Βιώσιμο χαρακτηρίζεται το Δημόσιο Χρέος της χώρας έως το 2060, οπότε και αναμένεται να υποχωρήσει στο 61% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το βασικό σενάριο που επεξεργάστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Σε όλη αυτή την περίοδο οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου για τη εξυπηρέτηση του συγκρατούνται κάτω από το όριο του 15% του ΑΕΠ. Ωστόσο το ευνοϊκό αποτέλεσμα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό αποτελεί απόρροια των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής των υποχρεώσεων της χώρας προς τον επίσημο τομέα (χάρη στα διαδοχικά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους το 2012, το 2017 και το 2018), δεν αποτελεί “κτήμα ες αεί”, και για το λόγο αυτό, η οικονομική πολιτική τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να στοχεύει στην ταχεία αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Ωστόσο, μακροπρόθεσμα εκτιμάται ότι η αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο, εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής και υποχρεώνει τη χώρα να παραμείνει στα πρωτογενή πλεονάσματα.
Πιο συγκεκριμένα το βασικό σενάριο που έχει επεξεργαστεί η ΤτΕ προβλέπει επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα από το 2023, το οποίο διευρύνεται σε 2,0% του ΑΕΠ το 2025 και διατηρείται μόνιμα σε αυτό το επίπεδο. Γίνεται η υπόθεση ότι ο δημοσιονομικός χώρος από την εκτιμώμενη εξοικονόμηση δαπανών γήρανσης θα αξιοποιηθεί προκειμένου να καταστεί το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής πιο φιλικό στην ανάπτυξη.
Ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης ακολουθεί τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του Ευρωσυστήματος για τα δέκα πρώτα έτη της προσομοίωσης, ενώ στη συνέχεια συγκλίνει σε 1,3% μέχρι το 2070, σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πληθυσμιακή γήρανση. Αυτό οδηγεί σε υψηλότερο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με αυτόν της εν λόγω έκθεσης κατά 0,1 ποσ. μον. το 2040 και ίσο με αυτόν της έκθεσης από το 2050, το οποίο αποδίδεται σε μια προοδευτικά μειούμενη θετική επίδραση αφενός από την αξιοποίηση των πόρων του RRF και αφετέρου από την προαναφερθείσα βελτίωση του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής.
Κατά μέσο όρο ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ ανέρχεται σε 1,8% την περίοδο 2022-2060. Σε συνδυασμό με την υπόθεση για μακροπρόθεσμο ρυθμό μεταβολής του αποπληθωριστή του ΑΕΠ ύψους 2%, το ονομαστικό ΑΕΠ μεγεθύνεται κατά μέσο όρο με ρυθμό 4,2% την περίοδο 2022-2060, υποθέτοντας ότι το παραγωγικό κενό εισέρχεται σε θετικό έδαφος το 2022, διευρύνεται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας και εξαλείφεται μέχρι το 2030. Τα επιτόκια στο υφιστάμενο απόθεμα χρέους ακολουθούν τις υποθέσεις του ΟΔΔΗΧ Ιουλίου 2022, με εξαίρεση τα επιτόκια στα δάνεια του EFSF και του ESM, τα οποία συγκλίνουν σε 4,0% το 2050. Επιπλέον, λαμβάνεται υπόψη η μόνιμη άρση του περιθωρίου επιτοκίου 2% στο δάνειο του EFSF ύψους 11,3 δισεκ. ευρώ για την επαναγορά χρέους. Το επιτόκιο στα δάνεια GLF υπολογίζεται ως το Euribor τριών μηνών συν 50 μ.β., ενώ swaps καλύπτουν το σύνολο του αποθέματος των δανείων GLF (δάνεια που χορήγησαν διακρατικά προς την Ελλάδα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης).
Σύμφωνα λοιπόν με τις παραπάνω υποθέσεις του βασικού σεναρίου, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να διαγράψει διατηρήσιμη τροχιά αποκλιμάκωσης, παραμένοντας ωστόσο μεσοπρόθεσμα άνω του 100% του ΑΕΠ και φθάνοντας το 2060 σε 61% του ΑΕΠ. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου διατηρούνται μεσοπρόθεσμα πλησίον αλλά εντός του ορίου 15% του ΑΕΠ και σε κάθε περίπτωση εντός του μακροπρόθεσμου ορίου βιωσιμότητας 20% του ΑΕΠ.
Η ΤτΕ έχει επεξεργαστεί άλλα επτά εναλλακτικά σενάρια, τα οποία οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά στο διά ταύτα ήτοι στην βιωσιμότητα του Χρέους.
Για παράδειγμα το σενάριο που προβλέπει ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ χαμηλότερο κατά 0,5% σε σχέση με το βασικό σενάριο, έχει ως αποτέλεσμα το Δημόσιο Χρέος το 2060 να είναι υψηλότερο κατά 28 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι στο 89% του ΑΕΠ, οι χρηματοδοτικές ακαθάριστες ανάγκες θα είναι υψηλότερες κατά 5 ποστ. μονάδες, ενώ το επιτόκιο αναχρηματοδότησης κυμαίνεται υψηλότερα κατά 20 μ.β. κατά μέσο όρο την περίοδο 2022-2060.
Στο σενάριο με μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα κατά 1% του ΑΕΠ – πάντα σε σχέση με το βασικό σενάριο -, ως αποτέλεσμα δημοσιονομικής κόπωσης και μονιμοποίησης μέρους των προσωρινών μέτρων στήριξης που λαμβάνονται στο πλαίσιο της ενεργειακής κρίσης. Αυτό οδηγεί το 2060 σε υψηλότερο χρέος προς ΑΕΠ κατά 52 ποσ. μον. Ήτοι στο 113% του ΑΕΠ. Συνακόλουθα οι ανάγκες χρηματοδότησης αυξάνονται κατά 10 ποστ.μον. στο 25% του ΑΕΠ .
Στο σενάριο που εξετάζεται η επίδραση από μια μόνιμη αύξηση της διεθνούς αβεβαιότητα οδηγεί το Δημόσιο Χρέος το 2060 στο 74% του ΑΕΠ, ενώ οι ανάγκες χρηματοδότησης αυξάνονται μόλις κατά 2 ποσ. μονάδες στο 17% του ΑΕΠ.
Στο πέμπτο κατά σειρά σενάριο εξετάζεται η επίδραση από μια μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων στην ευρωζώνη, η οποία οδηγεί σε περαιτέρω συσταλτική μεταβολή της νομισματικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην ευρωζώνη διαμορφώνεται κατά 1,7 ποσ. μον. υψηλότερος σε σχέση με το βασικό σενάριο κατά τα τρία πρώτα έτη της προσομοίωσης και αποκαθίσταται στο 2% ένα έτος αργότερα από ό,τι στο βασικό σενάριο. Αυτό οδηγεί το 2060 σε υψηλότερο χρέος προς ΑΕΠ κατά 7 ποσ. μον. (δηλ. 68% του ΑΕΠ) και σε υψηλότερες χρηματοδοτικές ανάγκες αυξημένες μόλις κατά 1% του ΑΕΠ.
Από τη εξέταση όλων των σεναρίων προκύπτει, σύμφωνα με την ΤτΕ, ότι τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου χρέους δεν αποτελούν “κτήμα ες αεί”, αλλά παρέχουν ένα ικανό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή αναχρηματοδότηση των ευνοϊκών δανείων προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της προσομοίωσης, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αποτελεί καθοριστικό παράγοντα του επιτοκίου αναχρηματοδότησης. Η ταχεία αποκλιμάκωσή του πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα βασικά επιτόκια δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα προ κρίσης επίπεδα, ακόμη και με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.