«Την άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, εντός του 2024, κι όχι το 2025 όπως προβλέπει ο κυβερνητικός σχεδιασμός», ζητάει το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, με ανακοίνωσή του όπου αναφέρεται στην αύξηση του κατώτατου μισθού.,από την 1η Απριλίου.
«Η νέα αύξηση κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ, θα έπρεπε να έχει σχεδιαστεί με καταλληλότερο τρόπο για την εθνική οικονομία, με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ώστε να ωφεληθούν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι επαγγελματίες», αναφέρει το ΒΕΑ.
Αυτό αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας ενώ προσθέτει ότι είναι, σαφέστατα, προς τη θετική κατεύθυνση η ενίσχυση του μηνιαίου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των περίπου 600.000 χαμηλά αμειβόμενων πολιτών της χώρας, από την 1η Απριλίου, καθώς σωρευτικά, ο κατώτατος μισθός, από το 2019, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, αυξήθηκε κατά 25% από 663 ευρώ στα 830 ευρώ μικτά. Παράλληλα όμως, αυξάνεται η μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων, για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, κατά 62,90 ευρώ, από 953,8 ευρώ στα 1.016,7 ευρώ. Μια μικρομεσαία επιχείρηση, με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 4.403 ευρώ, σε ετήσια βάση.
Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση: «Ο πληθωρισμός πλήττει εργαζόμενους και επιχειρήσεις, συνεπώς θα πρέπει να υπάρξει ένας εκ νέου προγραμματισμός απομείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, ώστε η αύξηση κατώτατου μισθού να πετύχει τον στόχο της, που είναι η ανάπτυξη της αγοραστικής δυνατότητας των εργαζομένων, για την οποία όμως, προϋπόθεση είναι να διατηρηθούν στο ακέραιο οι θέσεις εργασίας».
Το Επιμελητήριο αναφέρει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού ανέρχεται στα 830 από τα 778 ευρώ και του κατώτατου ημερομισθίου στα 37 ευρώ, από 34,84 ευρώ. Σωρευτικά, ο κατώτατος μισθός, από το 2019, αυξήθηκε κατά 25% από 663 ευρώ στα 830 ευρώ μικτά.
Σχετικά με την επιβάρυνση των επιχειρήσεων, προσθέτει ότι η μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, κατά 62,90 ευρώ, από 953,8 ευρώ στα 1.016,7 ευρώ. Δηλαδή, μία μικρομεσαία επιχείρηση, με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 4.403 ευρώ, σε ετήσια βάση. Ο σχεδιασμός του υπουργείου, σημειώνει το ΒΕΑ, έχει περιορίσει το μη μισθολογικό κόστος, μόλις κατά 4,4%, όταν ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε 25% από το 2019.
Όπως σημειώνει το επιμελητήριο, οι επιχειρηματίες, για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, προχωρούν σε άντληση ρευστότητας από τις καταθέσεις τους. Τον Φεβρουάριο, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, περιορίστηκαν κατά 1.068 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 912 εκατ. ευρώ, αφορούσαν άντληση ρευστότητας από τις επιχειρήσεις.
Σε συνδυασμό μάλιστα, με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,46% από την 1η Ιανουαρίου, που συνεπάγεται επιβάρυνση από 96 ευρώ έως και 264 ευρώ τον χρόνο μόνο για την κύρια ασφάλιση, ανάλογα με την κατηγορία του ελεύθερου επαγγελματία, οι οικονομικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων αυξάνονται δυσανάλογα. Εάν μάλιστα διαθέτει επικουρική και εφάπαξ ασφάλιση, η επιβάρυνση ξεκινάει από 126 ευρώ το χρόνο και φτάνει τα 306 ευρώ.
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας επαναλαμβάνει ότι έχει ζητήσει από την κυβέρνηση, η αύξηση του κατώτατου μισθού, να συνδυαστεί με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ή των φορολογικών βαρών, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα στάσης πληρωμών ασφαλιστικών εισφορών και φόρων, απολύσεων, αλλά και λουκέτων.εισφορ
Ακόμη, προσθέτει, είναι απολύτως αναγκαίο, αφού η χώρα έχει βγει από την σκληρή επιτήρηση των Μνημονίων, να επανέλθει το σύστημα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους, μέσω της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.