Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Ένα από τα προβλήματα που έχουν αρχίσει να αφήνουν τα σημάδια τους στην αγορά είναι η έξοδος πολλών εταιρειών από το Χρηματιστήριο Αθηνών λόγω προφανώς της μεγάλης αβεβαιότητας στο ελληνικό οικονομικό σκηνικό. Χαρακτηριστικά από τις 360 μετοχές που έφτασε να διαπραγματεύεται πριν από δέκα χρόνια το χρηματιστήριο Αθηνών, σήμερα έχουν απομείνει μόνο 228, εκ των οποίων οι 56 είναι σε καθεστώς επιτήρησης, οι 16 είναι στην κατηγορία της χαμηλής διασποράς και πάρα πολλές από αυτές κάνουν μηδαμινές πράξεις ημερησίως.
Αναλυτικότερα, Η αδυναμία του ΧΑ να λειτουργήσει εδώ και αρκετά χρόνια ως εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης -μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου- σε συνδυασμό με το περιορισμένο αγοραστικό ενδιαφέρον τόσο από τους Έλληνες όσο και από τα περισσότερα διεθνή Fund, οδήγησε αρκετές μεγάλες εταιρείες (εγχώριες και πολυεθνικές) σε δημόσιες προτάσεις, προκειμένου να βγουν από το ταμπλό.
Μία από τις πιο ιστορικές μετοχές, η ΑΓΕΤ Ηρακλής, έκλεισε τον κύκλο της, καθώς η Lafarge Cementos κατέθεσε υποχρεωτική δημόσια πρόταση, στο πλαίσιο της συγχώνευσής της με τη Holcim και την εισαγωγή των νέων μετοχών της στα χρηματιστήρια της Ζυρίχης και του Παρισιού.
Είχε προηγηθεί τη χρονιά που μας πέρασε, το delisting της Ηellas online (μετά την εξαγορά της από τη Vodafone Hellas), της S&B (του Οδυσσέα Κυριακόπουλου), του Μοχλού (λόγω απορρόφησής της από την Τεχνική Ολυμπιακή) και της Eurodrip μετά την εξαγορά της από την αμερικανική Paine. Στα τέλη Δεκεμβρίου εξάλλου τέθηκαν εκτός διαπραγμάτευσης και οι μετοχές της «Καθημερινής», ενώ σύντομα θα αποτελέσει παρελθόν ακόμη μία πάλαι ποτέ ισχυρή μετοχή της μεσαίας κεφαλαιοποίησης, η Ελβάλ, η οποία μετά τη Σιδενόρ, θα αποτελέσει το δεύτερο «θύμα» της διαδικασίας συγχώνευσης των θυγατρικών του που «τρέχει» ο όμιλος Viohalco.
Η υποχώρηση των ημερήσιων τζίρων σε πολύ χαμηλά επίπεδα -με τις τράπεζες να «μονοπωλούν» σχεδόν το ενδιαφέρον μαζί με μερικά ακόμη Blue chips όπως π.χ. τη ΔΕΗ, τον ΟΠΑΠ, τον ΟΤΕ κ.ά.- αποδεικνύει ότι η συντριπτική πλειονότητα των ξένων επενδυτών δεν ασχολούνται με την Ελλάδα. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που η χώρα παραμένει σε κατάσταση ύφεσης και δεν έχει δείξει ουσιαστικά σημάδια επιστροφής σε ανοδικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι τζίροι αυτοί καθιστούν ιδιαίτερα ρηχή την ελληνική αγορά και ενδεχομένως μη επενδύσιμη από Fund, με προσανατολισμό σε ώριμες ή ακόμα και σε αναπτυσσόμενες αγορές. Σημειώνεται ότι ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε πέρυσι πτώση της τάξης του 23,6%, ενώ και στο 2016 το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει κάνει «ποδαρικό» με το… αριστερό, αφού, λόγω και των εξελίξεων στην Κίνα, μετράει ήδη απώλειες της τάξης του 6%-7%.
Αναφορικά με τις προοπτικές της αγοράς, η μείωση της ζήτησης, λόγω και της διατήρησης των κεφαλαιακών περιορισμών, αποτελεί ακόμα μία παράμετρο που θα επηρεάσει τουλάχιστον και στο ξεκίνημα του 2016. Την ίδια στιγμή νέες επενδύσεις από τις εισηγμένες δεν διαφαίνονται στον άμεσο ορίζοντα. Πρόσφατο άρθρο της Deutsche Welle ανέφερε ότι ενώ «η χτυπημένη από την κρίση ελληνική οικονομία χρειάζεται επενδύσεις όσο τίποτα άλλο… το 2015 οι εισηγμένες επένδυσαν μόνο 300 εκατ. ευρώ, σε αντίθεση με τα 2,5 δισ. του 2014».
Ο υπεύθυνος του τμήματος αναλύσεων της Beta Securities, Μάνος Χατζηδάκης, σημειώνει, με βάση τα στοιχεία του εννεάμηνου, ότι «για το σύνολο των κερδών ευθύνονται μόλις δέκα εταιρείες, οι οποίες δίνουν κάθε φορά και την τάση της κερδοφορίας. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έχουν δοκιμαστεί από το 2008 έως και σήμερα τους δίνει τον χαρακτηρισμό ως “εταιρείες παντός καιρού”. Από κοντά ακολουθούν και κάποιες άλλες μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, με αποδεδειγμένα επιτυχημένο παρελθόν, οι οποίες ωστόσο αποτελούν επιλογές σε δεύτερο χρόνο».
Με εξαίρεση τη μετοχή της Alpha Bank, όλες οι άλλες τραπεζικές μετοχές διαπραγματεύονται σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που τοποθετήθηκαν οι νέοι μέτοχοι κατά τη διάρκεια της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησης. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό και στις αναταραχές που έφεραν στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, η Κίνα και οι έντονες γεωπολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο, οι επενδυτικοί οίκοι (όπως π.χ. η KBW, η Pantelakis Securities, η Axia Research κ.ά.) «βλέπουν» υψηλότερα και τις τέσσερις μετοχές των συστημικών τραπεζών σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ο πήχης για την Alpha Bank μπαίνει σε ένα εύρος τιμών μεταξύ 3,1 και 3,3 ευρώ, για τη Eurobank από 1,12 μέχρι 1,65 ευρώ, για την Τράπεζα Πειραιώς στα επίπεδα μεταξύ 0,30-0,45 ευρώ και, τέλος, για την Εθνική Τράπεζα οι τιμές-στόχοι ορίζονται από 0,35 μέχρι 0,55 ευρώ.
Η περαιτέρω μείωση των λειτουργικών εξόδων, η ανάκαμψη των προμηθειών και η καλύτερη διαχείριση δανείων και καταθέσεων αποτελούν τους τα στοιχεία που θα καθορίσουν τις μελλοντικές προοπτικές των τραπεζών. Βέβαια, βασικό ρόλο στις εξελίξεις που αφορούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, έχει η γενικότερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Εν κατακλείδι, σίγουρα θα πρέπει να κρουστεί ο κώδων του κινδύνου στην Κυβέρνηση προκειμένου να πάρει πολύ γρήγορα μέτρα, διότι γρήγορα θα υπάρξουν πολλά προβλήματα και στο χρηματιστήριο, τα οποία δεν έχουν ακόμα φανεί και θα φανούν μόνο σε μία επόμενη μεγάλη κρίση, όπως εκείνη που ήδη έγινε το καλοκαίρι με την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση των κεφαλαίων.