Τουλάχιστον δύο στους τρεις ερευνητές δημοσιογράφοι (64%) πιστεύουν ότι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει κατά πάσα πιθανότητα συλλέξει δεδομένα σχετικά με τηλεφωνικές κλήσεις, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και διαδικτυακών συνομιλιών τους, όπως αποτυπώνεται σε στοιχεία πρόσφατης έρευνας του Ερευνητικού Κέντρου Pew για τη Δημοσιογραφία και τα Μ.Μ.Ε. (Pew Research Center). (Μετάφραση-Νοηματική απόδοση: Χρήστος Θ. Παναγόπουλος)
Στην έρευνα που φέρει τίτλο «Ερευνητική Δημοσιογραφία και Ψηφιακή Ασφάλεια», περισσότεροι από οκτώ στους δέκα δημοσιογράφους εκτιμούν πως το να ασκεί κάποιος το επάγγελμα αυτό αυξάνει την πιθανότητα να βρίσκεται υπό παρακολούθηση και να συλλέγονται τα δεδομένα του.
Εξάλλου, σύμφωνα με παράλληλη έρευνα που διενεργήθηκε σε μέλη της αμερικανικής Ένωσης Συντακτών και Ερευνητών Δημοσιογράφων (IRE), η άποψη αυτή φαίνεται πως ενισχύεται σημαντικά σε όσους λειτουργούς του Τύπου ασχολούνται με θέματα εθνικής ασφαλείας, εξωτερικών υποθέσεων ή θέματα που άπτονται της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ενδεικτικά, το 71% των ερωτηθέντων που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία θεωρεί δεδομένο ότι η κυβέρνηση έχει ήδη συλλέξει στοιχεία των ηλεκτρονικών τους συνομιλιών.
Εντούτοις, μέχρι στιγμής, οι ανησυχίες για τις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές δεδομένων δεν καταφέρνουν να εμποδίσουν την πλειονότητα των δημοσιογράφων να «κυνηγήσουν» την είδηση. Μόλις 14% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι κατά τους τελευταίους 12 μήνες, τέτοιου είδους ανησυχίες τους απέτρεψαν από το να κυνηγήσουν μια ιστορία ή να βρουν μια συγκεκριμένη πηγή, ή να εγκαταλείψουν εν τέλει την ερευνητική δημοσιογραφία.
Σε κάθε περίπτωση, οι ανησυχίες αυτές οδήγησαν πολλούς από αυτούς τους δημοσιογράφουν να αλλάξουν συμπεριφορά κατά την τελευταία χρονιά.
Περίπου οι μισοί (49%) λένε πως τουλάχιστον άλλαξαν κάτι ως προς τον τρόπο αποθήκευσης ή διαμοιρασμού ευαίσθητων εγγράφων, ενώ το 29% λέει πως το ίδιο ισχύει και ως προς τον τρόπο, με τον οποίο πλέον επικοινωνούν στο εξής με άλλους ρεπόρτερ, συντάκτες ή παραγωγούς.
Την ίδια στιγμή, μεταξύ των 454 ερωτηθέντων, που αναγνωρίζονται ως ρεπόρτερ, το 38% λέει πως την τελευταία χρονιά άλλαξαν κάπως τον τρόπο επικοινωνίας τους με τις πηγές. Σε ό,τι αφορά την εξωτερική προστασία από ψηφιακές απειλές, όπως οι παρακολουθήσεις και οι υποκλοπές δεδομένων, οι ερευνητές δημοσιογράφοι δεν φαίνεται να εμπιστεύονται και πολύ τους Παρόχους Διαδικτυακών Υπηρεσιών τους (αναφέρονται ως Internet Service Providers – ISPs). Αναλυτικότερα, μόλις το 2% λένε πως έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες των ISP τους να προστατέψουν τα δεδομένα τους από το να είναι προσβάσιμα από μη εξουσιοδοτημένα μέρη, ενώ το 71% δηλώνει πως τρέφουν λίγη ή και καθόλου εμπιστοσύνη στους ISP.
Αναφορικά με το εάν οι εταιρικοί οργανισμοί Μ.Μ.Ε. έχουν τη δυνατότητα να προστατέψουν την ασφάλεια στην επικοινωνία των υπαλλήλων τους, οι γνώμες είναι διχασμένες. Μεταξύ αυτών που εργάζονται σε τέτοιους οργανισμούς (589 από τους 671 δημοσιογράφους που ερωτήθηκαν), οι μισοί λένε πως ο εργοδότης τους δεν κάνει αρκετά, ώστε να προστατέψει τους δημοσιογράφους και τις πηγές τους από παρακολουθήσεις και υποκλοπές, ενώ περίπου το ίδιο ποσοστό (47%) λένε πως ήδη κάνει αρκετά.
Μόλις το 21% των ερωτηθέντων λένε πως κατά τον τελευταίο χρόνο, ο όμιλος Μ.Μ.Ε. στον οποίο εργάζονται έκανε βήματα ή υλοποίησε πολιτικές για την προστασία των δημοσιογράφων και των πηγών τους, με το 36% να υποστήριζει το αντίθετο και το 42% να μη γνωρίζει. Πάνω από τους μισούς (54%) ανέφεραν ότι δεν έλαβαν κανενός είδους εκπαίδευση ή κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με ζητήματα ηλεκτρονικής προστασίας από επαγγελματικές πηγές, όπως π.χ. δημοσιογραφικές ενώσεις, ειδησεογραφικούς οργανισμούς ή δημοσιογραφικές σχολές.
Την ίδια στιγμή, άλλα θέματα είναι πολύ πιο σημαντικά για το επάγγελμα σε σύγκριση με τις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές. Όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα να κατατάξουν με σειρά σημαντικότητας ποιες είναι οι τέσσερις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία (88%) των δημοσιογράφων χαρακτηρίζουν ως κορυφαίο ζήτημα τις μειούμενες πηγές πληροφόρησης στις αίθουσες σύνταξης. Κανένα άλλο ζήτημα δεν φαίνεται να πλησιάζει σε αυτή την πρόκληση. Ακολουθούν, απέχοντας κατά πολύ από αυτό το ποσοστό: οι νομικές κινήσεις εναντίον των δημοσιογράφων (5%), η ηλεκτρονική παρακολούθηση από κυβερνήσεις ή εταιρείες (4%) και οι υποκλοπές που έχουν ως στόχο δημοσιογράφους ή ειδησεογραφικούς οργανισμούς.
Παράλληλα, σχετικά λίγοι δημοσιογράφοι (27%) έχουν ξοδέψει τουλάχιστον «λίγο χρόνο» κατά τους τελευταίους 12 μήνες ερευνώντας τρόπους, ώστε να βελτιώσουν την ηλεκτρονική τους ασφάλεια.
Συνολικά, τα δεδομένα αυτά αποτυπώνουν μια σύνθετη εικόνα: αφενός, οι ερευνητές δημοσιογράφοι νιώθουν ευάλωτοι απέναντι στις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές. Αφετέρου, όμως, δεν αποτυπώνεται ο βαθμός κατά τον οποίο η πλειονότητα από αυτούς αλλάζει δραματικά τις δημοσιογραφικές πρακτικές της ή το πόση ενέργεια επενδύουν, στην προσπάθειά τους να αντιληφθούν πώς θα πράξουν κάτι τέτοιο.
Σχεδόν όλοι οι ερωτηθέντες (97%) λένε ότι, για τους δημοσιογράφους της σημερινής εποχής, τα ωφέλη της ψηφιακής επικοινωνίας, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (email) και τα κινητά τηλέφωνα υπερτερούν των κινδύνων. Μόλις ένα 3% υποστηρίζει ότι οι κίνδυνοι ξεπερνούν τα οφέλη.
Η ταυτότητα της έρευνας
Η ανάλυση βασίζεται σε μια διαδικτυακή έρευνα που διενεργήθηκε από τις 3 έως τις 28 Δεκεμβρίου 2014, σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 671 δημοσιογράφων που είναι μέλη της IRE.
Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται ρεπόρτερ, παραγωγή, συντάκτες, δημοσιογράφοι ειδικευμένοι σε συλλογή δεδομένων, φωτορεπόρτερ και άλλοι που ασχολούνται με μια ευρεία γκάμα κάλυψης θεμάτων.