Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα φαίνεται πως βρίσκεται στη δυσκολότερη καμπή της. Οι δημοσκοπήσεις μπορεί να μην προβλέπουν εκλογικό αποτέλεσμα – κι αυτό πρέπει να είναι σαφές σε όλους – αποτελούν ωστόσο ένα εργαλείο για να αποτυπωθεί η κυρίαρχη τάση που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην κοινωνία.
Οι 12,5 ποσοστιαίες μονάδες που έχει προβάδισμα η ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου στη χθεσινοβραδινή δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για λογαριασμό του ΣΚΑΪ, είναι ένα ηχηρό καμπανάκι για τη δυσαρέσκεια και την κόπωση της κοινωνίας από την κυβερνητική πολιτική και την άποψη που αρχίζει πλέον να εδραιώνεται πως ό,τι είχε να δώσει αυτή η κυβέρνηση το έδωσε.
Λογικά είναι η στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας καλείται εκ των πραγμάτων να πάρει πολιτικές πρωτοβουλίες και ήδη υπάρχουν σχετικές πληροφορίες για τις επόμενες πολιτικές κινήσεις του τόσο σε επίπεδο κυβέρνησης, όσο και σε επίπεδο κόμματος. Αφενός θα επιδιώξει με έναν ευρύ ανασχηματισμό να εμφανίσει ένα ικανότερο κι αποτελεσματικότερο κυβερνητικό σχήμα επιχειρώντας να ανανεώσει το χρόνο παραμονής στην εξουσία, αφετέρου θα πάει στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ με μια ατζέντα «σοσιαλδημοκρατικοποίησης», εκτιμώντας πως είναι ο μόνος χώρος που μπορεί πλέον να σταθεί πολιτικά και ιδεολογικά, βοηθούντων και των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών που τον έχουν αγκαλιάσει όλο αυτό το διάστημα που βρίσκεται στην εξουσία.
Κι εδώ αρχίζουν τα όργανα! Διότι η σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ούτε κάτι απλό, ούτε κάτι εύκολο και οι αντιστάσεις που θα συναντήσει το εγχείρημα του Τσίπρα άρχισαν ήδη να φαίνονται. Όταν η «Κυριακάτικη Αυγή» δημοσιεύει δημοσκόπηση σύμφωνα με την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών (85%) πιστεύει ότι τα πράγματα στη χώρα πηγαίνουν προς τη λάθος κατεύθυνση, ένας στους δύο Έλληνες (51%) εκτιμά ότι μάλλον χρειάζεται να γίνουν εκλογές, ενώ κρίνουν πως καταλληλότερος πρωθυπουργός είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης με 42%, τότε θα πρέπει να εκληφθεί σαν ένα σαφές μήνυμα της κομματικής εφημερίδας προς τον ίδιο τον Τσίπρα. Σημειώστε παρακαλώ ότι μόνο από μια τελευταία ρανίδα «κομματικής ευαισθησίας» δεν δημοσιεύτηκε η πρόθεση ψήφου, καθώς είναι βέβαιο πως θα συμπεριλαμβανόταν στην έρευνα. Δεν δημοσιεύτηκε μόνο και μόνο για να μη χρεωθεί η εφημερίδα ανοιχτή υπονόμευση της κυβέρνησης και χαθεί το «ηθικό πλεονέκτημα» ενόψει της μεγάλης αναμέτρησης στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Προσωπικά απεχθάνομαι τη συνομωσιολογία και γι αυτό δεν θα ασχοληθώ αν πίσω από αυτή τη δημοσκόπηση είναι ο «πικραμένος» Νίκος Φίλης ή κάποια άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι αυτό το σημαντικό. Αυτό που διαφαίνεται είναι πως για μια μερίδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ – μένει να φανεί πόσο μεγάλη – ο χρόνος παραμονής στην εξουσία δημιουργεί μόνον φθορά και είναι κοινό μυστικό πως σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις κάποιοι από αυτούς λένε πως «αν συνεχίσουμε έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα γυρίσει το 4% αλλά στο 1,2% του ΚΚΕ εσωτερικού». Η τάση αυτή πιστεύει πως το καλύτερο που θα είχε να κάνει αυτή τη στιγμή ο Τσίπρας είναι να παραδώσει τα κλειδιά του Μαξίμου, διασώζοντας όσους περισσότερους από τους ψηφοφόρους του. Είναι η κλασσική μεταπολιτευτική αντίληψη «πρώτα το κόμμα». Στην τάση αυτή ευδοκιμεί και το σενάριο της «δεξιάς παρένθεσης», δηλαδή να πάρει την εξουσία ο Μητσοτάκης, να απογοητεύσει σύντομα κι ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας κρατήσει τον κύριο όγκο των δυνάμεών του να επανακάμψει πρωταγωνιστής. Πάνω κάτω ό,τι σκεφτόταν ο Σαμαράς, αλλά από την ανάποδη.
Ο Τσίπρας έχει αποδείξει πως είναι απρόβλεπτος πολιτικός. Έχει αποδείξει όμως πως μαθαίνει και γρήγορα. Ξέρει πως τα σενάρια επί χάρτου είναι γεμάτα από νοητικά άλματα και σχεδόν ποτέ δεν συμφωνούν με την πραγματικότητα. Γι αυτό και πιστεύω πως παρά τις σοβαρές κομματικές αντιστάσεις που θα συναντήσει, θα το πάει μέχρι το τέλος. Άλλωστε για να λέμε και την αλήθεια, ο Τσίπρας έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ αυτό που είναι και όχι το αντίθετο. Δεν έχει κανένα λόγο να συμβιβαστεί με πολιτικές αντιλήψεις που αναπαράγουν τις τόσο γνώριμες παθογένειες της μεταπολίτευσης.
Στο τέλος – τέλος, Τσίπρας χωρίς ΣΥΡΙΖΑ έχει πολιτικό μέλλον. ΣΥΡΙΖΑ χωρίς Τσίπρα δεν έχει κανένα. Και σε μια σχέση το «πάνω χέρι» έχει αυτός που ενδιαφέρεται λιγότερο γι αυτή.