Η επιμονή του Σι Τζινπίνγκ σε μια στρατηγική zero-COVID οδηγεί σε σημαντική υποχώρηση την κινεζική οικονομία και ταυτόχρονα έχει επίπτωση και στην παγκόσμια οικονομία
Τα λοκντάουν φέρουν τελικά ύφεση. Αυτή η διαπίστωση που έγινε στη διάρκεια του πρώτου πανδημικού κύματος, επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της Κίνας, τώρα που η κινεζική ηγεσία δοκιμάζει πολύ αυστηρά μέτρα για να ανακόψει τη διασπορά της παραλλαγής Όμικρον, εφαρμόζοντας αυστηρά λοκντάουν σε πολλές περιοχές της χώρας, ξεκινώντας από τη Σαγκάη.
Τα λοκντάουν αυτά προκαλούν δύο ειδών προβλήματα: το ένα είναι ότι υποχωρεί σημαντικά η εμπορική δραστηριότητα στις περιοχές όπου έχει επιβληθεί λοκντάουν, αφού οι άνθρωποι υποχρεώνονται να παραμένουν στα σπίτια τους και άρα περιορίζουν τις αγορές καταναλωτικών προϊόντων στα απαραίτητα. Το δεύτερο έχει να κάνει με το ότι αρκετές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να λειτουργήσουν μέσα στις συνθήκες των περιορισμών, με αποτέλεσμα να μειώνουν την παραγωγή του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα οι λιανικές πωλήσεις, ο βασικός δείκτης της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, υποχώρησε τον Απρίλιο κατά 11,1% σε ετήσια βάση, ενώ η εκτίμηση των οικονομολόγων ήταν το 6,6%. Η υποχώρηση αυτή ήλθε σε συνέχεια της υποχώρησης 3,5% σε ετήσια βάση που είχε καταγραφεί τον Μάρτιο.
Όμως, εκτός από την κατανάλωση και η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 2,9% , παρότι ο ρυθμός της είναι πάντα βασική πλευρά του κινεζικού προτύπου ανάπτυξης.
Έχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι υπήρξε υποχώρησε της βιομηχανικής παραγωγής, παρά την αύξηση κατά 6,8% του ρυθμού σχηματισμού ακαθάριστου κεφαλαίου τους πρώτους τέσσερις μήνες της χρονιάς, κυρίως εξαιτίας της πίεσης της κινεζικής κυβέρνησης για περισσότερες δαπάνες για υποδομές.
Ούτως η άλλως η κινεζική οικονομία είχε να αντιμετωπίσει και μια κρίση ρευστότητας, κυρίως στον κλάδο του real estate, κάτι που οδήγησε την κινεζική κυβέρνηση να μειώσει τα επιτόκια για ενυπόθηκα δάνεια πρώτης κατοικίας σε μια προσπάθεια να στηρίξει τον κλάδο.
Άλλωστε, οι πωλήσεις κατοικιών, υποχώρησαν, σε όρους αξίας, τον Απρίλιο με τον γρηγορότερο ρυθμό τα τελευταία 12 χρόνια, καθώς τα λοκντάουν επέδρασαν και στη ζήτηση για κατοικίες. Η υποχώρηση κατά 46,6% σε σχέση με έναν χρόνο πριν, είναι η μεγαλύτερη υποχώρηση από το 2010.
Η δυσκολία να επιτευχθεί ο στόχος για ανάπτυξη 5,5% το 2022
Η Κινεζική κυβέρνηση είχε θέσει ως στόχο για το 2022 ανάπτυξη ύψους 5,5%. Αυτός ήταν ο χαμηλότερος στόχος εδώ και τρεις δεκαετίες. Το πρώτο τρίμηνο ο ρυθμός ανάπτυξης σε ετήσια βάση ήταν 4,8% και άρα φαινόταν εφικτό να επιτευχθεί το 5,5%.
Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Επιπλέον, μια σειρά από άλλους δείκτες επίσης παραπέμπουν σε σημαντική υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας. Η παραγωγή επιβατικών αυτοκινήτων στην Κίνα υποχώρησε τον Απρίλιο κατά 41,1% σε ετήσια βάση. Όμως, η αυτοκινητοβιομηχανία ευθύνεται για τη δημιουργία περίπου του ενός έκτου των νέων θέσεων εργασίας στην Κίνα.
Αυτή η τάση αντανακλάται και στις εξαγωγές. Παρότι η ισοτιμία του γουάν έχει υποχωρήσει και αυτό ευνοεί τις εξαγωγές, τον Απρίλιο ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών υποχώρησε (με την αξία να αποτιμάται σε δολάρια) και ήταν 3,9%, σε ετήσια βάση, που είναι ο χαμηλότερος ρυθμός εδώ κα δύο χρόνια. Συγκριτικά τον Μάρτιο η σχετική αύξηση ήταν 14,7%.
Την ίδια στιγμή όλα αυτά έχουν και κοινωνικές επιπτώσεις, όπως φάνηκε από την αύξηση της ανεργίας που μετρήθηκε στο 6,1%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2021.
Πιέσεις και από το διεθνές περιβάλλον
Στην υποχώρηση της δυναμικής της κινεζικής οικονομίας συνετέλεσαν και αρνητικές δυναμικές που προήλθαν από το εξωτερικό. Η αύξηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και την ΕΕ ήδη περιορίζει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση τη διάθεσή τους να αγοράσουν κινεζικά προϊόντα και αυτό ήδη αντανακλάται στις εξαγωγές ηλεκτρονικών προϊόντων.
Την ίδια στιγμή οι αυξήσεις στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, όπως και οι σταδιακές αυξήσεις στα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών, ως μέτρο αντιμετώπισης του πληθωρισμού, σημαίνουν και μεγαλύτερη πίεση για έξοδο κεφαλαίων από την Κίνα, κάτι που καταγράφηκε τον Μάρτιο.
Όμως, αυτό με τη σειρά του ασκεί πίεση και στην ισοτιμία του γουάν, που υποχώρησε 7% έναντι του δολαρίου το τελευταίο διάστημα. Η υποχώρηση του γουάν σημαίνει ευκολότερη εισαγωγή πληθωρισμού στην Κίνα, αλλά και μεγαλύτερη δυσκολία να αποπληρώσουν οι εταιρείες real estate τα ομόλογα που έχουν συνάψει σε δολάρια.
Κυρίως, η υποχώρηση του γουάν δυσκολεύει τα σχέδια της κινεζικής κυβέρνησης να διεθνοποιήσει το εθνικό νόμισμα. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι το ΔΝΤ αναβάθμισε τη θέση του γουάν στο «καλάθι» των πέντε κορυφαίων νομισμάτων. Σήμερα το βάρος του είναι 12,28% στο σύστημα των «ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων», ενώ μέχρι πρότινος ήταν 10,92%.
Αυτό σημαίνει ότι για να ενισχυθεί ο παγκόσμιος ρόλος του γουάν και προοπτικά η λειτουργία του ως ενός εκ των διεθνών νομισμάτων αναφοράς, στο πλαίσιο και της αμφισβήτησης της κεντρικότητας του δολαρίου, η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας δεν έχει μεγάλα περιθώρια νομισματικής χαλάρωσης για να τονώσει την κινεζική οικονομία.
Γιατί επιμένει η Κίνα σε στρατηγική zero–COVID;
Η κινεζική κυβέρνηση επιμένει ότι ακόμη μπορεί να πετύχει τους στόχους της. Η ανακοίνωση της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας για τον Απρίλιο συνοδεύτηκε από διαβεβαιώσεις ότι υπάρχουν σημάδια βελτίωσης της κατάστασης τον Απρίλιο και η επίσημη εκτίμηση είναι ότι ο ρυθμός ανάπτυξης και στο δεύτερο τρίμηνο θα παραμείνει στο 4,8%, όσο δηλαδή και στο πρώτο τρίμηνο, κάτι που θα σημαίνει ότι θα παραμείνει εφικτός ο στόχος του 5,5% σε ετήσια βάση. Γι’ αυτό και γίνεται μεγάλη προσπάθεια να παρουσιαστούν τα αρνητικά αποτελέσματα ως προσωρινά και εξωγενή και να υπογραμμιστεί ότι τα θεμελιώδη μεγέθη της κινεζικής οικονομίας δεν έχουν επιδεινωθεί. Άλλωστε, ο σχεδιασμός της κινεζικης κυβέρνησης είναι για σταδιακή χαλάρωση των μέτρων με ορίζοντα την επιστροφή στην «κανονικότητα» από την 1η Ιουνίου.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το μέγεθος των επιπτώσεων από τα περιοριστικά μέτρα. Το γεγονός ότι το λοκντάουν αφορά την περιοχή της Σαγκάης που είναι ένας ιδιαίτερα κρίσιμος βιομηχανικός και οικονομικός κόμβος, είχε επιπτώσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες σε όλο την περιοχή του Δέλτα του ποταμού Γιανγκτσέ, μια περιοχή στην οποία παράγεται το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της Κίνας.
Από την άλλη, η κινεζική κυβέρνηση και ο ίδιος ο Σι Τζινπίνγκ έχει κάνει μια συνολικότερη πολιτική και ιδεολογική επένδυση στην πολιτική zero-COVID. Αυτή δεν αφορά μόνο την εκτίμηση ότι με δεδομένη την ύπαρξη σημαντικού αριθμού ανεμβολίαστων και μη πλήρως εμβολιασμένων υπερηλίκων και τα προβλήματα με την αποτελεσματικότητα των κινεζικών εμβολίων, η Κίνα θα αντιμετωπίσει μεγάλη πίεση στο σύστημα υγείας της σημαντικό αριθμό θυμάτων. Κυρίως είναι ο τρόπος που το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα πιστεύει ότι μπορεί να αντλήσει νομιμοποίηση ακριβώς επειδή μπορεί να προσφέρει τη στρατηγική εξάλειψης της νόσου, που άλλες χώρες και οι κυβερνήσεις τους αποδείχτηκαν ανίκανες να προσφέρουν. Ουσιαστικά, η πανδημία ανάγεται σε μια ευρύτερη πολιτική και ιδεολογική μάχη για την κινεζική ηγεσία και μάλιστα σε μια κρίσιμη, χρονιά αφού θα πραγματοποιηθεί το συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος που θα δώσει στον Σι Τζινπίνγκ άλλη μια θητεία στην ηγεσία.
Πηγαίνουμε προς παγκόσμια ύφεση
Με δεδομένη τη βαρύτητα της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία, το ερώτημα είναι εάν όλα αυτά σηματοδοτούν το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας ύφεσης.
Ας μην ξεχνάμε ότι πλάι στα προβλήματα από την πανδημία στην Κίνα και τη διατάραξη των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων που αυτό συνεπάγεται, έχουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις μεγάλες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας αλλά και των τροφίμων, όπως και το πρόβλημα της παγκόσμιας αύξησης του πληθωρισμού, με τις επιπτώσεις που έχει στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη καταγράφεται υποχώρησε στις τιμές των μετοχών στα χρηματιστήρια του αναπτυγμένου κόσμου.
Μάλιστα, εάν δούμε έναν δείκτη που αφορά την υποκειμενική πρόσληψη της οικονομίας, αυτόν που αφορά την καταναλωτική εμπιστοσύνη, θα λέγαμε ότι διάφοροι προεξοφλούν την ύφεση, αφού καταγράφεται υποχώρηση.
Όμως, διάφοροι άλλοι δείκτες για την καταναλωτική συμπεριφορά στον αναπτυγμένο κόσμο, από τις κρατήσεις σε εστιατόρια έως άλλες καταναλωτικές συνήθεις, δεν δείχνουν ακόμη ύφεση. Άλλωστε, στις χώρες του ΟΟΣΑ τα νοικοκυριά διαθέτουν ακόμη ένα πολύ σημαντικό μαξιλάρι 4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων αποταμιεύσεων (περίπου 8% του ΑΕΠ) και το οποίο σωρεύτηκε στη διάρκεια της πανδημίας. Εξακολουθεί να υπάρχει ζήτηση για εργασία και σχετικά υψηλοί ρυθμοί επένδυσης.
Ωστόσο, μια παράταση του πολέμου στην Ουκρανία, μια κλιμάκωση των κυρώσεων και άρα και των αυξήσεων στο κόστος ενέργειας σε συνδυασμό με συνεχιζόμενα λοκντάουν στην Κίνα, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια συνολικότερη αρνητική δυναμική στην παγκόσμια οικονομία.