O Ψυχίατρος και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρίστος Λιάπης είχε προκαλέσει αντικρουόμενες κριτικές, όταν παραμονές του Δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015, είχε αρθρογραφήσει υποστηρίζοντας πως ο τότε Υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης εμφανίζει το Σύνδρομο της Ύβρεως.
Ο 38xρονος γιατρός, δραστήριος και με έντονη επιστημονική, κοινωνική και πολιτική δράση -που για ορισμένους προσεγγίζει τα όρια της υπερέκθεσης- τόσο στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, τον νομό Τρικάλων, όσο και στο κλεινόν άστυ, με επιστημονικές, ερευνητικές και λογοτεχνικές ανησυχίες και βραβεύσεις, μιλά για όλα, για την παγκόσμια και την εγχώρια πολιτική σκηνή -ιδιαίτερα τώρα που η διεθνής κοινή γνώμη σπεύδει να “ψυχαναλύσει” τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ– για τις αδυναμίες του Εθνικού μας Συστήματος Υγείας, για την συμμετοχή του στις δράσεις των Γιατρών του κόσμου στην Αφρική, για τη λογοτεχνία, για το Δημοψήφισμα του 2015, για τη γνωριμία του με τον Αμερικανό π. Γερουσιαστή Patrick Kennedy, ανιψιό του JFK, κατά την περίοδο των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Tufts και για την καταπολέμηση του στίγματος των ψυχικώς νοσούντων.
Με τον πρώην γερουσιαστή Patrick Kennedy, ανιψιό του αδικοχαμένου Προέδρου των ΗΠΑ Τζόν Φιτζέραλντ Κέννεντυ.
Πείτε μας ευθέως, τίθεται θέμα διάγνωσης του Donald Trump με ψυχολογική νόσο η οποία τον καθιστά ακατάλληλο να κυβερνήσει;
Πάντοτε απαντώ και σχολιάζω ευθέως, ανοικτά και άφοβα αυτά τα ζητήματα, όταν μου τίθενται. Στη μικροκλίμακα, δε, του δικού μας πολιτικού συστήματος, όταν και εγώ εκφράστηκα ανοικτά για χαρακτηριολογικά στοιχεία πολιτικών και Υπουργών, τα οποία τους καθιστούσαν επικίνδυνους (όχι ψυχικώς πάσχοντες, αλλά επικίνδυνους) στη λήψη αποφάσεων για τις ζωές μας, ευθαρσώς το επεσήμανα και αδίκως το επλήρωσα.
Τον Απρίλιο του 2016 ο Economist ιεραρχούσε το ενδεχόμενο εκλογής του Trump στον προεδρικό θώκο, στη λίστα με τους 10 πρώτους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία και ειρήνη. Το πόσο γρήγορα πήρε, ο Αμερικανός Πρόεδρος, την απόφαση να χτυπήσει τη Συρία, παρακάμπτοντας, μάλιστα και τα δύο εκλεγμένα όργανα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, δεν μπορεί παρά να ενισχύσει τις ανωτέρω ανησυχίες.
Η όποια επικινδυνότητα, όμως, του Trump δεν έχει να κάνει με την παρουσία ή την απουσία κάποιας ψυχιατρικής διαταραχής.
Για να τεθεί θέμα ψυχιατρικής ή ψυχολογικής παρέμβασης, θα πρέπει να υπάρχει θεραπευτικό αίτημα, δηλαδή ο πάσχων -ή ο περίγυρός του- να αισθάνονται πως έχει κλονιστεί η λειτουργικότητά του. Αυτό, σε καμία περίπτωση, δεν φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση του Donald Trump.
Ανατρέχοντας στη δική μου ακαδημαϊκή διαδρομή και συγγραφή σχετικά με το “Σύνδρομο της Ύβρεως”, το οποίο αποτελεί έκφραση της τοξικής επιδράσεως της εξουσίας στην προσωπικότητα συγκεκριμένων πολιτικών ηγετών, θα ήθελα να υπογραμμίσω πως το Σύνδρομο αυτό έχει περιγραφεί από τον Λόρδο Όουεν (πρώην υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, εμπνευστή του σχεδίου Βανς και Όουεν για την ειρήνευση στην πρώην Γιουγκοσλαβία και Ψυχίατρο κατά σπουδές) και έχει αποδοθεί σε συγκεκριμένους ηγέτες, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Τόνι Μπλερ και ο Ρίτσαρντ Νίξον. Αυτή η εκ της εξουσίας προκαλούμενη αλαζονεία τους καθιστούσε ανίκανους ή και επικίνδυνους στη λήψη αποφάσεων. Αυτό δεν σημαίνει πως θα έπρεπε να αποστερηθούν των δικαιωμάτων τους δικαιοπραξίας ή άσκησης πολιτικής, αλλά -την ίδια στιγμή- θα πρέπει να ενημερώνουμε τον λαό για τις παγίδες της εξουσίας και για τις διαβρωτικές επιδράσεις της στον χαρακτήρα συγκεκριμένων πολιτικών.
Η περίπτωση του κ. Trump είναι λίγο διαφορετική, καθώς δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πως, έχοντας μείνει επί μακρού στον προεδρικό θώκο, υπέστη τη διαβρωτική επίδραση της εξουσίας και εμφάνισε το Σύνδρομο της Ύβρεως, το οποίο -ειρήσθω εν παρόδω- έχει κάποια κοινά εφαπτομενικά στοιχεία με τη Ναρκισσιστική Διαταραχή της Προσωπικότητας και συγκεκριμένα με τον κακοήθη ναρκισσισμό.
Πόσο κινδυνεύει η κοινωνία από αυτόν, ακριβώς, τον κακοήθη ναρκισσισμό των πολιτικών μας ταγών;
Πρέπει να φροντίζουμε για την όξυνση των πολιτικών αντανακλαστικών της κοινής γνώμης και των ψηφοφόρων, απέναντι στη συμπεριφορική αλαζονεία των πολιτικών και στην αδυναμία τους να δουν πέρα και πάνω από τον εαυτό τους, εκπληρώνοντας τον πραγματικά λειτουργηματικό ρόλο της αποστολής τους.
Τούτο αποτελεί χρέος μας ως ενεργών πολιτών της παγκόσμιας κοινότητας, αλλά και της εγχώριας πολιτικής σκηνής που ταλανίζεται ακόμη περισσότερο -τα τελευταία χρόνια- από την αμετροέπεια, τον λαϊκισμό, τη ματαιοδοξία, τη διαφθορά και τον αβδηριτισμό των πολιτικών που ανέρχονται στις θέσεις εξουσίας και ευθύνης. Τον Ιούλιο του 2015, λίγο πριν από το θεσμικώς αναίτιο και πολιτικώς άστοχο δημοψήφισμα που επέφερε το κλείσιμο των τραπεζών και την εφαρμογή των στραγγαλιστικών για την οικονομία μας capital controls, επιχείρησα να εφαρμόσω τα συμπεράσματα του Λόρδου Owen περί του Συνδρόμου της Ύβρεως, στον τότε Υπουργό Οικονομικών, Γιά(ν)νη Βαρουφάκη, αμετροεπή και διαπραγματευτικώς επικίνδυνο, βραβευθέντα, λίγο αργότερα, με το έπαθλο της χειροτέρου διαπραγματεύσεως για το 2015, από το Πανεπιστήμιο του Harvard. Αυτό απετέλεσε την πολιτική, επιστημονική και ακαδημαϊκή σημασιοδότηση της ενεργούς συμμετοχής μου στα κοινά, αναλαμβάνοντας και το ανάλογο κόστος.
Τί είναι αυτό που επιχειρείτε να αλλάξετε μέσα από την ενεργό σημμετοχή σας στον δημόσιο λόγο και προβληματισμό;
Επιχειρώ να αλλάξω την απροθυμία συμμετοχής στα κοινά των νέων και την απουσία αισθήματος ευθύνης που διακρίνει τις περισσότερες από τις πολιτικές επιλογές των συμπολιτών μας. Πρέπει να αγωνιστούμε για την εκρίζωση της συνεκδηλούμενης με απογοήτευση ανακυκλούμενης δυσπιστίας και επιφυλακτικότητας της κοινωνίας μας απέναντι στους πολιτικούς. Τον πιο ύπουλο εχθρό όλων των ανανεωτικών προσπαθειών ανάκαμψης της πολιτικής, εθνικής και οικονομικής μας ζωής αποτελεί η διαβρωτική, για τον πολιτικό κόσμο και την προοπτική υπεύθυνης διακυβέρνησης της πατρίδος μας, περιρρέουσα αντίληψη πως “όλοι είναι ίδιοι”. Έχουμε ανάγκη άρθρωσης καθαρού και ειλικρινούς, υπεύθυνου, επιστημονικά τεκμηριωμένου και κοινωνικά ζωντανού και αλληλέγγυου πολιτικού λόγου, ο οποίος να καταδεικνύει τις εξαπατητικές και ανεπαρκείς πρακτικές της σημερινής Κυβέρνησης, να αναγνωρίζει παρελθόντα λάθη του κεντροδεξιού χώρου και να συγκροτεί ένα νέο αφήγημα αλήθειας, τόλμης και προσφοράς στη χώρα.
Τι πρέπει να γίνει ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του ΕΣΥ;
Οι παθογένειες του Εθνικού μας Συστήματος Υγείας ήταν βαθιά ριζωμένες στην καθημερινή του λειτουργία, σχεδόν από τη γέννησή του. Πρόκειται για προβλήματα που είχαν να κάνουν με την αδιαφάνεια, την προκλητή ζήτηση υπηρεσιών υγείας, τη φαυλότητα, την αναξιοκρατία, την υποστελέχωση και την άναρχη ανάπτυξη των υποδομών του. Τα χρόνια της κρίσης, στα μόνιμα αυτά προβλήματα προστέθηκε με επώδυνο τρόπο η στενότητα των πόρων και η εξ αυτής ασφυκτική περιστολή των δαπανών για τη δημόσια και την ιδιωτική υγεία, καθώς και για τον χώρο του φαρμάκου.
Η κατάσταση διαγράφεται ακόμη μελανότερη, αν αναλογιστούμε πως, παράλληλα, έχει αυξηθεί η ζήτηση για δωρεάν Δημόσιες Υπηρεσίες Φροντίδας Υγείας, καθώς όλο και περισσότεροι συνάνθρωποί μας αδυνατούν να ανταποκριθούν στα κόστη της Ιδιωτικής Περίθαλψης. Οι Υγειονομικές μας Δομές καλούνται, λοιπόν, με λιγότερα μέσα και προσωπικό να ανταποκριθούν σε αυξημένο όγκο ασθενών. Την ίδια στιγμή, έχει βρεθεί από σχετικές μελέτες, πως είναι οι οικονομικά ασθενέστεροι συμπολίτες μας εκείνοι που εμφανίζουν και τις περισσότερες ανάγκες για παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Μίας περίθαλψης που πρέπει να τους παρασχεθεί υπό το καθεστώς περιστολής των διαθέσιμων για την υγεία πόρων.
Το κλειδί για την αντιμετώπιση του φαύλου αυτού κύκλου είναι η εμπέδωση της διαφάνειας στο ΕΣΥ. Η εξάλειψη της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, το οποίο είναι πλέον προϊόν των αιματηρών θυσιών του λαού μας και όχι καρπός του αλόγιστου εξωτερικού δανεισμού. Η εκπόνηση και εφαρμογή μελετών κόστους-αποτελεσματικότητας και κόστους-αποδοτικότητας για κάθε υγειονομικό σχεδιασμό και για καθεμία πολιτική απόφαση που αφορά στη λειτουργία του ΕΣΥ μπορεί, επίσης, να λύσει αρκετά από τα προαναφερθέντα προβλήματα.
Πέρα, όμως, από την εφαρμογή της βασισμένης σε αποδείξεις ιατρικής (της αγγλοσαξωνικώς καλούμενης ως evidenced based medicine) θα πρέπει να εξάρω την αυταπάρνηση των συναδέλφων ιατρών που στα Δημόσια Νοσοκομεία της χώρας μας δίνουν καθημερινά το είναι τους για να καλύψουν τις ανεπάρκειες και τα λειτουργικά κενά του ΕΣΥ. Πριν από επτά χρόνια συμμετείχα εθελοντικά στις δραστηριότητες των Γιατρών του Κόσμου στην Τανζανία. Είχα την ευκαιρία να δω από κοντά τον εντυπωσιακό τρόπο με τον οποίο η κλινική επάρκεια και η αυταπάρνηση των γιατρών και των νοσηλευτών μπορούν να υπερκαλύψουν τεράστιες υλικοτεχνικές ελλείψεις. Ας ελπίσουμε, όμως πως το προσωπικό των ελληνικών νοσοκομείων θα σταματήσει να αφήνεται στην τύχη του και στις εθελοντικές δυνάμεις του “πατριωτισμού” του.
Αξίζει, κλείνοντας, να αναφέρω πως τα νοσοκομεία μας αδειάζουν καθημερινά από ειδικευόμενους γιατρούς, καθώς οι απόφοιτοι των ιατρικών μας σχολών αναζητούν την επαγγελματική τους τύχη και εκπαίδευση στο εξωτερικό, λόγω της κρίσης. Ως προηγούμενος Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Ελλήνων Ειδικευομένων Ψυχιατρικής είχα καταφέρει να θεσπίσω νομοθετικά την άνευ θεσμικού ή χρονικού περιορισμού παραμονή των συναδέλφων ιατρών που ολοκληρώνουν την ειδίκευσή τους, μέχρι την έλευση του ειδικευόμενου αντικαταστάτη τους, ώστε να καλύπτονται τα κενά των Νοσοκομείων μας. Ήταν μια αποτελεσματική νομοθετική παρέμβαση που πιστώνεται στον τότε Υπουργό Υγείας κ. Κουρουμπλή και στον τότε Υφυπουργό και σημερινό Υπουργό κ. Ξανθό.
Δυστυχώς, όμως, λίγους μήνες μετά, η Κυβέρνηση επιδεικνύοντας την προχειρότητα και την παλινοδία ανικανότητας που τη χαρακτηρίζει σε όλες τις εκφάνσεις του καταστροφικού της έργου για τον τόπο, επανέφερε νομοθετικούς περιορισμούς στον χρόνο παράτασης, μετά τη λήψη της ιατρικής ειδικότητας, αδιαφορώντας για τα προκαλούμενα κενά στα Νοσοκομεία. Και μέσα σε όλα αυτά, ο Πρόεδρος του ΚΕΣΥ εμφανίζεται αστόχως και αναιτίως να χαρακτηρίζει τους ειδικευόμενους ιατρούς μας ως “εκπαιδευόμενους και όχι εργαζόμενους”, νεκρανασταίνοντας τα χρόνια της αμισθίας τους. Στο σημείο -μάλιστα- αυτό, θέλω να τονίσω πως παρά τις πολιτικές και ιδεολογικές μας αποστάσεις και διαφωνίες, τεχνοκρατικά, σε οτιδήποτε χρειαστεί για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του ΕΣΥ, θα πρέπει όλοι όσοι ανήκουμε στον υγειονομικό κλάδο να τοποθετούμε τον εαυτό μας υπεράνω κομματικών γραμμών και αγκυλώσεων. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να καταστεί εφικτό όσο οι κυβερνώντες επιδεικνύουν αυτόν τον βαθμό ανεπάρκειας, ψευδολογίας, ανευθυνότητας και πολιτικού αμοραλισμού, παρότι ο αγώνας για την Υγεία και την αναβάθμιση του ΕΣΥ δεν πρέπει να είναι ούτε μπλε, ούτε κόκκινος, ούτε πράσινος, αλλά να φέρει μόνον τα χρώματα της προσφοράς στους πολίτες.
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η μείζονα προτεραιότητα για την προαγωγή της Ψυχικής Υγείας των συνανθρώπων μας;
Πολλά είναι αυτά που επίσης χρειάζεται να γίνουν, μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες και δράσεις, στον πολύπαθο χώρο της Ψυχιατρικής Περίθαλψης και Φροντίδας. Ιδιαίτερα δε στο πεδίο της καταπολέμησης του κοινωνικού στίγματος των ψυχικών νόσων, οι οποίες, λόγω και της κρίσης, συνεχώς αυξάνονται σε συχνότητα και δριμύτητα.
Κατά το διάστημα της εκπαίδευσής μου στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου του Tufts της Βοστώνης, είχα την ευκαιρία να θίξω το εν λόγω θέμα σε συζητήσεις μου με τον πρώην γερουσιαστή Patrick Kennedy, ανιψιό του αδικοχαμένου Προέδρου των ΗΠΑ Τζόν Φιτζέραλντ Κέννεντυ, ο οποίος άφησε μια πλούσια και ελπιδοφόρα πολιτική σταδιοδρομία, προκειμένου να αφοσιωθεί στην καταπολέμηση του ψυχιατρικού στίγματος, μέσα από τις δραστηριότητες του μη κερδοσκοπικού του οργανισμού “Νext Page” (Επόμενη Σελίδα). Είναι ένα ξεχωριστό παράδειγμα που το ανακαλώ πάντοτε στη σκέψη και στην καρδιά μου, όποτε βρίσκομαι μπροστά σε συγκυρίες όπως η σημερινή κατά την οποία καλούμαστε όλοι να αλλάξουμε σελίδα για τις ζωές μας, την κοινωνία μας και την πατρίδα. Και κυρίως για την ιδιαιτέρα μας πατρίδα η οποία με καθοδηγεί σε δρόμους χρησιμότητας και προσφοράς μέσα από τη διαρκή και άδολη αγάπη που μου εμπνέει και μου ανταποδίδει.
Πώς, μέσα σε όλα αυτά, προέκυψε η ενασχόλησή σας με τη λογοτεχνία;
Η Κική Δημουλά, στο «Λίγο του κόσμου» γράφει πως η «ασφυξία των διαστάσεων γεννά την έμπνευση». Η πληθώρα και η ένταση των επιστημονικών υποχρεώσεών μου, δεν μου έδωσε τον συγγραφικό χρόνο και τις ευκαιρίες που θα ήθελα. Κράτησα όμως την επαφή μου με τη γραφίδα, μέσα από τα ποιήματα και τα διηγήματά μου, όπως αυτό που αφορούσε στον Μέγα Αλέξανδρο και βραβεύθηκε σε Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό στην Αργεντινή, το 2009, αντλώντας έμπνευση από το «πολύ του κόσμου» που εκείνος δημιούργησε -αποδεικνύοντας πως η Ελλάδα μπορεί να μάχεται και να καταφέρνει το αδύνατο- με το πέρασμα, τα όνειρα και τις συγκρούσεις του με τους εξωτερικούς και τους εσωτερικούς του εχθρούς.
Γράφουμε για να αποκοιμίσουμε τους εσωτερικούς μας δαίμονες. Για να αντιπαλέψουμε τη φθορά και την απώλεια με την (εξ)ιστόρηση. Γράφουμε για αλλοτινούς καιρούς και κόσμους, γιατί εμείς είμαστε οι αλλοτινοί καιροί, οι άγνωστες χώρες και τα μακρινά ταξίδια. Είμαστε οι ιστορίες που ακούσαμε και αυτές που είπαμε.
Με τους Γιατρούς του Κόσμου σε σχολεία της Τανζανίας και στο Νοσοκομείο “St Francis” της Ιφακάρα.
Υπάρχουν κοινά σημεία της λογοτεχνίας, της πολιτικής και της ιατρικής;
Η Ιατρική, αν και αποτελεί εφαρμογή των θετικών επιστημών και κυρίως της Βιολογίας και της Χημείας στην κλινική πράξη, παραμένει, ή τουλάχιστον πρέπει να παραμένει, μία ανθρωπιστική επιστήμη, στο βαθύτερο ηθικό περιεχόμενό της. Και αυτό είναι το κοινό σημείο επαφής της με τη λογοτεχνία και με την πολιτική. Και οι τρεις τους πρέπει να έχουν ως σημείο αναφοράς τον άνθρωπο και τη ζωή του και να πολλαπλασιάζουν τη χρησιμότητά μας και τους ρόλους μας στη βελτίωση των βιολογικών, πνευματικών και πολιτικοκοινωνικών συνθηκών της καθημερινότητας των συνανθρώπων μας.