Την επομένη της καταστροφικής πυρκαγιάς που μετέτρεψε σε αποκαΐδια το Εθνικό Μουσείο του Ρίο ντε Τζανέιρο, στη Βραζιλία έχει ξεκινήσει ήδη η αντιπαράθεση, ενώ οι πυροσβέστες προσπαθούν ακόμη «να σώσουν κάτι» από τα 20 εκατομμύρια εκθέματα, ανυπολόγιστης αξίας, που φυλάσσονταν στις αίθουσες του πρώην ανακτόρου.
Αφού προσπαθούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας να σβήσουν τις φλόγες, οι πυροσβέστες ξεκίνησαν νωρίς το πρωί να σώσουν ό,τι μπορεί να σωθεί. «Θα προχωρήσουμε με μεγάλη προσοχή για να δούμε αν καταφέρουμε να σώσουμε κάτι. Δεν ξέρω ακόμη αν έχει σωθεί έστω και μια αίθουσα», εξήγησε ένας εκπρόσωπος της πυροσβεστικής υπηρεσίας.
Ο Αντόνιο Γκαμπίνε Μορέιρα, πρύτανης του Πανεπιστημίου UFRJ το οποίο διαχειρίζεται το μουσείο, είπε ότι ίσως να έχουν σωθεί κάποια αντικείμενα στο υπόγειο. Υπογράμμισε όμως ότι θα είναι ένα «ασήμαντο» μέρος της τεράστιας συλλογής του μουσείου. «Είναι μια απώλεια που αδυνατούμε να την εκτιμήσουμε», πρόσθεσε.
Ο Ρομπέρτο Ρομπαντέι, ο διοικητής της πυροσβεστικής του Ρίο, είπε στους δημοσιογράφους ότι δύο πυροσβεστικοί κρουνοί έξω από το κτίριο δεν λειτουργούσαν. Έτσι, οι πυροσβέστες αναγκάστηκαν να μεταφέρουν νερό με υδροφόρες από μια γειτονική λίμνη. Αλλά η φωτιά επεκτάθηκε τόσο γρήγορα που τίποτα δεν μπορούσε να βοηθήσει. «Σε έναν ιδανικό κόσμο, θα είχαμε πολλά πράγματα που δεν υπάρχουν εδώ: θα είχαμε συστήματα αυτόματης κατάσβεσης μέσα στο κτίριο» είπε, προσθέτοντας ότι η υπηρεσία του θα ερευνήσει το πώς αντέδρασαν οι πυροσβέστες. «Χθες ήταν μια από τις πιο θλιβερές ημέρες της καριέρας μου», τόνισε.
«Δεν αρκεί να κλαίμε, η κυβέρνηση πρέπει να βοηθήσει το μουσείο να ξαναχτίσει την ιστορία του», είπε στους δημοσιογράφους ο Αλεξάντρ Κέλερ, ο διευθυντής του μουσείου, ενώ πίσω του κάπνιζε ακόμη ό,τι απέμεινε από το αυτοκρατορικό μέγαρο του 19ου αιώνα. «Οι άνθρωποι θα πρέπει να νιώθουν αγανάκτηση. Ένα μέρος αυτής της τραγωδίας θα μπορούσε να αποφευχθεί. Τώρα, πρέπει να δράσουμε», πρόσθεσε, αναφερόμενος στην έλλειψη πόρων για τη συντήρηση του κτιρίου, λόγω της πολιτικής λιτότητας και των περικοπών.
Περίπου 100 φοιτητές και ερευνητές που συνεργάζονται με το μουσείο διαδήλωσαν το πρωί στους κήπους του Πάρκου Μπόα Βίστα, στο βόρειο Ρίο, όπου βρίσκεται το κτίριο. Κάποιοι έκλαιγαν, σκούπιζαν τα δάκρυά τους και παρηγορούσαν ο ένας τον άλλον.
«Ολόκληρη η Βραζιλία έγινε στάχτες, είναι μια απερίγραπτη καταστροφή για εκείνους που προασπίζονται την Ιστορία και τον πολιτισμό», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο η Βαλέρια Ριβέρα, μια συντηρήτρια έργων τέχνης που εργαζόταν στο μουσείο από το 2012.
Από τη φωτιά χάθηκε η πρώτη Βραζιλιάνα
Η «πρώτη Βραζιλιάνα», η Λουζία, χάθηκε για πάντα στην πυρκαγιά του Εθνικού Μουσείου του Ρίο ντε Τζανέιρο: αφού το απολιθωμένο κρανίο της, ηλικίας 12.000 ετών, έγινε στάχτη.
«Είναι μια ανυπολόγιστη απώλεια για όλους εκείνους που ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Πάουλο Κνάους, διευθυντής του Εθνικού Μουσείου Ιστορίας, αναφερόμενος στην καταστροφή του Εθνικού Μουσείου του Ρίο όπου φυλάσσονταν μέχρι και χθες οι «εθνικοί θησαυροί» της χώρας.
Μολονότι είχε περισσότερα από 20 εκατομμύρια μοναδικά εκθέματα, αναμφισβήτητα η Λουζία ήταν το διαμάντι του. Ήταν το πρώτο ανθρώπινο λείψανο που ανακαλύφθηκε στη Βραζιλία, το 1970, στην πολιτεία Μίνας Ζεράις, από μια αποστολή με επικεφαλής τη Γαλλίδα ανθρωπολόγο Ανέτ Λαμίνγκ-Εμπερέρ. Ήταν επίσης ένας από τους παλαιότερους σκελετούς ανθρώπων που έχουν βρεθεί σε όλη την αμερικανική ήπειρο.
Με βάση αυτό το κρανίο, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, στη Βρετανία, κατάφεραν να αναδημιουργήσουν ψηφιακά το πρόσωπό της – από την τρισδιάστατη εικόνα φτιάχτηκε και ένα γλυπτό που είχε εκτεθεί επίσης στο μουσείο.
«Η Λουζία πέθανε στην πυρκαγιά», είπε η Κάτια Μποζέα, η πρόεδρος του Ινστιτούτου Εθνικής Καλλιτεχνικής Κληρονομιάς (Iphan), μιλώντας στην εφημερίδα Estado de S. Paulo. Και αυτός ο θάνατος είχε προαναγγελθεί, πρόσθεσε, αναφερόμενη στις περικοπές στον προϋπολογισμό στον τομέα του πολιτισμού.
Η Ιστορία του Μουσείου
Το Εθνικό Μουσείο ιδρύθηκε από τον βασιλιά Πορτογαλίας και Βραζιλίας Ιωάννη Στ΄ το 1818 και μόλις τον περασμένο Ιούνιο γιόρτασε τα 200 χρόνια λειτουργίας του. Ήταν ένα από τα παλαιότερα και αξιολογότερα μουσεία της Βραζιλίας.
Από το 1892 στεγαζόταν σε ένα παλιό ανάκτορο της βασιλικής οικογένειας. Θεωρείτο επίσης ένα από τα σημαντικότερα μουσεία φυσικής ιστορίας στη Λατινική Αμερική και εκτός από τα 20 εκατομμύρια εκθέματα διέθετε μια βιβλιοθήκη με 530.000 έργα.
Ο Ρενάτο Ροντρίγκεζ Καμπράλ, καθηγητής Γεωλογίας στο τμήμα Παλαιοντολογίας, σημείωσε ότι η παρακμή του μουσείου δεν επήλθε μέσα σε μια νύχτα. «Ήταν μια προαναγγελθείσα τραγωδία. Διαδοχικές κυβερνήσεις δεν παρείχαν πόρους, δεν επένδυσαν στις υποδομές» είπε, υπενθυμίζοντας ότι το κτίριο απέκτησε νέα ηλεκτρική καλωδίωση πριν από περίπου 15 χρόνια αλλά αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να προστατευτεί από τις φλόγες.
«Οι πυροσβέστες ουσιαστικά το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να κοιτάζουν τη φωτιά», είπε. «Για την ιστορία και τις επιστήμες της Βραζιλίας είναι η απόλυτη τραγωδία. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ανακτήσουμε όσα χάθηκαν», εξήγησε.