Γράφει ο Ιπποκράτης Χατζηαγγελίδης
Εξαιρετικώς ενδιαφέρουσα η απόφαση 153/2017 του Δ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου που αναιρεί απόφαση -εξ εφέσεως- Πρωτοδικείου, η οποία δεν καταλόγισε δόλο (πρόθεση) στην αδυναμία αποπληρωμής υπερχρεωμένου φυσικού προσώπου, κατά το ν.3869/10, γνωστού ως «νόμος Κατσέλη».
Δεν είμαι νομικός, αλλά νομίζω ότι η απόφαση αυτή ανατρέπει το φιλοσοφία του εν λόγω νόμου, αφού τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα (που προστατεύει αυτός ο νόμος) είχαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, επίγνωση της αδυναμίας αποπληρωμής των υποχρεώσεων που αναλάμβαναν, ήδη από τη στιγμή της υπογραφής των σχετικών συμβάσεων.
Επίσης, και ίσως αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό, η απόφαση θεωρεί ότι το επιχείρημα της αιτούσης, περί των περιορισμένων οικονομικών της δυνατοτήτων και περιουσιακών της στοιχείων, ενισχύει ακόμα περισσότερο τον ισχυρισμό ότι η αιτούσα κατά το χρόνο ανάληψης των οφειλών της είχε πρόθεση να δημιουργήσει χρέη με σκοπό να μην τα αποπληρώσει.
Το τι όντως ισχύει σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Ούτε υπάρχει οφειλέτης που θα παραδεχθεί ότι την στιγμή που δανειζόταν είχε πλήρη επίγνωση του ενδεχομένου να μην μπορέσει να αποπληρώσει την οφειλή του. Υπό την έννοια αυτή, ουδείς είχε πρόθεση να μην αποπληρώσει. Όμως, γνωρίζουμε ότι και στρατηγικοί κακοπληρωτές υπάρχουν και πολλοί επέδειξαν ξεκάθαρη αμέλεια όταν δανείσθηκαν και μάλιστα όχι μόνο μια φορά, αλλά περισσότερες, ακόμη και με σκοπό την αναχρηματοδότηση των υποχρεώσεών τους.
Νομίζω είναι προφανές ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου εισάγει το στοιχείο της ουσιαστικής ευθύνης του οφειλέτη ως βασικό κριτήριο στην εκδίκαση υποθέσεων χρέους. Αυτό είναι κατ’ αρχήν δίκαιο στο βαθμό που ουδείς οφειλέτης με εμπορική ιδιότητα -φυσικό ή νομικό πρόσωπο- μπορεί να ισχυρισθεί άγνοια της μελλοντικής ικανότητός του να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του και, ως εκ τούτου, πτωχεύει. Οι διατάξεις προστασίας από τους πιστωτές -όπως το άρθρο 99 και ό,τι άλλο έχει χαρακτηρισθεί ως προπτωχευτικό δίκαιο- βασίζονται στην αρχή της “μη χειροτέρευσης της θέσεως των πιστωτών”. Αυτό σημαίνει ότι ο πιστωτής δεν μπορεί να λάβει ποσό μικρότερο από αυτό που θα ελάμβανε σε περίπτωση αναγκαστικής ρευστοποιήσεως της εταιρείας.
Βεβαίως, οι ιδιώτες οφειλέτες, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, κατά την ορολογία του νόμου Κατσέλη, δεν πτωχεύουν, αλλά αντιθέτως προστατεύονται με αποφάσεις ειρηνοδικείων, πολλές εκ των οποίων ήταν σκανδαλώδεις στο βαθμό που απήλλασσαν σχεδόν πλήρως τους οφειλέτες. Αυτό δεν είναι μόνον επικίνδυνο για την τραπεζική πίστη και την σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, αλλά και άδικο για όλους τους συνεπείς οφειλέτες που είναι η πλειοψηφία.
Κυρίως, όμως, ήταν μια πολύ κακή νομική ρύθμιση αφού νομιμοποίησε την ασυνέπεια και την ανευθυνότητα στέλνοντας ένα εντελώς λανθασμένο μήνυμα στην κοινωνία, ακριβώς αντίθετο από το pacta sunt servanda, την λατινική φράση που έρχεται από τον Πλάτωνα (Νόμοι, βιβλίο Β΄) και εξειδικεύει την αντίληψη του Σωκράτη για το σεβασμό στους νόμους. Η φράση αυτή μαζί με το rule of law αποτέλεσαν την βάση της ανάπτυξης των δυτικών κοινωνιών, αφού επέτρεψαν την εμπέδωση και την διάδοση της εμπορικής και τραπεζικής πίστεως.
Αν, όπως υποθέτω, η αρεοπαγιτική απόφαση αλλάζει την νομολογία και συμπαρασύρει επερχόμενες αποφάσεις στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, τότε αυτός ίσως καταστεί ανενεργός. Κλείνει, έτσι, την πληγή που άνοιξε ο νόμος αυτός, αλλά δεν παύει να παραμένει ανοικτό και έντονο το πρόβλημα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Η λύση που θα δοθεί δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική, σύμφωνη με την οικονομική λογική και χωρίς βλάβη του δικαίου. Σε επόμενο άρθρο θα παρουσιάσω την άποψή μου επ’ αυτού.