Οι επικεφαλής των εταιριών που είναι εισηγμένες στον FTSE 100, τον πιο σημαντικό δείκτη του χρηματιστηρίου του Λονδίνου, υπολογίζεται πως εξασφάλισαν μέχρι την Πέμπτη 5/1/2023 τρίτη ημέρα της λειτουργίας τους το 2023, το ισοδύναμο του μέσου ετήσιου μισθού στη Βρετανία, υποδεικνύει έρευνα.
Χρειάστηκαν 30 ώρες εργασίας, εννέα ώρες λιγότερες απ’ ό,τι το 2022, στους επικεφαλής των 100 μεγαλύτερων εισηγμένων στο χρηματιστήριο του Λονδίνου επιχειρήσεων για να κερδίσουν αυτό το ποσό, παρατηρεί το High Pay Centre στη μελέτη του, την ώρα που η Βρετανία διέρχεται μεγάλη κρίση κόστους ζωής.
“Οι μεγάλοι δικηγόροι του Σίτι”, του πιο ισχυρού βρετανικού χρηματοπιστωτικού κέντρου, “θα χρειαστεί να περιμένουν μέχρι την προσεχή εβδομάδα προκειμένου να δουν τις αμοιβές τους από τις αρχές του 2023 να ξεπερνούν τον (ετήσιο) μέσο μισθό, ενώ οι μεγάλοι τραπεζίτες αναμένεται να τον φθάσουν στις 20 Ιανουαρίου”.
Οι υπολογισμοί του High Pay Centre βασίζονται στις πληροφορίες που δημοσιεύονται από τις επιχειρήσεις του FTSE 100 για τις αμοιβές των γενικών διευθυντών τους και στα κυβερνητικά στατιστικά στοιχεία για τους μισθούς στο Ηνωμένο Βασίλειο.
“Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν την αύξηση των πιο υψηλών αμοιβών μετά το άνοιγμα της οικονομίας έπειτα από την πανδημία της Covid, ύστερα από μια υποχώρηση στη διάρκεια των λοκντάουν όταν ίσχυαν οι οικονομικοί περιορισμοί”, σχολιάζει το κέντρο.
Η μέση αμοιβή των γενικών διευθυντών των επιχειρήσεων του FTSE 100 βρίσκεται σήμερα στα 3,41 εκατ. στερλίνες (3,86 εκατ. ευρώ), ποσό 103 φορές υψηλότερο από τον μέσο μισθό εργαζομένου πλήρους ωραρίου, που ανέρχεται στις 33.000 στερλίνες ετησίως.
Οι αμοιβές των επικεφαλής των μεγάλων επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 39% σε έναν χρόνο, ενώ ο βρετανικός μέσος μισθός 6% την ίδια περίοδο, με τον πληθωρισμό να φθάνει το 11% στη Βρετανία.
“Στη διάρκεια της χειρότερης περιόδου που έχει ζήσει η πλειονότητα των ανθρώπων, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι μια χούφτα υψηλόμισθων θα ενθυλακώσουν τέτοια ποσά”, σημειώνει στην έρευνα ο διευθυντής του High Pay Centre, Λουκ Χίλντγιαρντ.
“Για να αντιμετωπίσουμε την πτώση του επιπέδου διαβίωσης για την πλειονότητα” των ανθρώπων στη χώρα “χρειαζόμαστε μέτρα για καλύτερη ανακατανομή των εισοδημάτων”, υποστηρίζει.