Ο Ταγίπ Ερντογάν συνάντησε τον Τζο Μπάιντεν στις Βρυξέλλες, πρώτη φορά αφότου οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη σφαγή των Αρμενίων. Ο Τούρκος Πρόεδρος φαίνευαι να ξέχασε κάθε επιθετική και αλαζονική συμπεριφορά και σχεδόν υποκλίθηκε στον αμερικανό πρόεδρο.
Ο χαιρετισμός του τούρκου προέδρου προς τον Τζο Μπάιντεν κατά την είσοδο του τελευταίου στην αίθουσα της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ ήταν αποκαλυπτικός και της αγωνίας του για την συνάντηση που θα έχουν αργότερα και για την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Ο Ερντογάν έχει προαναγγείλει ότι θα θέσει στον πρόεδρο Μπάιντεν το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ, ωστόσο, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την Κυριακή, πριν αναχωρήσειγια τις Βρυξέλλες, όπου πραγματοποιείται η σύνοδος του ΝΑΤΟ, φρόντισε να «υπενθυμίσει» την σημαντική εμπλοκή της χώρας του στις νατοϊκές επιχειρήσεις και να «διαφημίσει» την αξία της Τουρκίας ως νατοϊκού συμμάχου.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει υιοθετήσει από την πρώτη ημέρα της θητείας τους σαφώς πιο αυστηρή στάση έναντι της Τουρκίας – ενώ ήδη από τις τελευταίες ημέρες της προεδρίας Τραμπ, οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία για την αγορά των ρωσικών S-400.
Ο Ερντογάν διαλλακτικός και στα ελληνοτουρκικά
Μακριά από την γνωστή του ρητορική έμεινε ο πρόεδρος της Τουρκίας στην αναφορά που έκανε στα ελληνοτουρκικά, μιλώντας σε εκδήλωση του Γερμανικού Ταμείου Μάρσαλ, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Ενόψει των συναντήσεων με Μητσοτάκη και – κυρίως – τον Τζο Μπάιντεν, προτίμησε να εμφανιστεί διαλλακτικός και υπέρ του διαλόγου. Χαρακτήρισε (νατοϊκό) «σύμμαχο» την Ελλάδα, αναφέροντας παράλληλα ότι η επανέναρξη του διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και η επίλυση των «διμερών θεμάτων», όπως είπε, θα υπηρετήσει την σταθερότητα και και την ευημερία στην περιοχή.
Η σχετική αναφορά έχει ως εξής:
«Σεβόμαστε το Διεθνές Δίκαιο, την δικαιοσύνη και την ισότητα, τα αμοιβαία δίκαια και συμφέροντα στις σχέσεις με τους γείτονές μας. Πιστεύω ότι η επανέναρξη του διαλόγου μεταξύ της Τουρκίας και της γείτονος και συμμάχου, Ελλάδας, όπως και η επίλυση των διμερών θεμάτων, επίσης θα υπηρετήσει την σταθερότητα και την ευημερία στην περιοχή».