Του Ιπποκράτη Χατζηαγγελίδη
Τα τελευταία 6 έτη, οι ελληνικές επιχειρήσεις λειτουργούν σε καθεστώς πιστωτικής ασφυξίας, λόγω των σημαντικών προβλημάτων του τραπεζικού συστήματος. Όλοι γνωρίζουμε ότι το τραπεζικό μας σύστημα δεν ήταν ποτέ ιδιαιτέρως φιλικό προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ενώ λειτουργούσε με αδιαφάνεια και αντιπαραγωγικά κριτήρια, ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και ύστερα.
Το φθηνό χρήμα και η υπερβάλλουσα ρευστότητα της περιόδου 1998-2008 καθιστούσε τα προβλήματα αυτά λιγότερο έντονα. Όμως, η χρηματοπιστωτική κρίση -η οποία στη χώρα μας μετετράπη σε δημοσιονομική- έπληξε πρωτίστως το τραπεζικό μας σύστημα και, δι’ αυτού, τις επιχειρήσεις. Αυτό οφείλεται στα στρεβλά χαρακτηριστικά της οικονομίας μας αλλά και στην ανορθολογική δομή και λειτουργία του τραπεζικού μας συστήματος, το οποίο είχε υπερεκτεθεί στην αγορά ομολόγων του δημοσίου.
Προφανώς -και δυστυχώς- η ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος και η επανέναρξη της χρηματοδοτήσεως των επιχερήσεων εξαρτάται, κυρίως, από την επίλυση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, η οποία αργεί. Συνεπώς, οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να μάθουν, αφ’ ενός, να επιβιώνουν σε καθεστώς περιορισμένης ρευστότητος και ακόμη πιο περιορισμένων πιστώσεων και, αφ’ ετέρου, να αξιοποιήσουν κάθε εναλλακτική μορφή χρηματοδοτήσεως, όχι απαραιτήτως τραπεζικής προελεύσεως.
Η πλέον προσβάσιμη και άμεση εναλλακτική μορφή χρηματοδότησης είναι η προεξόφληση τιμολογίων, δηλαδή το γνωστό μας factoring, όμως όχι μέσω τραπεζών αλλά στο επίπεδο μιας νέας παγκόσμιας αγοράς ανοιχτής πρόσβασης, που συνδέει τις επιχειρήσεις με το μη τραπεζικό κεφάλαιο, με στόχο να βρουν χρηματοδότηση χωρίς απαιτήσεις εγγυήσεων, πιστωτικού ελέγχου και μακροχρόνιων δεσμεύσεων.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση επιλέγει τους όρους με τους οποίους πωλεί την απαίτησή της (τιμολόγιο), χωρίς να αντιμετωπίζει το κίνδυνο να απορριφθεί κάποιο από αυτά, όπως συμβαίνει με τις τράπεζες. Οι εκδότες των τιμολογίων έχουν τη δυνατότητα να ανεβάσουν τα προς προεξόφληση τιμολόγιά τους με τους όρους που οι ίδιοι επιλέγουν.
Οι αντισυμβαλλόμενοι, στα συστήματα αυτά, είναι θεσμικοί διαχειριστές κεφαλαίων (hedge funds, private equities, venture capitals, pension funds, asset managers, family offices, investment banks, insurance companies κλπ.) που επενδύουν τα βραχυπρόθεσμα διαθέσιμά τους αναλαμβάνοντας να προεξοφλήσουν άμεσα τα τιμολόγια χωρίς την απαίτηση προσημείωσης περιουσιακών στοιχείων ή τον καθορισμό ορίων χρηματοδότησης. Η θεματοφυλακή και εκκαθάριση των πράξεων γίνεται σε όλα τα νομίσματα, μέσω μεγάλων τραπεζών σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Ζυρίχη, Φρανγκφούρτη κα.
Σημαντικό είναι ότι από την πλευρά των αγοραστών των τιμολογίων δεν υφίσταται πιστωτικός έλεγχος και πέραν του ελέγχου της νομιμότητας των εγγράφων, δεν ζητούνται εγγυήσεις από τον πωλητή του τιμολόγιου, ενώ, συνήθως δεν υπάρχει ούτε αναγωγή. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να χρηματοδοτηθούν ακόμη και επιχειρήσεις που ενώ έχουν πωλήσεις δεν έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα λόγω δυσμενών εγγραφών στο σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ.
Βεβαίως, πρέπει να επισημάνουμε, ότι δεν πρόκειται για φθηνή χρηματοδότηση, στο βαθμό που το επιτόκιο, αναγόμενο σε ετήσια βάση, μπορεί να φθάσει ή να ξεπεράσει το 20%. Όμως, είναι εύχρηστα συστήματα που διεκπεραιώνουν γρήγορα τα αιτήματα χρηματοδότησης, άρα ανταποκρίνονται στις ανάγκες εταιρειών που έχουν πρόβλημα ρευστότητος.
Επίσης, επιχειρήσεις όπως αλυσίδες super-markets κλπ. μπορούν να αξιοποιήσουν την μέθοδο του reverse factoring, η οποία είναι παρόμοια με την ανωτέρω διαδικασία με τη διαφορά ότι την πρωτοβουλία «εκχωρήσεως» τιμολογίων λαμβάνει ο πελάτης, δηλαδή αυτός που θα πληρώσει τα τιμολόγια. Με το σύστημα αυτό και ο πωλητής (ο εκδότης του τιμολογίου) λαμβάνει πολύ γρήγορα τα χρήματά του και ο πελάτης (ο λήπτης του τιμολογίου) απολαμβάνει σημαντικών πιστώσεων.