αντικείμενο τη στήριξη της επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές.
O Τραμπ ξέρει κι από οικονομία κι από επιχειρήσεις. Ξέρει το ρόλο της ψυχολογίας. Αλλά δεν θα μας δώσει αυτός τις λύσεις, αν δεν είμαστε εμείς προετοιμασμένοι σωστά για να τις ζητήσουμε. Οπότε σ’ αυτή την περίπτωση, θ’ ακούσουμε το πολύ – πολύ κανένα «Keep up the good work, Alexis» κι όλα θα τελειώσουν εκεί. Θα έχουμε δώσει ό,τι μας ζητήθηκε (και πολύ σωστά) αλλά δεν θα έχουμε πάρει τίποτα που να αλλάζει έμπρακτα τα δεδομένα στη χώρα. Κι αυτό θα είναι στρατηγικό λάθος.