Πέθανε σε ηλικία 90 ετών ο σκηνοθέτης Μάικ Χότζες, γνωστός για τις ταινίες «Get Carter» (1971) και «Flash Gordon» (1980).
Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε στην εφημερίδα Guardian και στην αμερικανική έκδοση Variety από τον Μάικ Κάπλαν, παραγωγό και επί σειρά ετών φίλο του Χότζες.
Ο Χότζες φέρεται ότι πέθανε στο σπίτι του στο Ντόρσετ το Σάββατο. Ακόμη δεν έχει γίνει γνωστή η αιτία θανάτου του.
Ανάμεσα στις ταινίες που σκηνοθέτησε ήταν οι «Get Carter» (1971) και «Pulp» (1972), ενώ στο τέλος της καριέρας του οι «Croupier» (1999) και «I’ll Sleep When I’m Dead» (2003).
Γεννημένος στο Μπρίστολ το 1932, ο Χότζες εργάστηκε αρχικά ως ορκωτός λογιστής και πέρασε δύο χρόνια στο Βασιλικό Ναυτικό ως ναρκοσυλλέκτης πηγαίνοντας από λιμάνι σε λιμάνι στη βόρεια Αγγλία.
Η πρώτη του δουλειά στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας ήταν ως υποβολέας στην τηλεόραση, γεγονός που τον οδήγησε να ασχοληθεί με την παραγωγή και τη σκηνοθεσία ειδησεογραφικών σειρών και ντοκιμαντέρ.
Η πρώτη σημαντική του ταινία ήταν η “Get Carter”, μια κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Τεντ Λιούις.
Πρωταγωνιστής της ήταν ο Μάικλ Κέιν, ο οποίος υποδυόταν έναν γκάνγκστερ του Λονδίνου.
Η ταινία του 1971 σημείωσε μεγάλη επιτυχία και συντέλεσε στο να συνεργαστούν ο Χότζες με τον Κέιν τον επόμενο χρόνο στην ταινία Pulp.
Ακολούθησε το 1980 η ταινία επιστημονικής φαντασίας “Flash Gordon” με τους Σαμ Τζόουνς, Μέλοντι Άντερσον, Μπράιαν Μπλεσντ και Τίμοθι Ντάλτον.
Το 1987 σκηνοθέτησε το θρίλερ με πρωταγωνιστή τον Μίκι Ρουρκ “A Prayer for the Dying” και το 1989 το “Black Rainbow” με την Ροζάνα Αρκέτ.
Η ταινία του “Croupier” το 1998 με πρωταγωνιστή τον Κλάιβ Όουεν δεν σημείωσε επιτυχία στο box office όταν βγήκε στους κινηματογράφους.
Τότε ο Χότζες φέρεται να αποφάσισε να αποσυρθεί θεωρώντας ότι είχε τελειώσει η καριέρα του. Αλλά όταν η ταινία κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ απέσπασε καλές κριτικές και προβλήθηκε εκ νέου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο Χότζες ολοκλήρωσε την καριέρα του με τον ίδιο τρόπο που την ξεκίνησε: με μια γκανγκστερική ταινία: Το “I’ll Sleep When I’m Dead” κυκλοφόρησε το 2003 και πάλι με τον Κλάιβ Όουεν, ο οποίος υποδυόταν έναν κακοποιό διψασμένο για εκδίκηση έπειτα από τον βιασμό του νεότερου αδελφού του.