Οι θετικές εξελίξεις στην οικονομία, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα και οι ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας, μπορούν να συνηγορήσουν υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με τον επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Φραγκίσκο Κουτεντάκη.
Κατά την παρουσίαση των συμπερασμάτων της Έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού για το τέταρτο τρίμηνο του 2019, ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης εξήγησε ότι δεν επιβεβαιώνονται οι ανησυχίες που είχαν εκφραστεί σχετικά με ενδεχόμενες δυσμενείς επιδράσεις στην οικονομία και την απασχόληση από την αύξηση του κατώτατου μισθού, οπότε αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στις διαπραγματεύσεις για τη νέα αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, οι οποίες αναμένεται να ξεκινήσουν μεταξύ της κυβέρνησης και των κοινωνικών εταίρων.
Όπως εξήγησε, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά τα δεδομένα για την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών αναφέροντας ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γραφείου το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 ανήλθε στα 6,355 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν στα ίδια επίπεδα με το 2018 (6,640 δισ. ευρώ), ενώ οι ρυθμοί μεγέθυνσης του δεύτερου και τρίτου τριμήνου του 2019 υπερβαίνουν το 2%, υποδηλώνοντας επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας με ενισχυμένο τον ρόλο των εξαγωγών, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει ισορροπημένο, η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται, η απασχόληση αυξάνεται και ο πληθωρισμός ανακάμπτει. Επίσης κρίνει ως θετική εξέλιξη και την έκδοση του 15ετούς ομολόγου με πολύ ευνοϊκούς όρους.
Ωστόσο επισημαίνει πως υπάρχει και μια λιγότερο θετική εξέλιξη, δηλαδή τη μείωση του δείκτη μισθολογικού κόστους (-1,2%) σε ετήσια βάση κατά το τρίτο τρίμηνο του 2019, ανακόπτοντας μια περίοδο εφτά τριμήνων συνεχούς αύξησης.
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένδειξη της περιορισμένης επίδρασης της αύξησης του κατώτατου μισθού (από τον Ιανουάριο 2019) στους υπόλοιπους μισθούς της οικονομίας (spillover), τονίζει η Έκθεση.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής πάντως ασκεί και κριτική στο νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, σχετικά με το νέο καθεστώς εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών.
Επισημαίνει ότι επαναφέρει την «ευνοϊκότερη μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, μια από τις βασικές αιτίες των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών αυτοαπασχόλησης (χωρίς προσωπικό) που καταγράφει διαχρονικά η χώρα μας (22% έναντι 9% στην Ευρωζώνη) με αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική παραγωγικότητα και στα δημόσια έσοδα».
Και τονίζει ότι «η πιο σημαντική αλλαγή που εισάγει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι η αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, με τη θέσπιση έξι κατηγοριών εισφορών από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ελεύθερα ο ασφαλισμένος».
«Πρόκειται ουσιαστικά για επαναφορά του καθεστώτος που τροποποίησε η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του νόμου 4387/2016, στα πλαίσια εξορθολογισμού του συστήματος και ίσης μεταχείρισης των ασφαλισμένων, αυτοαπασχολούμενων ή μισθωτών. Η ακύρωση αυτής της μεταρρύθμισης επανεισάγει την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, μια από τις βασικές αιτίες των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών αυτοαπασχόλησης (χωρίς προσωπικό) που καταγράφει διαχρονικά η χώρα μας (22% έναντι 9% στην ευρωζώνη) με αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική παραγωγικότητα και στα δημόσια έσοδα» σημειώνει.