Έπειτα από το μπαράζ παραιτήσεων στο Βρετανικό Μουσείο, έγινε γνωστό ότι κάποια από τα αντικείμενα που είχαν κλαπεί έχουν πλέον ανακτηθεί.
Περίπου 2.000 αντικείμενα πιστεύεται ότι έχουν κλαπεί από το Βρετανικό Μουσείο, αλλά ορισμένοι από τους θησαυρούς που αγνοούνται έχουν αρχίσει να ανακτώνται, αποκάλυψε ο πρόεδρος πρόεδρος των επιτρόπων διοίκησης του μουσείου Τζορτζ Όσμπορν.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο πρώην Υπουργός οικονομικών στο ραδιόφωνο 4 του του BBC «θα μπορούσαν να είχαν γίνει περισσότερα» για να αντιμετωπίσει τις κλοπές νωρίτερα.
Βρετανικό Μουσείο: Ανακτήθηκαν μερικά από τα αντικείμενα που είχαν κλαπεί – Καμία σύλληψη μέχρι στιγμής
Χθες Παρασκευή, ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Χάρτουϊκ Φίσερ ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από τη θέση του με άμεση ισχύ λέγοντας ότι δεν εκτίμησε σωστά την ανταπόκριση που θα έπρεπε να έχει το Μουσείο μετά την ειδοποίηση του εμπόρου τέχνης και παραδέχτηκε ότι η ευθύνη τελικά είναι δική του. Μάλιστα χαρακτήρισε την κατάσταση στο Μουσείο «εξαιρετικά σοβαρή».
Θα παραμείνει στη θέση του έως ότου βρεθεί προσωρινός αντικαταστάτης του.
Λίγο μετά το Μουσείο ανακοίνωσε ότι ο αναπληρωτής διευθυντής του Μουσείου Τζόναθαν Ουίλιαμς, δέχτηκε να αποχωρήσει οικειοθελώς έως ότου ολοκληρωθούν οι έρευνες. Τον Ιούλιο απολύθηκε ο υπεύθυνος για τις ελληνικές συλλογές.
«Πιστεύουμε ότι έχουμε πέσει θύμα κλοπών για μεγάλο χρονικό διάστημα και ειλικρινά θα μπορούσαν να είχαν γίνει περισσότερα για την αποτροπή τους» είπε ο Πρόεδρος του Μουσείου.
Ερωτηθείς γιατί οι ανησυχίες που εκφράστηκαν το 2021 δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη, ο κ. Όσμπορν είπε ότι ήταν «πιθανό» η «ομαδική σκέψη» μεταξύ των ανώτερων υπαλλήλων του μουσείου να σήμαινε ότι «δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι υπήρχε κάποιος εκ των έσω» που έκλεβε θησαυρούς.
Αναγνώρισε ότι το περιστατικό έχει βλάψει τη φήμη του μουσείου, αλλά είπε ότι επικεντρώθηκε στο «καθάρισμα του χάους».
Το μουσείο, ένα από τα πιο διάσημα πολιτιστικά ιδρύματα του Ηνωμένου Βασιλείου, δέχεται πιέσεις από τότε που αποκάλυψε νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι ορισμένοι θησαυροί αναφέρθηκαν «αγνοούμενοι, κλεμμένοι ή κατεστραμμένοι».
Τα αντικείμενα που λείπουν χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ. και φυλάσσονταν κυρίως για ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς σκοπούς, όπως είχε ανακοινώσει το Μουσείο.