Γράφει η Αλκυόνη Χριστοδουλάκη
Η μουσική έχει εκείνη την αφοπλιστική ενέργεια που μπορεί να κάνει τον κάθε έναν από εμάς να αισθανθεί πραγματικά τον εαυτό του, το διπλανό του, τους περασμένους έρωτές του και τις λύπες και χαρές της ζωής του. Είναι λες κι οι νότες ασκούν μια εξουσία στα κύτταρα του σώματός μας που μας αναγκάζει να μείνουμε καθηλωμένοι στη μελωδία με το μυαλό μας να ταξιδεύει χωρίς καμία κριτική και νουθεσία.
Πέρα από τα πάμπολα εξαιρετικά είδη μουσικής που ομορφαίνουν τις παρέες μας και συχνά τις μοναχικές νύχτες μας, υπάρχει το ρεμπέτικο και η παλιά λαϊκή μουσική που, όσο περνούν τα χρόνια βλέπουμε την υπεροχή τους να εξασθενεί, αφού οι περισσότεροι νέοι έχουν διαφορετικά ακούσματα πια. Δεν είναι τόσο εύκολο να ακούσει κάποιος ζωντανά μουσικούς υπό τις μελωδίες του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα. Τουλάχιστον όχι όσο εύκολο είναι να ακούσει το κύμα των νεότερων λαϊκών και ποπ τραγουδιών.
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι οι μουσικοί που κρατούν μέσα τους μια αυθεντικότητα της παλιάς μουσικής Ελλάδας και με δυο όργανα κι ένα μικρόφωνο μπορούν να μας οδηγήσουν χρόνια πίσω, σε έναν καφενέ, σε ένα γωνιακό τραπέζι. Η Μαρία Μπόκια και η Αργυρώ Κάτρη είναι δύο από εκείνους τους μουσικούς. Είναι δύο νέα κορίτσια, τόσο απλά, με ένα μεγαλείο να σιγοβράζει μέσα τους. Αυτή ακριβώς ήταν θυμάμαι η σκέψη μου όταν τυχαία ένα βράδυ βρέθηκα σε ένα κουτούκι στον Πειραιά ανάμεσα στις νότες τους. Έπαιζαν μουσική λες και κουβαλούσαν τον πόνο κάθε τραγουδιού στους ώμους τους, λες και η θύμηση της ξενιτιάς ή του έρωτα στοίχειωνε τα βράδια τους. Τραγουδούσαν εκείνα τα τραγούδια με μια αυθεντικότητα καθηλωτική.
Τη στιγμή που περνάς την πόρτα του μαγαζιού που παίζουν, βρίσκεσαι σε κάποια παλιά ελληνική ταινία… Φαντάζεσαι το Ζαμπέτα να παίζει και έναν άντρα μόνο του, να χορεύει ζεϊμπέκικο μπροστά ή το Χιώτη με το μπουζούκι του ενώ τραγουδά όλο το μαγαζί σάμπως είναι μια οικογένεια και κανείς δεν έχει δικό του τραπέζι να καθίσει. Σε κάνουν να νιώθεις μια γλυκιά νοσταλγία των περασμένων που αγγίζει το σήμερα.
Η Μαρία και η Αργυρώ μίλησαν λίγο για τον εαυτό τους και το ταξίδι που κάνουν συνοδοιπόροι μέσα στις μελωδικές νύχτες τους. Είναι δύο κοπέλες εξαιρετικά ταλαντούχες που δεν κυνήγησαν ποτέ δόξες και μισθούς της μουσικής βιομηχανίας. Θέλουν να τραγουδούν για τους ανθρώπους και με τους ανθρώπους γύρω τους. Οι στιγμές που περιμένουν όταν παίζουν δεν είναι η επιβεβαίωση και η κολακεία, η πληρότητα που νιώθουν τη στιγμή που κάποιος ηλικιωμένος που έχει βιώσει την ακμή του ρεμπέτικου, θα τους σφίξει το χέρι και θα τους πει «ευχαριστώ για τις αναμνήσεις παιδί μου». Για τη Μαρία μια έντονη στιγμή περηφάνιας ήταν όταν η δασκάλα της, Γιώτα Νέγκα, μπήκε σε ένα μαγαζί που τραγουδούσε και είχε την ευκαιρία να της δείξει την εκτίμηση της. Δεν τους πάνε τα στημένα, ούτε τα μεγαλοπρεπή σκηνικά. Τους αρκεί ένα μικρόφωνο, ένα μπουζούκι, μια κιθάρα και μια καλή παρέα.
Διανύοντας αυτούς τους δύσκολους χρόνους, μας χρειάζεται μια επαφή με το παρελθόν του ρεμπέτικου και του παλιού ελληνικού τραγουδιού. Μας χρειάζεται να μην ξεχνάμε εμείς και να μαθαίνουμε στους νεότερους. Μας χρειάζεται να μπορούμε να αφήσουμε στην πόρτα για λίγο τις αβάσταχτες έννοιες μας και να γεμίσουμε ένα ποτήρι κρασί και να πούμε στην υγειά μας. Μας χρειάζονται νέοι άνθρωποι όπως η Μαρία κι η Αργυρώ που πιστεύουν σε αυτό αρκετά ώστε να το κάνουν πραγματικότητα και να μας συντροφεύσουν ένα βράδυ με τη μουσική τους.