Γράφει ο Χάρης Θεοχάρης
Ο προϋπολογισμός του κράτους είναι ο καθρέπτης της πολιτικής που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση το 2017. Ανέξοδες πολιτικές υποσχέσεις και εξαγγελίες αποδεικνύονται σκόπιμα ψεύδη μέσα από την ανάγνωση των αριθμών. Οι τρεις στόχοι του προϋπολογισμού, όπως τους περιγράφει ο υπουργός Οικονομικών, τίθενται εν αμφιβόλω.
Πρώτον, η διαφύλαξη της δημοσιονομικής ισορροπίας. Το 2016 πράγματι υπήρξε ισορροπία ως προς τα δημόσια οικονομικά. Δεν επρόκειτο για κυβερνητικό επίτευγμα, ήταν απότοκο της υποχρέωσης εφαρμογής του μνημονίου. Οι φόροι όμως που στήριξαν την επίτευξη αυτού του στόχου, δεν ευνοούν την ανάπτυξη. Μπορεί το 2017 να βγει με αυτό το μείγμα; Ίσως, αλλά με οδυνηρές συνέπειες στην κοινωνική συνοχή. Και μόνο εφόσον αποπληρωθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου που θα ενισχύσουν τη ρευστότητα ώστε να κινηθεί η αγορά.
Δεύτερον, ο δίκαιος επιμερισμός του κόστους προσαρμογής αλλά και του οφέλους της ανάκαμψης. Είναι το τέλειο οξύμωρο σχήμα. Κατά την προσφιλή της τακτική η κυβέρνηση αντιστρέφει την πραγματικότητα. Η επιδεινούμενη σχέση άμεσων προς έμμεσους φόρους, από 45,2% – 54,8% το 2016, σε 43,6% – 56,4% το 2017, αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα δουν τις εισφορές τους να αυξάνονται: 20% στη σύνταξη, 6,95% για περίθαλψη, 7% στην επικουρική και 4% στο εφάπαξ. Οι συνεχείς μειώσεις μισθών και η υποβάθμιση των εργασιακών συνθηκών για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με την αύξηση του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο κατά 320εκ. ευρώ. Οι πιο καλοπληρωμένοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα της κρίσης, οι εργαζόμενοι των ΔΕΚΟ, θα δουν τους μισθούς να αυξάνονται κατά 16%! Έτσι εννοεί τη δικαιοσύνη ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Έλληνας παραγωγός, ο ιδιοκτήτης της μικρο-ζυθοποιίας, θα δει επιβαρύνσεις 62 εκ. ευρώ, οι οποίες το μόνο που θα πετύχουν θα είναι να αφήσουν το σύνολο της αγοράς στους μεγάλους ομίλους. Το μέσο ελληνικό νοικοκυριό θα κληθεί να πληρώσει και άλλες αυξήσεις στον ΦΠΑ, ύψους 437 εκ ευρώ, και άλλες αυξήσεις στα καύσιμα 422 εκ ευρώ και άλλες αυξήσεις σε φόρους φυσικών προσώπων 1,1 δισ. ευρώ. Στην πραγματικότητα, σε καμία από τις 360 σελίδες του προϋπολογισμού δεν υπάρχει δικαιοσύνη.
Τρίτον, η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Τι κριτική να γίνει άραγε σε αυτόν τον στόχο; Η χώρα χρειάζεται 6% ανάπτυξη για τα επόμενα 10 χρόνια για να επιστρέψει στην ομαλότητα. Όχι για να φτάσει εκεί που ήταν. Απλώς να ισορροπήσει. Η κυβέρνηση έχει στηρίξει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού στην εικασία ότι το ΑΕΠ θα αυξάνεται μεσοσταθμικά κατά 4,1% μέχρι το 2060. Στον προϋπολογισμό του 2017 προβλέπεται ανάπτυξη 2,7%. Σε ρεαλιστική βάση θα κυμανθεί περί του 2%, αφού και η αύξηση της κατανάλωσης είναι αισιόδοξη και η υλοποίηση των επιδιωκόμενων επενδύσεων.
Ο στόχος δε για αύξηση των επενδύσεων κατά 9,1%, μόνο ως ειρωνεία μπορεί να εκληφθεί δεδομένων των δειγμάτων γραφής της κυβέρνησης σε αυτόν τον τομέα.
Ακύρωσε την επένδυση της Socar στη ΔΕΣΦΑ. Ακύρωσε σε μια νύχτα τη δυνατότητα επένδυσης στα υδροπλάνα. Ούτε καν υλοποίησε το προσυμφωνημένο πλάνο εξυγίανσης των ΕΑΣ, τα οποία οδήγησε σε απαξίωση. Με τα προσκόμματα στην επένδυση του Κατάρ, η κυβέρνηση όχι μόνο δυσφήμισε τη χώρα διεθνώς αλλά πέτυχε το ακατόρθωτο: Να «εξαγάγει» το εχθρικό επενδυτικό κλίμα εκτός των ορίων της επικράτειας. Το Κατάρ διέκοψε τις πληρωμές των ελληνικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στη χώρα με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν αδυναμία πληρωμής των υπαλλήλων τους. Με αυτούς τους όρους ουδείς επενδυτής εμπιστεύεται την κυβέρνηση. Ούτε πρόκειται να την εμπιστευτεί.
Ο προϋπολογισμός του 2017 οδηγεί σε αδιέξοδο για έναν ακόμα λόγο. Γιατί είναι λανθασμένη η συνταγή του μνημονίου. Γιατί και η ΕΕ και το ΔΝΤ καταλήγουν στις εύκολες και ασφαλείς λύσεις. Επιλέγουν αυτό στο οποίο συμφωνεί και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ: Περικοπές και λιτότητα αντί για επίμονες και επίπονες αλλαγές.