Η Ελλάδα, βάσει της αξιολόγησης κινδύνου που διεξαγάγει η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων, για τον επόμενο χειμώνα, βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, σε σχέση με πέρυσι, καθώς τα πρόσφατα αποτελέσματα προσομοίωσης των σεναρίων που περιγράφονται στην υπό ολοκλήρωση εθνική Μελέτη Επικινδυνότητας για τον επερχόμενο χειμώνα δεν δείχνουν περιπτώσεις σημαντικού ελλείματος φυσικού αερίου με σοβαρές επιπτώσεις για τη χώρα.
Αυτό επεσήμανε η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, κατά την ομιλία της στο Συνέδριο για την Ενεργειακή Ασφάλεια που πραγματοποιήθηκε στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου, στη Βαρσοβία. Υπογράμμισε δε ότι σε σχέση με τον περσινό χειμώνα, έχει τεθεί σε λειτουργία η νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαϊδα V ισχύος 660MW ενώ πολύ σύντομα θα ξεκινήσει η εμπορική λειτουργία του νέου πλωτού σταθμού Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου Αλεξανδρούπολης, στον οποίο υπάρχουν μακροχρόνια συμβόλαια δέσμευσης δυναμικότητας για να εξυπηρετήσουν τόσο την ελληνική αγορά όσο και την αγορά των Βαλκανίων.
Αντικείμενο του Συνεδρίου αποτέλεσε η προετοιμασία της ΕΕ για τον επόμενο χειμώνα, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της ζήτησης και της προσφοράς ενέργειας, της ανθεκτικότητας των υποδομών, των μηχανισμών αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης και των στρατηγικών διαχείρισης κινδύνων, ενώ συζητήθηκαν και η επίλυση των ενεργειακών συμφορήσεων και τα κρίσιμα έργα διαφοροποίησης του εφοδιασμού με φυσικό αέριο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με στόχο τη μείωση της μεγάλης εξάρτησης της περιοχής από έναν μόνο προμηθευτή φυσικού αερίου.
Η κυρία Σδούκου αναφέρθηκε στις επιτυχείς προσπάθειες μείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου την χρονική περίοδο Αυγούστου 2022 – Μαρτίου 2023 κατά 31%, σε σχέση με την ίδια περίοδο την προηγούμενη χρονιά και κατά 18,2%, σε σχέση με το μέσο όρο των προηγούμενων πέντε ετών, το ίδιο χρονικό διάστημα, επιτυγχάνοντας το στόχο που έθετε ο Κανονισμός 1369/2022 της ΕΕ. Παράλληλα, η Ελλάδα μείωσε την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, από 40% σε 20%.
Ακόμη, η υφυπουργός ανέλυσε το ρόλο που διαδραμάτισαν σημαντικές υποδομές της χώρας, όπως ο Ελληνο-βουλγαρικός αγωγός (IGB), o Διαδριατικός αγωγός (TAP) και το τερματικό LNG στη Ρεβυθούσα, για τη διασφάλιση της προμήθειας φυσικού αερίου σε όλη την περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, τονίζοντας ότι πηγή ανησυχίας αποτελεί το ζήτημα των τιμών και όχι η προμήθεια φυσικού αερίου.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η κυρία Σδούκου: «Το βασικό μάθημα της κρίσης είναι ότι η ΕΕ δεν πρέπει να βασίζεται σε έναν και μόνο προμηθευτή για την ενεργειακή της ασφάλεια, αλλά ούτε και σε μία μόνο χώρα διαμετακόμισης του φυσικού αερίου που εισάγει».
Η υφυπουργός υπογράμμισε, επίσης, την ολοένα και αυξανόμενη σημασία της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, με δεδομένο ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα καθίστανται ολοένα και συχνότερα.
Στο πλαίσιο της κλιματικής προσαρμογής, η έννοια της ενεργειακής ασφάλειας αποκτά και μια νέα διάσταση, αυτή της ασφάλειας του ενεργειακού συστήματος σε περιβαλλοντικές καταστροφές που συνδέονται με την κλιματική κρίση και την ανάγκη να αυξήσουμε την ανθεκτικότητά του.
Τέλος, τόνισε ότι χρειάζονται πόροι, οι οποίοι θα ανακατευθυνθούν τόσο στη θωράκιση των υποδομών από τις επαπειλούμενες φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής όσο και, πρώτιστα, στην ανακούφιση των πληγέντων όταν αυτές οι καταστροφές ενσκήπτουν.
Σε κάθε περίπτωση, σημείωσε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει με φιλοδοξία ως προς την ενεργειακή μετάβαση και τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, αλλά και με εντονότερη εστίαση σε δράσεις και πρωτοβουλίες προσαρμογής στον ολοένα και επιδεινούμενο κλιματικό κίνδυνο.