Τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί σχεδόν κυρίαρχο ζήτημα, σε ό,τι αφορά την διαχείριση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, η ένταξη στοιχείων της στον διεθνή κατάλογό της Ουνέσκο για την «Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά», με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση και δραστηριοποίηση του συνόλου των σχετικών φορέων αλλά και αρμόδιων επιστημόνων προς αυτήν την κατεύθυνση.
Γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος
Έτσι, παρατηρούμε, εκτός των άλλων, ακόμα και έντονους ανταγωνισμούς, που φτάνουν στα όρια διαπληκτισμών κάποιες φορές, για το ποιος και τι αξίζει να μπει σε αυτόν το κατάλογο. Αντιμετωπίζεται γενικά σαν ζήτημα τιμής και γοήτρου αλλά και σαν αξιοποιήσιμος πόρος στο πλαίσιο της προβολής κοινοτήτων και τόπων κυρίως για την τουριστική τους ανάπυξη και όχι μόνο.
Όλη αυτή η κατάσταση έχει συμπαρασύρει και τους κρατικούς θεσμούς αλλά και ειδικούς επιστήμονες σε έναν αγώνα δρόμου, με αποτέλεσμα να απουσιάζει ένας κριτικός λόγος τόσο για τον ρόλο της Ουνέσκο όσο και για τους εν γένει υπερεθνικούς οργανισμούς και μηχανισμούς, που με την πολιτική, την στρατηγική και τις «ντιρεκτίβες» τους, δεν διαμορφώνουν απλώς το πλαίσιο μιας βιομηχανίας διαχείρισης του παρελθόντος και ιδιαίτερα της πολιτισμικών τοιχείων του, αλλά υποκαθιστούν και υπερκεράζουν ακόμα και τις καθ΄ ύλην αρμόδιες επιστήμες, όπως είναι η Λαογραφία.
Ως αποτέλεσμα, ήδη σε κάποιες χώρες ο όρος Folklore τείνει να αντικατασταθεί από τον όρο Intangible Culural Heritage (Άυλη Πολιτισμική Κληρονομιά), ενώ στην Ελλάδα στο Υπουργείο Πολιτισμού η Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού έχει ματατραπεί σε Διεύθυνση Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, για λόγους όχι επιστημονικούς αλλά γραφειοκρατικούς.
Το γεγονός αυτό, που τείνει να γενικεύεται στην χώρα, ουσιαστικά σημαίνει μια εξωεπιστημονική διείσδυση στα επιστημονικά πράγματα μέσω της οποίας προωθείται μια συγκεκριμένη αντίληψη και προσέγγιση στον λαϊκό πολιτισμό και την ίδια την Λαογραφία που τον μελετά. Μια αμντίληψη, που όχι μόνο διαχωρίζει το υλικό από το πνευματικό, το υλικό από το «άυλο», αλλά ταυτίζει εν πολλοίς τον λαΙκό πολιτισμό έμμεσα με την «άυλη» διάστασή του.
Και αυτό δεν είναι μια απλή και «αθώα» υπόθεση, από επιστημολογική αλλά και πολιτική άποψη. Επιστημολογικά, είναι άτοπος ο διαχωρισμός του υλικού από το πνευματικό (άυλο, συμβολικό, διανοητικό κ.λπ.) και πολιτικά, μια τέτοια προσέγγιση μας φέρνει πίσω στον ιδεαλισμό και στον ρομαντισμό του 19ου αιώνα, γεγονός που δεν είναι απορίας άξιο, εάν γνωρίζει κανείς τις επιστημολογικές τάσεις στις μεταμοντέρνες εκδοχές των κοινωνικών επιστημών και των πολιτισμικών σπουδών.
Δεν είναι του παρόντος η ανάπτυξη μιας εμπεριστατωμένης επιχειρηματολογίας, ωστόσο τρία πράγματα, τρεις βασικές αρχές, μπορούν να παρουσιαστούν συνοπτικά:
α) Η «φύση», ο υλικός κόσμος που μας περιβάλλει, δεν αποτελεί μια αιώνια ουσία εξωτερική της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού, αλλά συγκροτείται μέσω των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής νοήματος, όπως όλες οι εκφάνσεις αυτού που αποκαλούμε «πραγματικότητα».
Οι κοινωνίες επενδύουν με νόημα όλες τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους, παράγοντας συμβολικά συστήματα, μέσω των οποίων οικειοποιούνται το «περιβάλλον» τους. Τόσο η συγκεκριμένη διαδικασία όσο και τα «προϊόντα» της συνιστούν αυτό που αποκαλούμε «πολιτισμό», τον οποίο κατανοούμε, εννοείται με ιστορικούς και διαλεκτικούς όρους.
β) Το όριο ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό αλλά και η διάκριση ανάμεσα στο υλικό και το πνευματικό, δεν υφίσταται στο μέτρο που μιλάμε για ιστορικά περιβάλλοντα που φέρουν την σφραγίδα της ανθρώπινης παρέμβασης με όρους κοινωνικούς.
Το περιβάλλον δεν είναι παρά η φύση μετασχηματισμένη από την ανθρώπινη συλλογική σκέψη και δράση. Πρόκειται για μια «πραγματικότητα» ταυτόχρονα υλική και πνευματική και
γ) Οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα στο υλικό και το πνευματικό (άυλο;) δεν μπορεί παρά να είναι συμβατική και να γίνεται για λόγους που αφορούν στις όποιες ταξινομήσεις προκειμένου να διευκολύνεται η επιστημονική έρευνα.
Η ουσιοποίηση αυτής της διάκρισης οδηγεί σε αντιλήψεις που αναιρούν τόσο την ολική όσο και την ιστορική διαλεκτική προσέγγιση. Τα πράγματα δεν είναι αλλά γίνονται μέσα από τις σχέσεις τους, οι οποίες σχέσεις διέπονται από την έννοια της ιστορικότητας.
Τέλος, ακόμα και οι πρώτοι Λαογράφοι μας, π.χ. ο Στίλπων Κυριακίδης, από τις αρχές του εικοστού αιώνα δεν διανοήθηκαν να διαχωρίσουν τον υλικό βίο και πολιτισμό από τον πνευματικό, προτείνοντας την ιδέα του «εύμορφου συνόλου»
Πηγή: in.gr