Γράφει ο Ceteris Paribus
Κάθε νέο μεγάλο «ραντεβού» στο ελληνικό πρόγραμμα καθορίζεται από το πλαίσιο συμφωνίας του προηγούμενου καθώς και από το είδος των εκκρεμοτήτων που παραμένουν. Καθώς λοιπόν όλες οι πλευρές έχουν δώσει το επόμενο «ραντεβού» για τα μέσα του 2018, λίγο πριν τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, μπορούμε να κάνουμε μια πρώτη απόπειρα να προδιαγράψουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις ώστε αυτό να έχει ευτυχή κατάληξη για την ελληνική πλευρά.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό το «ραντεβού» έχει εντελώς κομβικό, διαρθρωτικό και μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Τα μεγάλα πρότζεκτ της «δημοσιονομικής προσαρμογής» ολοκληρώθηκαν σε γενικές γραμμές με τα πρόσφατα μέτρα για τις συντάξεις και το αφορολόγητο, τα πρωτογενή πλεονάσματα «κλείδωσαν» στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 ενώ από το 2023 και ύστερα και μέχρι το 2060 (!) έχει τεθεί κατώτατο πλαφόν 2% του ΑΕΠ. Η εν πολλοίς ολοκλήρωση του «δημοσιονομικού κύκλου» σε συνδυασμό με την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση, μας έχει εισαγάγει στην «αναπτυξιακή» φάση του προγράμματος που συνδυάζεται αναπόφευκτα από τις απόπειρες διευθέτησης του χρέους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ύστερα από σωρευτικές απώλειες στο ΑΕΠ που υπερβαίνουν κατά τι το 26%, πρωτοφανείς σε ειρηνική περίοδο, οι «εκκαθαριστικές» λειτουργίες του προγράμματος -που, για να μην ξεχνιόμαστε, ήταν πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή υφεσιακό εξ ορισμού- έχουν ολοκληρωθεί. Το γεγονός ότι ανοίγεται μια περίοδος με προσδοκίες και εκτιμήσεις θετικών ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και στοιχεία της διεθνούς συγκυρίας στα οποία έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί (με κυριότερη τη νέα, ασταθή περίοδο στις σχέσεις ΗΠΑ – Γερμανίας, που αναπόφευκτα επηρεάζει και τη σχέση ΔΝΤ – τρόικας των Ευρωπαίων δανειστών), αλλάζει τα κέντρα βάρους στην προσέγγιση του ελληνικού ζητήματος.
Πλέον ο άξονας των διευθετήσεων αφορά την τριγωνική σχέση ρυθμοί ανάπτυξης – πρωτογενή πλεονάσματα – μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Δίνοντας το επόμενο ραντεβού για τα μέσα του 2018, όλοι οι «παίκτες» έχουν πλήρη επίγνωση ότι θα πρέπει να προετοιμαστούν για μια αναμέτρηση εκτιμήσεων – προτάσεων για τις παραμέτρους αυτής της τριγωνικής σχέσης, που ασφαλώς δεν θα είναι φιλολογικού χαρακτήρα αλλά θα υποκρύπτουν συμφέροντα, και μάλιστα αντικρουόμενα…
Πριν μιλήσουμε όμως για όλα αυτά για τα διλήμματα του 2018, θα μιλήσουμε σήμερα για τα διλήμματα της περιόδου ως το 2018.
Από τώρα ως το 2018
Η περίοδος από τώρα έως τη λήξη του προγράμματος το 2018 δεν θα είναι ουδέτερη, το αντίθετο: όλοι οι «παίκτες» θα προσπαθήσουν να διαμορφώσουν τις καταλληλότερες γι’ αυτούς προϋποθέσεις. Όχι βέβαια με το να εύχονται να επαληθευτούν οι προβλέψεις τους για ανάπτυξη και πλεονάσματα, αλλά μέσα από τη δοκιμασία της επόμενης μεγάλης αξιολόγησης, που έχει προγραμματιστεί να αρχίσει από τον Οκτώβριο. Της οποίας το περιεχόμενο θα είναι ακριβώς «αναπτυξιακό».
Εκεί θα αρχίσουν τα πρώτα διλήμματα για τους «εμπλεκόμενους» και πρώτα απ’ όλα για την κυβέρνηση: Τι θα πράξει με την εν λόγω αξιολόγηση; Θα ανταποκριθεί σε αιτήματα των δανειστών για γρήγορη εκκαθάριση «κόκκινων» δανείων, για γρήγορη προώθηση ιδιωτικοποιήσεων και full force ενεργοποίηση του λεγόμενου «υπερταμείου», για fast track διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων που αφορούν τις επενδύσεις, για υπέρβαση θεσμικών «εμποδίων» στις επενδύσεις στα όρια της επενδυτικής «ασυλίας»; Και τι θα πράξει στη βέβαιη επαναφορά των πιέσεων από το ΔΝΤ στα εργασιακά;
Το ερώτημα που τα συνοψίζει όλα, είναι ένα: Θα αποδεχθεί τις απαιτήσεις των δανειστών και θα «τρέξει» μια αξιολόγηση η οποία θα λήξει γρήγορα και με επιτυχία; Ή θα εντάξει και αυτή τη διαπραγμάτευση στη γνωστή στρατηγική «αντίστασης στις πιέσεις», ροκανίσματος χρόνου και προσποιήσεων περί μάχης για «κόκκινες γραμμές» και τάχα υψηλής στρατηγικής για την αξιοποίηση «ρωγμών» μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου;
Μέσα στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον ακόμη πιο ενισχυμένο το κυβερνητικό κέντρο, που λέει πως «όταν έχουμε βραχεί ως το μεδούλι με τα μέτρα που πήραμε για τις συντάξεις και το αφορολόγητο, δεν έχουμε να φοβηθούμε το ψιλόβροχο με τα μέτρα που θα μας ζητήσουν για την τρίτη αξιολόγηση». Υπάρχουν όμως και αυτοί που λοξοκοιτάνε προς τις δημοσκοπήσεις και μετράνε τις πιθανότητες ανάκαμψης της κοινωνικής – εκλογικής επιρροής του κόμματος σε συνάρτηση πάντα με την προσωπική και κομματική σωτηρία.
Η εκτίμησή μου είναι ότι αυτή τη φορά το υπό τον Αλέξη Τσίπρα κυβερνητικό κέντρο δεν θα χρειαστεί περισσότερο από υποτυπώδεις προσποιήσεις «αντίστασης» για να πει το «ναι σε όλα», έχοντας στο μεταξύ διερευνήσει και τα όρια των δανειστών. Είναι όμως ζήτημα πραγματικής στρατηγικής τι θα πράξει με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ, ιδιαίτερα στα εργασιακά. Το ζήτημα αυτό ισχύει αι για το ΔΝΤ: θα θέσει υπερβολικές απαιτήσεις που θα δοκιμάσουν σκληρά τις κυβερνητικές αντοχές; Το πραγματικά ζόρικο ζήτημα για την κυβέρνηση θα ήταν να εγερθεί θέμα για νέα μείωση κατώτατου μισθού. Εκτιμούμε πάντως ότι τέτοιο ζήτημα δεν θα εγερθεί, καθώς αντιστοιχεί στην υφεσιακή και όχι την αναπτυξιακή φάση του ελληνικού προγράμματος. Αν πάντως η κυβέρνηση αποφασίσει να «παίξει» μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο που ήταν κάθε που επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο από ελληνικές κυβερνήσεις: ο Σόιμπλε θα υιοθετήσει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ και θα στρογγυλοκαθίσει πάνω σ’ αυτές…
Στο κυβερνητικό κέντρο ελπίζουν ότι αν η τρίτη-«αναπτυξιακή» αξιολόγηση λήξει γρήγορα, ένα σημαντικό πρόσκομμα θα φύγει από τη μέση, δεν θα δοθεί η ευκαιρία σε διάφορες πλευρές που καραδοκούν να δημιουργηθούν περιπλοκές, το γεγονός θα «βαθμολογηθεί» με «λίαν καλώς» από τις αγορές και ίσως δοθεί η δυνατότητα για δοκιμαστική έξοδο στις αγορές ακόμη και χωρίς το QE.
Σε αυτή την περίπτωση, οι τριβές θα μεταφερθούν μέσα στο κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μπορεί κανείς να ποντάρει εκ του ασφαλούς ότι πέρα από μια δημόσια εκφρασμένη «γκρίνια» τίποτε σημαντικό δεν θα συμβεί. Αυτοί που ψήφισαν ναι στη μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων, θα ξαναψηφίσουν ναι – το «ψηφίζουμε αλλά πονάμε» έχει γίνει πατέντα…
Το μεγάλο δίλημμα με το πλεόνασμα του 2017
Ο «διάβολος» με την τρίτη αξιολόγηση, όμως, θα έχει και άλλα δύο «ποδάρια»:
Πρώτο, τι πλεόνασμα θέλει η κυβέρνηση να πετύχει το 2017 και στο πρώτο εξάμηνο του 2018; Λέμε «θέλει» διότι όλοι γνωρίζουμε πως το πλεόνασμα εξαρτάται και από τη θέληση της κυβέρνησης! Αν «λασκάρει» λίγο την υπερσυγκράτηση των δαπανών (παράδειγμα, επιστρέφοντας περισσότερα από τα οφειλόμενα σε φυσικά πρόσωπα και γενικώς σε ιδιωτικό τομέα ή μειώνοντας λίγο τις καθυστερήσεις στην έκδοση συντάξεων), θα βγει μικρότερο πλεόνασμα. Στους πρώτους μήνες του 2017 έχουμε υπερ-πλεόνασμα (πάνω από τους μνημονιακούς στόχους) ακριβώς λόγω μιας τέτοιας υπερσυγκράτησης των δαπανών.
Αν, όπως δείχνουν τα πράγματα, η κυβέρνηση αποφασίσει να «χτίσει» υπερ-πλεόνασμα, θα τεθεί το ζήτημα της αξιοποίησης-διανομής του. Εδώ δεν καραδοκούν μόνο τα ευχάριστα αλλά και τα… περίπλοκα: οι δανειστές έχουν ήδη ενσωματώσει στα περιβόητα «αντίμετρα» τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων. Βεβαίως, η κυβέρνηση μπορεί ενδεχομένως να χτίσει ένα win-win επικοινωνιακό σενάριο (μέτρα για τους ασθενέστερους – μέτρα και για τις επιχειρήσεις), αλλά υπάρχουν δύο αγκάθια: Πρώτο, ότι με τόσες περικοπές το win-win θα είναι, και θα φαίνεται, εντελώς ετεροβαρές. Δεύτερο, θα είναι μια εμφατική υποχώρηση σε ένα κεντρικό σημείο του προγράμματος του… Κυριάκου Μητσοτάκη.
Όμως, τυχόν υπερ-πλεόνασμα το 2017 εγείρει και ένα πιο στρατηγικό θέμα: Συμφέρει την κυβέρνηση να αποδείξει ότι μπορούν να επιτυγχάνονται πλεονάσματα πολύ υψηλότερα των στόχων ακόμη και χωρίς αντίστοιχα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης; Μια τέτοια «απόδειξη» δεν ισοδυναμεί με δικαίωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος ισχυρίζεται ακριβώς ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να «βγάλει» υψηλότερα σε σχέση με του μετριοπαθέστερους υπολογισμούς του ΔΝΤ πλεονάσματα ακόμη και με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε τελικά να μη χρειαστεί να ληφθούν καν μέτρα για το χρέος.
Ίσως το κρισιμότερο στοιχείο της διαπραγμάτευσης του 2018 θα είναι πόσο πάνω από το κατώτατο πλαφόν του 2% του ΑΕΠ θα καθοριστούν τα πρωτογενή πλεονάσματα ύστερα από το 2022 και μέχρι το 2060. Όσο πιο πάνω από 2%, τόσο ο κ. Σόιμπλε θα πλησιάζει στην «απόλυτη φαντασίωση»: είτε σε αναιμικά μέτρα για το χρέος είτε και σε «καθόλου μέτρα» για το χρέος. Μπορούμε από τώρα να φανταστούμε το επιχείρημά του: αν με ρυθμούς ανάπτυξης κάτω από 2% επιτυγχάνονται πλεονάσματα 3,5% και πλέον, τότε γιατί με μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,3% δεν μπορούν να επιτευχθούν πλεονάσματα 2,5% του ΑΕΠ; Και όπως έχουμε ξαναγράψει, με πλεονάσματα 2,5% δεν χρειάζονται καν μέτρα για το χρέος…
Για την κυβέρνηση προκύπτει εδώ ένα δίλημμα ολκής: θα «ντοπάρει» και το πλεόνασμα του 2017 ώστε να επωφεληθεί επικοινωνιακά με το win-win της διανομής του, αλλά υπονομεύοντας έτσι τη διαπραγμάτευση για το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2022;..
Κάτι μας λέει ότι θα πράξει αυτό ακριβώς…