«Τζακ» είναι ιδιότητα, δεν είναι όνομα. Είναι μια συγκεκριμένη, ευκρινής και μοναδική ποιότητα που δεν βαραίνει κάτω από τον όγκο μιας χαρακτηριστικά cool διασημότητας και κατορθώνει να υλοποιήσει κινηματογραφικούς χαρακτήρες που παρά τα δαιμόνια κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά, διατηρεί ο καθένας τους τον λόγο της ύπαρξής του. Κι όμως τον Τζακ Νίκολσον δεν τον έχεις δει σε talk show, σταμάτησε να κάνει προτού γεννηθούμε. Κι όμως δεν τον έχεις δει εκεί έξω, πλην των αγαπημένων του Lakers, να κάνει συνεντεύξεις, να πουλάει άποψη, να γίνεται «κτήμα» μιας κοινής γνώμης. Άλλωστε η κυκλοφορία των ιστοριών, των γάμων, των ερωτικών μπερδεμάτων, των ανεκδότων, της «αλητείας», όλα αυτά τα κουτσομπολιά, που σε κάνουν να νομίζεις πως γνωρίζεις κάτι που δεν γνωρίζεις, κυκλοφόρησαν ανεξέλεγκτα επί δεκαετίες, σχημάτισαν μια εικόνα και ο Τζακ δεν έκανε ποτέ κάτι να την εκτρέψει.
«Όσο λιγότερα ξέρουν για μένα, τόσο καλύτερα θα κάνω τη δουλειά μου», θα σου έλεγε. Ή, πιο εύγλωττα, «βάζω τα μαύρα γυαλιά και είμαι ο Νίκολσον, τα βγάζω κι είμαι ένας ηλικιωμένος χοντρός». Κάπως έτσι, μ’ έναν χαρακτήρα που δεν αμολά διδακτισμούς και περισπούδαστα, που δούλεψε σκυλίσια από ατυχείς ρόλους και κάμποσες σεναριογραφές, ελλείψει ρόλων, πίσω στα ‘60ς, που είναι πειραχτήρι και χαρά της ζωής on camera αλλά ένας φοβισμένος «σαν κι εμάς» μπροστά στη μοναξιά και τον θάνατο, ο Τζακ έφτασε τα 83 εδώ που μιλάμε. Και μας λείπει αφόρητα που έχουμε να τον δούμε 10 ολόκληρα χρόνια μπροστά στον φακό.
Οπότε ας θυμηθούμε 11 ρόλους σε ταινίες που πάντα μας συνοδεύουν:
«Πέντε Εύκολα Κομμάτια» (Five Easy Pieces, 1970) του Μπομπ Ράφελσον
Μετά τον «Ξένοιαστο Καβαλάρη» της προηγούμενης χρονιάς (βλέπετε τι αφήνουμε έξω για να μείνουν 11…), ο Νίκολσον ξεκινά, χωρίς να το ξέρει ακόμα, ένα καταπληκτικό σερί που θα διαρκούσε, αν είμαστε αυστηροί, μια δεκαετία, αν είμαστε σωστότεροι για τα επόμενα 40 χρόνια. Και τούτο εδώ το ανήσυχο (αντι)αριστούργημα, αν επιτρέπεται ο νεολογισμός, είναι η τέλεια αρχή. Επαναστατικό, γεμάτο εσωτερικό ζόρι και τεντωμένο απ’ όλες τις μεριές των λεγομένων και της ανησυχίας μιας εποχής που περιγράφει, το έργο του Ράφελσον κατονόμαζε ταξικά και υπαρξιακά αδιέξοδα μιας εποχής πολέμων (εντός κι εκτός) και είχε στην αιχμή του αυτόν τον ordinary man Νίκολσον (υποψήφιος, φυσικά) που με μια ερμηνεία-όνειρο κανονικό μιας υποκουλτούρας που έβραζε, φωτογράφησε μια κι έξω την σκοτεινή όψη της πραγματικής Αμερικής που αποτύπωνε.
«Το Τελευταίο Απόσπασμα» (The Last Detail, 1973) του Χαλ Άσμπι
Ταινία- οδοιπορικό από εκείνες που δεν βρίσκεις πια κι όταν υπάρχει κάποια σαν του τύπου της («Το Πράσινο Βιβλίο») σε λυπεί το πόσο χρειάζεται πια το Χόλιγουντ το στρογγύλεμα της «κωμικής ανακούφισης», την πρόθεση της κλειστής, ολοκληρωμένης καλοψυχίας. Γιατί το «Τελευταίο Απόσπασμα» έχει ένα μεγάλο σενάριο, μια λίαν εξυπηρετική σκηνοθεσία παλιομοδίτικης σωφροσύνης και μέτρου, σειρά εκπληκτικών ερμηνειών (Νίκολσον επικεφαλής) κι εκείνη την αίσθηση που μόνο το ανοιχτό φινάλε μπορεί να σου επιδώσει: Της ζωής που συνεχίζεται και, σύντομα, αν δεν προσέξεις, όλα τα λάθη του παρελθόντος θα είναι πικρά στίγματα του απτού μέλλοντος. Μεγάλο έργο και αξεπέραστος Τζακ – ξανά υποψήφιος.
https://youtu.be/049QmZqh6ys
«Chinatown» (1974) του Ρομάν Πολάνσκι
Λίγοι, θέλεις να ελπίζεις, δεν το έχουν δει, άρα λίγοι δεν ξέρουν τι θεοσκότεινη κοστουμαρισμένη ελεγεία της σύγκρουσης του Ατόμου με τον αποπνικτικό συνδυασμό Καπιταλισμού και χειροποίητης Μοίρας είναι. Στη μέση ο Τζακ, που πολλά ξέρει, πολλά κάνει, πολλά πιστεύει πως μπορεί να καταφέρει, μέχρις ότου βρεθεί εμβρόντητος κι ολομόναχος με παγωμένα χαρακτηριστικά στη μέση ενός (ακόμα) εξελισσόμενου ερέβους, που ουδεμία δυνατότητα υπήρξε ποτέ για τον ίδιο να παρενοχλήσει έστω για μια στιγμή. Υποψήφιος άλλη μια φορά για Όσκαρ.
«Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» (Professione: Reporter, 1975) του Μικελάντζελο Αντονιόνι
Απόδειξη τέλειας πλαστικότητας και ένδειξη αστεριού σε έκρηξη («αστέρι», λέει ο Νίκολσον «είναι να παίζεις, να περνάει ένας γάτος δίπλα σου και να κοιτάνε ακόμα εσένα»), ο πρωταγωνιστικός ρόλος στον ηγεμονεύοντα τότε Αντονιόνι. Και αντίθετα με άλλους πρωταγωνιστές του σκηνοθέτη, ο Νίκολσον μένει «ζωντανός», κυριεύει το πανί, γίνεται πιο λιτός απ’ όσο ονειρεύονταν ανέκαθεν Αμερικανοί ηθοποιοί και βρίσκει την ερμηνευτική του ταυτότητά εκεί ακριβώς που ο χαρακτήρας που υποδύεται την χάνει: Στο πηγαίο less is more όπου η τάση σου να κατοικήσεις έναν άλλον χαρακτήρα χωνεύεται τόσο έξοχα που ο ξενιστής σου στοιχειώνει τις ζωές των θεατών σου. Χωρίς υποψηφιότητα εδώ, αλλά πόσο σπάνια αλήθεια η Ακαδημία «καταλάβαινε» τέτοιους ρόλους;
«Στη Φωλιά του Κούκου» (One Flew Over the Cuckoo’s Nest, 1975) του Μίλος Φόρμαν
Την ίδια χρονιά, έτσι για να μας τη σπάσει, έρχεται και τούτο εδώ. Πολυσυζητημένη ταινία, το κοινό την αγαπά, υπάρχουν και κάποιες κριτικές αποστάσεις ενίοτε, όμως η αποτελεσματικότητα του φιλελευθερισμού της την καθιστά εύλογα έμβλημα μιας εποχής με όχι και λίγα από δαύτα, ενώ η ερμηνεία του Νίκολσον, πέρα από συχνά συνταρακτική, τροχοδρομεί και την φιλμική περσόνα του που, κάποιοι είπαν, επηρέασε (μαζί με ένα φιλμ που έρχεται λίγο αργότερα) τον ερμηνευτικό του τρόπο. Γνέφεις αρνητικά και συνεχίζεις.
«Η Λάμψη» (The Shining, 1980) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ
Βασική ταινία είδους, σινεφιλίας, σύμπαντος, όλοι ξέρουμε πάνω-κάτω τι είναι η «Λάμψη» για μας. Εκείνο που δεν θυμόμαστε ή δεν ξέρουμε απαραίτητα όλοι, οπότε καιρός να γελάσουμε συλλογικά, είναι πως υπήρξαν κριτικοί που «είδαν» υπερβολικό το παίξιμο του Νίκολσον. Έχασαν με άλλα λόγια τελείως την συστηματική διεύθυνση ηθοποιός ενός σκηνοθέτη που 25 χρόνια τους προϊδέαζε και τα ‘βαλαν με την ορισμική καρικατούρα του Νίκολσον που αδυνατεί να μην την εμβολιάσει με μια συγκλονιστική πινελιά συμπάθειας στο (εσωτερικό μας) κτήνος που αργοσβήνει ηττημένο στο χιόνι και την παγωνιά της τρέλας του.
«Η Τιμή των Πρίτζι» (Prizzi’s Honor, 1985) του Τζον Χιούστον
Είναι κατώτερα κινηματογραφικά αλλά υπερβολικά διασκεδαστικά τα ‘80ς του Νίκολσον (χωρίς να λείπουν βέβαια κάτι «Ταχυδρόμοι που Χτυπάνε Πάντα Δυο Φορές», κάτι «Σχέσεις Στοργής», κάτι «Μάγισσες του Ίστγουϊκ»), εδώ όμως, μαζί με το έργο του Κιούμπρικ, είναι μια μεγάλη στιγμή σ’ ένα τέλειο έργο που δεν παραλείπει να είναι και φοβερά διασκεδαστικό. Ο Τσάρλι Παρτάνα του Νίκολσον είναι υλικό θρύλων και παιδικών στιγμών που νοσταλγείς, ενώ η τομή ανάμεσα στην πόζα, την ιταλιάνικη προσωπογραφία και την προσεκτικά παιγνιώδη σοβαρότητα είναι συνδυασμός που γράφει Νίκολσον στην ούγια και αμφίβολο αν θα τον ξανασυναντήσουμε ποτέ.
«Μπάτμαν» (1989) του Τιμ Μπέρτον
Καταλαβαίνεις τη νολανική γενιά που έχει ίνδαλμά της τον Τζόκερ του Χιθ Λέτζερ, να μας καταλάβει κι εκείνη που θεωρούμε τη λεπτότατη, μέσα στη χαραγμένη μούτα, δουλειά του Τζακ για μια ανώτερη ταινία – που στο κάτω-κάτω δεν έχει και ήρωα τον κακό της. Ο Νίκολσον εκτιμά απεριόριστα τον ρόλο που του παρέδωσε ο Μπέρτον και η κλάση που βρίσκει ανάμεσα στο καρτούν και την ουσία του ανθρώπινου τραύματος είναι ανώτατη. Κάπου εδώ ο Τζακ είναι επισήμως ένα προσωνύμιο, το γελάκι με τα σηκωμένα φρύδια και τα μαύρα γυαλιά είναι η προς τα έξω καρικατούρα που κρύβει αυτά που κρύβει κι έτσι μπαίνουμε σε μια εποχή που θα περιέχει στιγμές εντελώς αντίθετες με αυτό που νόμιζες πως κατάλαβες ότι είναι ο πιο μεγάλος ζων Αμερικανός ηθοποιός.
https://youtu.be/l_qlrjafOK0https://youtu.be/7Oh6Av_Z1Wk
«Καλύτερα δεν Γίνεται» (As Good as it Gets, 1997) του Τζέιμς Λ. Μπρουκς
Σε μια δεκαετία ηχηρών ρόλων σε αδύναμα έργα («Χόφα», «Wolf») ο Νίκολσον φτάνει στο έργο του Μπρουκς σε μεγάλη κομεντιέν ωριμότητα, δεξιοτεχνεί έναν χαρακτήρα που μπορείς ν’ αγαπάς και να λυπάσαι ταυτόχρονα, ανελκύει το ήδη γερό σενάριο σε επίπεδα απομνημόνευσης, ξεπερνά υφάλους που μόνο αρτηριοσκληρωτικοί πολιτικοί της ορθότητας θα προσκρούσουν σήμερα (ουπς!) και βοηθά τα μέγιστα στην σύσταση του ορισμού της διαχρονικής κομεντί που μόνο το Χόλιγουντ μπορεί να φτιάξει. Ας διαπράξω και εγώ το κλισέ: Όντως καλύτερα δεν γίνεται και τρίτο Όσκαρ στην 11η υποψηφιότητά του.
«Η Υπόσχεση» (The Pledge, 2001) του Σον Πεν
Σκόπιμα απέφυγα το άνισο μεν υπέροχο δε «Τρεις Μέρες Προθεσμία» ξανά του Πεν από το ‘95, για να συμπεριλάβω τούτο το, άγνωστο δυστυχώς, έξοχα ιδιοσυγκρασιακό, βαθιά υπαρξιακό και «αμερικανικό» με την καλύτερη των εννοιών, θρίλερ. Ο Νίκολσον κοντράρει τελείως την περσόνα, αυτός μόνο ξέρει πόσο ειλικρινά και αβίαστα του βγαίνει και ο ρόλος ενός αστυνομικού που θα διαλύσει τη ζωή του για μια υπόσχεση που δεν μπορεί να ξεχάσει και δεν μπορεί να τηρήσει, σημαδεύει γι’ αυτόν ένα ακόμα κατακτημένο όριο και για μας ένα ακόμα έργο που θα πάρουμε στο νησί.
«Ο Πληροφοριοδότης» (The Departed, 2006) του Μάρτιν Σκορσέζε
Μπορούσα, και ίσως έπρεπε, να βάλω για κλείσιμο το «Σχετικά με τον Σμιντ» (2002) του Αλεξάντερ Πέιν που θεωρώ και καλύτερη ταινία και πιο ανέλπιστη ερμηνεία. Είναι δύσκολο όμως να αφήσεις απ’ έξω την εμφατικότητα και τον ασυναγώνιστο τρόπο που ο Νίκολσον φτιάχνει τον Κοστέλο (μέγα σφάλμα να παραπέμπει το όνομα στον ήρωα του Μελβίλ στο «Le Samurai») και κάνει δυο γιγάντιους σημερινούς σταρ, τον ΝτιΚάπριο και τον Ντέιμον, να φαίνονται φιλότιμοι ρολίστες. Φυσικά η αβάντα παίζει τον ρόλο της, φυσικά τα προαπαιτούμενα είναι καλυμμένα από καιρό και γεμίζουν την οθόνη πριν καν τον δεις, έλα όμως που είναι απέραντα δύσκολο να σταθείς αντάξιος των μυθοποιημένων προσδοκιών χωρίς, τελικά, να επαναλάβεις τον εαυτό σου;
Γιατί αυτό είναι και θα είναι πάντα ο Τζακ. Ένας ηθοποιός που με τη μανιέρα των καιρών, με την φυσιογνωμία που δεν μπορείς να μην προϋπολογίζεις την γκριμάτσα της, δεν απέκτησε ποτέ το τικ της επανάληψης, δεν έπαιξε ποτέ αναμενόμενα τον βολικό ρόλο, δεν σ’ έκανε ποτέ να βαρυγκομήσεις με την έξη που ήθελε να γίνει συνήθεια.
Είναι ο πιο σπουδαίος ζων Αμερικανός ηθοποιός και η αδειανή του καρέκλα τόσα χρόνια τώρα, που όπως δείχνουν τα πράγματα έτσι θα παραμείνει, μας πονάει και μας λείπει από ένα χολιγουντιανό σινεμά αυξανόμενα πιο αδιάφορο.
ΠΗΓΗ: cinemagazine.gr