Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
To μαρτύριο της σταγόνας συνεχίζεται από την ΕΚΤ, η οποία αποφάσισε χθες την αύξηση του ορίου του έκτακτου μηχανισμού ρευστότητας (ELA) κατά 3,3 δισ. ευρώ –έναντι 10 δισ. που ζητούσε η Αθήνα, καλύπτοντας οριακά και για διάστημα λίγων ημερών τις ανάγκες ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος. Πρόκειται για μια ακόμη κίνηση πίεσης προς την Αθήνα για την επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους – δανειστές έως αύριο Παρασκευή, αλλιώς η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να πάρει το ρίσκο να διακινδυνεύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Στην ίδια «γραμμή» πίεσης, ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας απέρριψε αίτημα της ελληνικής πλευράς να επιτραπεί στις τράπεζες να αγοράσουν νέες εκδόσεις εντόκων γραμματίων ύψους 5 δισ. ευρώ.
Είναι σαφές ότι παρά τις όποιες ελληνικές προθέσεις και παρά την επίκληση της νωπής λαϊκής εντολής σε μια νέα κυβέρνηση, η γερμανική πολιτική είναι αυτή που «τρέχει» το ευρωσύστημα και προφανώς δεν είναι διατεθειμένη να κάνει την παραμικρή παραχώρηση που θα σήμαινε την αρχή του ξηλώματος του «πουλόβερ» της λιτότητας και συνακόλουθα της γερμανικής επικυριαρχίας στην Ευρώπη.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση δίνει μια μάχη οπισθοχώρησης. Μάχη για τις λέξεις και τις διατυπώσεις πλέον, προκειμένου να κερδίσει ό,τι μπορεί σε αυτό το επίπεδο και να το εκμεταλλευτεί στη συνέχεια για να προωθήσει μέρος του προγράμματος το οποίο έθεσε στην κρίση του ελληνικού λαού και υπερψηφίστηκε.
Ο προσδιορισμός του συμβιβασμού σαν «έντιμου», ασφαλώς δεν είναι παρά ένας ευφημισμός για επικοινωνιακή χρήση. Ο συμβιβασμός είναι αυτός που είναι, εξαιτίας της αδυναμίας κάθε χώρας – μέλους της Ευρωζώνης να χαράξει πολιτική προάσπισης των εθνικών συμφερόντων της. Τα μόνα εθνικά συμφέροντα που μπορούν να ικανοποιούνται εντός της Ευρωζώνης είναι αυτά της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Σε αυτή τη φάση λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση στο βαθμό που δεν έχει εξουσιοδοτηθεί από τον ελληνικό λαό να διερευνήσει σενάρια εξόδου από το ευρώ, είναι υποχρεωμένη να κάνει έναν τακτικό ελιγμό και να πάρει τον συμβιβασμό, έστω και με τους γερμανικούς όρους. Όμως το θέμα έχει ανοίξει πλέον και ως τέτοιο πρέπει να τεθεί στην ατζέντα του δημόσιου διαλόγου το επόμενο διάστημα. Ναι ή όχι στο Ευρώ;
Αυτό είναι το δίλλημα στο οποίο πρωτίστως θα πρέπει να απαντήσουν η ελληνική οικονομία και η ελληνική κοινωνία. Ούτε να υπεκφεύγουμε μπορούμε, ούτε να διατηρούμε τις ψευδαισθήσεις μας περί μιας καλύτερης ή λιγότερο καλής διαπραγμάτευσης. Η ίδια η πραγματικότητα μας υποχρεώνει να σκεφτούμε αν υπάρχει ζωή χωρίς ευρώ, άρα και χωρίς γερμανική κηδεμονία.
Είναι σαφές πως αυτή τη στιγμή ούτε η ελληνική κοινωνία, ούτε η ελληνική οικονομία, ούτε η ελληνική κυβέρνηση έχουν προετοιμαστεί για μια ρήξη και άτακτη έξοδο από το ευρώ. Αρκεί να σκεφτεί μόνο κανείς πως ο κρατικός μηχανισμός και η διοίκηση είναι σε κατάσταση ημιδιάλυσης μετά από μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και σήμερα περιμένοντας ακόμη τα ΦΕΚ των νέων υπουργείων! Έτσι δεν μπορείς να έχεις επιλογές. Παίρνεις ό,τι σου δώσουν κι εδώ που τα λέμε, ήδη πήραμε «πραγματάκια» που δεν είχαμε.
Άρα, μια παράταση του προγράμματος μέχρι τον Αύγουστο είναι ικανός χρόνος για την προετοιμασία της ουσιαστικής διαπραγμάτευσης που θα ακολουθήσει για το χρέος. Κι εκεί η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να εμφανιστεί με την επιλογή της αποχώρησης από το ευρώ πάνω στο τραπέζι. Αλλιώς δεν θα έχει να προσδοκά τίποτα επί της ουσίας και θα αναγκαστεί «να βάλει την ουρά κάτω από τα σκέλια».
Αποχώρηση από το ευρώ όμως πρέπει να έχει τον χαρακτήρα βιώσιμης επιλογής και όχι «Κούγκι». Πράγμα που σημαίνει πως θα πρέπει να βασίζεται σε ένα σχέδιο, σε προετοιμασία της κοινωνίας και της οικονομίας, σε διεθνείς συνεργασίες και συμμαχίες, ώστε αν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων για την απομείωση του χρέους δεν είναι το επιθυμητό, τότε να κληθεί με δημοψήφισμα ο ελληνικός λαός να αποφασίσει το μέλλον του.
Διότι στο τέλος – τέλος, το σημαντικό είναι να έχεις ένα νόμισμα για να μπορείς να ζεις και να πληρώνεις για τις ανάγκες σου και όχι να έχεις πάση θυσία ευρώ.