Γράφει ο Κωνσταντίνος Ταγαράς
21η Απριλίου 1967. «Την 2.30 πρωινήν δύναμις τεθωρακισμένων κατέλαβεν το κέντρο των Αθηνών. Υπό τα έκπληκτα βλέμματα των ολίγων Αθηναίων που εκυκλοφόρουν την προκεχωρημένην αυτήν ώραν, τεθωρακισμένα απέκλεισαν τα Παλαιά Ανάκτορα, ενώ στρατιωτικαί δυνάμεις κατελάμβανον τον Ο.Τ.Ε, τους ραδιοφωνικούς θαλάμους του Ε.Ι.Ρ εις το Ζάππειον και τα υπουργεία. Η τηλεφωνική επικοινωνία διεκόπη περί την 2.45 πρωινήν.
Προ της διακοπής, οι αντιληφθέντες τας κινήσεις των τεθωρακισμένων, ανήσυχοι, ετηλεφώνουν στις εφημερίδας δια να ζητήσουν πληροφορίας. Την 3.30 πρωινήν κατέστη σαφές ότι αι στρατιωτικαί δυνάμεις είχαν θέσει υπό τον έλεγχόν των το κέντρον της πόλεως. Φήμαι περί συλλήψεων πολιτικών ανδρών εκυκλοφόρουν και ουδείς ήτο εις θέσιν να παράσχη οιανδήποτε πληροφορία, περί των οργανωτών, της εκτάσεως και των σκοπών του στρατιωτικού κινήματος».
Το μονόστηλο της «Καθημερινής» ήταν το μοναδικό που ενημέρωνε τους αναγνώστες προτού ανασταλεί η λειτουργία της έως τη 15η Σεπτεμβρίου του 1974. Είναι σαφές όμως πως ουδείς εκ των συντελεστών της μοναδικής ενημερωτικής κίνησης την αποφράδα εκείνη νύχτα (οι περισσότερες εφημερίδες,κυρίως οι πρωινές, λίγο μετά τα μεσάνυχτα είχαν ήδη ετοιμάσει το φύλλο της επόμενης ημέρας, ενώ κάποιες δεν είχαν προλάβει και δεν βγήκαν ποτέ στα περίπτερα με ημερομηνία 21-4-1967) μπορούσε να διανοηθεί πως 5 δεκαετίες αργότερα ο Έλληνας θα αναπολούσε την επταετία της «Επανάστασης».
Απόρροια του αναπόφευκτου θυμού, αναμεμειγμένου όμως με άγνοια ή και σκοπιμότητα, η πολιτική (;) αυτή «μόδα» παράγει τη θεωρία ότι κατά την επταετή δικτατορία τέθηκε σε γύψο και η διαφθορά. Ότι η χούντα φρουρούσε, σαν κέρβερος, το δημόσιο χρήμα και τις αρχές της «χριστής διοίκησης». Οι ίδιοι οι συνταγματάρχες δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι στον 21ο αιώνα έμελλε να μνημονεύονται με επαίνους.
«Εκείνοι τουλάχιστον δεν έκλεψαν», «δεν έκαναν περιουσίες», «ε, ρε Παπαδόπουλο που χρειάζονται τα σημερινά λαμόγια».Από το 2010 κι εντεύθεν οι έπαινοι επεκτάθηκαν και στα της οικονομίας: «Επί χούντας ο κόσμος έτρωγε ψωμάκι», «αν δεν μιλούσες ζούσες καλά», «τότε δεν υπήρχε οικονομική κρίση στην Ελλάδα, όπως σήμερα».
Εδώ και δεκαετίες, επιφανείς και διακεκριμένοι οικονομολόγοι έχουν χωρίσει την ήρα από το στάρι υπογραμμίζοντας όπως ο Ξενοφών Ζολώτας ότι «η οικονομική πολιτική της δικτατορίας ήταν πολιτική οικονομικής μεγεθύνσεως και όχι οικονομικής αναπτύξεως» και έχουν βάλει τα πράγματα στη θέση τους ξεκαθαρίζοντας, όπως ο Γιάγκος Πεσματζόγλου ότι «η αντιμετώπιση της φτώχειας εξαντλήθηκε στη διαγραφή των αγροτικών χρεών», αλλά οι ακροδεξιοί παπαγάλοι επιμένουν επιβεβαιώνοντας την αρχαία ρήση «εκ στόματος κόρακος κρα εξελεύσεται».
Η αγροτική οικονομία αναπτύχτηκε μόλις 1,8% την επταετία αν και το 1968 το καθεστώς είχε προβλέψει ανάπτυξη 5,2% με χρονικό ορίζοντα πενταετίας, ενώ οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν κατά 25%. Το δημόσιο χρέος υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας τα 87,5 δισεκατομμύρια δραχμές στις αρχές του 1973 ενώ ήταν 37,8 δισεκατομμύρια τον Δεκέμβριο του 1967 και παράλληλα το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών οκταπλασιάστηκε μεταξύ 1967 και 1972, καθώς το ισοζύγιο πληρωμών που εμφάνιζε μέσο πλεόνασμα 14,6 εκατ. δολαρίων την περίοδο 1960-1966 βρέθηκε την επταετία να εμφανίζει μέσο έλλειμμα ύψους 117 εκατομμυρίων δολαρίων.
Σε αδρές γραμμές, αυτά είναι το «χακί οικονομικό θαύμα» της επταετίας 1967-1974, αδυνατώντας βέβαια να παραγνωρίσουμε το σύνολο της χουντικής φιλοσοφίας και στάσης κατά την περίοδο αυτή. Το «Τάμα του Έθνους», οι μίζες και οι εξυπηρετήσεις ημετέρων, το μυστρί αλλά και τα κλαρίνα και τα τσάμικα συνέθεταν το σκηνικό μιας χώρας μέσα στην Ευρώπη αλλά τόσο μακριά από τις αρχές και τα ιδανικά της.
Παρ’ όλα αυτά, τα ακροδεξιά και φιλοχουντικά σταγονίδια εξακολουθούν να βρίσκουν τροφή και ευνοϊκές συνθήκες αναπαραγωγής στα βαλτώδη ύδατα της σημερινής πολιτικής ζωής του τόπου μας. Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που ζητούν μετ’ επιτάσσεως την ανέγερση της εκκλησίας-όραμα του Γεωργίου Παπαδόπουλου (για να ευλογήσουμε τα δικά μας γένια πρωτίστως), κυβερνητικά στελέχη που πραγματοποιούν ταξιδάκια αναψυχής με τα μέλη της Χρυσής Αυγής στο Καστελόριζο. Και κυρίως η ντροπιαστική για την πατρίδα μας εικόνα νεοναζί δολοφόνων να αλωνίζουν ελεύθεροι στρατολογώντας νέα μέλη.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά την επιβολή της Χούντας των Συνταγματαρχών οφείλουμε να αντιπαρατάξουμε ξανά το δημοκρατικό μας φρόνημα έναντι των νοσταλγών του Θεοφιλογιαννάκου αλλά και της Μακρονήσου και της Γυάρου. Το χρωστάμε στους ίδιους μας τους εαυτούς.
Το χρωστάμε στο Σπύρο Μουστακλή, στο Νίκο Παππά και στις χιλιάδες συμπολιτών μας που φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν. Ας βάλουμε κι εμείς ένα λιθαράκι ούτως ώστε οι φασιστοειδείς απόγονοι του Παττακού και του Ιωαννίδη να επιστρέψουν μια και καλή στα λαγούμια τους και οι υποστηρικτές της αιμοσταγούς δικτατορίας του Μαδούρο να καταλήξουν εκεί ακριβώς που τους αρμόζει. Στο χρονοντούλαπο της ιστορίας…