Αποκλειστική συνέντευξη του Υποστράτηγου ε.α. Λάμπου Τζούμη στο Γιάννη Νάκο
Ο Λάμπρος Τζούμης διατέλεσε:
3/2014 – 3/2015: Διοικητής στην Ταξιαρχία 88 ΣΔΙ (Ταξίαρχος), Λήμνος.
3/2013 – 3/2014: Διευθυντής Διεύθυνσης Σχεδίων-Ασκήσεων του ΓΕΣ (Ταξίαρχος), Αθήνα.
8/2012 – 3/2013: Επιτελάρχης Γενικής Επιθεώρησης Στρατού του ΓΕΣ (Ταξίαρχος), Αθήνα.
2/2011 – 8/2011: Διοικητής Ελληνικής Δύναμης Κοσσυφοπεδίου (Ταξίαρχος), Κοσσυφοπέδιο.
3/2009 – 2/2011: Τμηματάρχης του Τμήματος Εκτάκτων Αναγκών του ΓΕΕΘΑ και Εθνικός Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στις επιτροπές Senior Civil Emergency Planning Committee (SCEPC) και Civil Emergency Planning (CEP) του ΝΑΤΟ, (Συνταγματάρχης), Αθήνα.
Ο Υποστράτηγος ε.α. Λάμπρος Τζούμης σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό Ζήτημα, η Συρία, το Ισραήλ και ο αγωγός Σεϊχάν-Λεβιάθαν.
Τί σηματοδότησε η αποτυχία των συζητήσεων στην Γενεύη και κατά πόσο είναι ορατή και συμφέρουσα την δεδομένη χρονικά στιγμή μια λύση στο Κυπριακό ζήτημα για την Ελλάδα και την Κύπρο;
Παρά το γεγονός ότι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη δεν σήμανε και το τέλος της διαπραγμάτευσης, σηματοδοτεί και επιβεβαιώνει την κατάρρευση μιας πολιτικής, που ακολουθείται από το 1974 και μετά από την πλευρά μας στο Κυπριακό. Σύμφωνα με αυτή γίνεται προσπάθεια να επιτευχθεί μια συμφωνία με την Τουρκία ακολουθώντας πολιτική εξευμενισμού και υποχωρητικότητας. Διαπιστώνεται όμως ότι αυτό φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα, καθόσον η Τουρκία αντιλαμβάνεται πως η ελληνοκυπριακή πλευρά είναι διατεθειμένη να συνεχίσει τη γενναιοδωρία της και δεν έχει κίνητρο να συνεργαστεί.
Η πολιτική του ενδοτισμού δεν μας οδήγησε πουθενά και ούτε θα μας οδηγήσει. Νομίζω ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά υποκινούμενη από τη μητέρα πατρίδα, ψάχνει αφορμή για να «θιχτεί» και να παίξει το παιγνίδι απόδοσης ευθυνών, σε περίπτωση οριστικού «ναυαγίου» των διαπραγματεύσεων. Δυστυχώς σαράντα δύο χρόνια μετά από την παράνομη εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, συζητάμε ακόμα για την επίλυση ενός θέματος, το οποίο καλύπτεται από μια διαρκή διεθνή ανεκτικότητα και παρανομία. Τα προσχήματα της Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, είναι σαφές δείγμα για το τι θα ακολουθήσει σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού με αυτά που προκρίνουν οι Τούρκοι.
Η χρονική συγκυρία δεν είναι η καλύτερη για να δοθεί μια λύση που στη συνέχεια θα καταστεί βιώσιμη και λειτουργική. Η Ελλάδα κάτω από τη δημοσιονομική κρίση φαίνεται αδύναμη και αμήχανη, τα μέσα άσκησης αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής είναι περιορισμένα σε σχέση με το παρελθόν και η Τουρκία έχει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και θέματα που δεν θέτουν ως πρώτο στόχο το Κυπριακό. Ο Ερντογάν έχει ανάγκη τις ψήφους των εθνικιστών για τη συνταγματική αναθεώρηση που έχει προγραμματιστεί για τον Απρίλιο και δεν πρόκειται μέχρι να επιτευχθεί αυτό να προβεί σε υποχωρήσεις.
Κατά πόσο οι Η.Π.Α. μέσω της διπλωματικής τους στάσης αναμένεται να ενθαρρύνουν την συνέχιση των συνομιλιών για το Κυπριακό;
Θεωρώ ότι το Κυπριακό δεν βρίσκεται στις προτεραιότητές του νέου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ και θα αντιμετωπιστεί ως μέρος ενός υποσυνόλου της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή αλλά και την ενέργεια. Σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ο Ντόναλντ Τράμπ απ΄ ότι φαίνεται είναι υπέρμαχος του να λύνονται τα ζητήματα σε περιφερειακό επίπεδο. Αυτό βέβαια απομένει να το δούμε και στην πράξη, καθώς αντίστοιχες διακηρύξεις και θεωρίες περί απομονωτισμού, είχε και ο Μπους το 2000, ωστόσο αποδείχθηκε ο πιο παρεμβατικός ηγέτης στην ιστορία των ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής πάντως ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν έχει εκδηλώσει κάποιο ενδιαφέρον για το «κυπριακό» ζήτημα και ενδεικτικό αυτού είναι ότι δεν έχει οριστεί ακόμα αναπληρωτής υφυπουργός για την περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, όπως ήταν η Βικτόρια Νούλαντ στο παρελθόν.
Από την άλλη πλευρά βέβαια υπάρχουν τα ενεργειακά δεδομένα που φαίνεται ότι ενισχύουν τη διαπραγματευτική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι μεγάλες εταιρείες που ενεπλάκησαν στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, το έκαναν γιατί προσδοκούν κέρδη από αυτήν την διαδικασία. Ο μέχρι πρότινος πρόεδρος του πετρελαϊκού κολοσσού Εxon Mobil που έχει εξασφαλίσει την άδεια ερευνών για το οικόπεδο φιλέτο 10 της Κυπριακής ΑΟΖ, είναι ο νέος Υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον. Αυτό επιτρέπει να υπάρχει αισιοδοξία σχετικά με ενδιαφέρον των ΗΠΑ για επίλυση το συντομότερο δυνατόν του Κυπριακού, αλλά συγχρόνως δημιουργεί και προβληματισμό για τη λύση που ενδεχομένως θα δοθεί, αν δηλαδή αυτή θα είναι προς όφελος των ελληνοκυπριακών συμφερόντων.
Πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι το Τουρκικό Ναυτικό προχώρησε στην παραχώρηση δύο μεταχειρισμένων μονάδων επιφανείας στο ψευδοκράτος στην Κύπρο, τα οποία αναμένεται να ενταχθούν άμεσα στην δύναμη της ακτοφυλακής. Υπό αυτό το πρίσμα υπάρχει προοπτική αποχώρησης των στρατευμάτων-κατοχής από την Κύπρο; Σας το ρωτάω διότι αποτελεί πάγιο αίτημα και της ελληνικής αλλά και της κυπριακής πλευράς προκειμένου να εξευρεθεί μια λύση επί ίσοις όρους.
Το κυπριακό είναι ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής το οποίο καρκινοβατεί εδώ και 42 χρόνια δυστυχώς με τη διεθνή ανεκτικότητα. Στόχος και πάγια επιδίωξη της Άγκυρας, όπως διατυπώθηκε από τον Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος», είναι η διατήρηση ή ο έλεγχος της στρατηγικής σημασίας νήσου Κύπρου, παράλληλα με τη συμμετοχή της στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου. Για το λόγο αυτό η Τουρκία επιθυμεί να διατηρεί το παρεμβατικό δικαίωμα και τη διατήρηση κατοχικών στρατευμάτων. Η τουρκική πολιτική ηγεσία έχει δηλώσει ότι στο θέμα αυτό είναι ανυποχώρητη. Από το 1974 η Τουρκία διατηρεί δύναμη 30.000 Τούρκων στρατιωτών στην βόρεια, κατεχόμενη Κύπρο.
Η Ελλάδα διατηρεί στρατιωτική δύναμη περίπου 1.000 ανδρών. Μιλάμε για την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) και όχι για τον κυπριακό στρατό, την Εθνική Φρουρά όπως λέγεται. Ο τουρκοκύπριος ηγέτης Μ. Ακιντζί στις διαπραγματεύσεις είχε αφήσει κάποια «παράθυρα» επίτευξης συμφωνίας στο θέμα αυτό και συζητάει για μια μεταβατική περίοδο αποχώρησης, που αρχικά ήταν στα 15 χρόνια, μετά πήγε στα 12 και τώρα στα 8, ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά μιλά για 2. Η απόσταση λοιπόν είναι πολύ μεγάλη. Υπέρ της παραμονής των κατοχικών στρατευμάτων στο νησί είχε πάρει θέση στο παρελθόν και η υφυπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ η κ. Νούλαντ. Εδώ λοιπόν γεννάται το ερώτημα : Από ποιον κινδυνεύει η Κύπρος; Κανείς δεν απειλεί την Κυπριακή Δημοκρατία εκτός από την Τουρκία.
Η Ελλάδα είναι εδώ και πάνω από μισό αιώνα έξω από πολιτικές επέμβασης. Πολύ δε περισσότερο που είναι και μέλος της ΕΕ. Κάθε επίκληση προστασίας από τέτοια απειλή είναι απλά ανεδαφική. Είναι σαφές ότι οποιαδήποτε συμφωνία πρέπει να περάσει από ξεχωριστά δημοψηφίσματα των δύο κοινοτήτων στη Κύπρο. Για να γίνει λοιπόν αποδεκτή οποιαδήποτε λύση από την ελληνοκυπριακή κοινότητα που προβλέπει αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων με σαφή χρονικό ορίζοντα, θα πρέπει να υπάρχει εγγύηση (πιθανώς από ΕΕ ή ΟΗΕ, ή και τους δύο) ότι δεν θα μπορέσει κανείς πλέον να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο και δεύτερον θα πρέπει το υπόλοιπο «πακέτο» να προβλέπει οπωσδήποτε υποχωρήσεις από τους Τουρκοκυπρίους, σε θέματα που έχουν συναισθηματική και όχι μόνο σημασία για την ελληνοκυπριακή πλευρά, όπως το εδαφικό, το περιουσιακό, θέματα διακυβέρνησης, κ.λπ.
Ποια κατά την άποψη σας θα μπορούσαν να είναι τα μελλοντικά προβλήματα που θα προκύψουν από μια λύση τύπου ‘’διζωνικής κοινότητας’’ για την Κύπρο;
Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι το σχέδιο που συζητείται προσομοιάζει στο Σχέδιο Ανάν. Η λύση που έχει προκριθεί είναι της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα. Θα υπάρχουν δηλ. δύο συνιστώσες κοινότητες, μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή με δικά τους νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά όργανα. Σε κεντρικό επίπεδο θα έχουμε μία ομοσπονδιακή κυβέρνηση με διεθνή εκπροσώπηση. Η συμμετοχή των βουλευτών στην κυβέρνηση θα είναι σε προκαθορισμένες αναλογίες. Δηλ. οι υπουργοί θα είναι 7 ελληνοκύπριοι και 4 τουρκοκύπριοι (και μαζί με τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο, θα είναι 8 προς 5). Πρόεδρος και αντιπρόεδρος δεν θα έχουν δικαίωμα ψήφου, αλλά θα χρειάζεται η ψήφος και ενός τουρκοκύπριου για κάθε απόφαση.
Αυτό εντάσσεται μέσα στη λογική της πολιτικής ισότητας αλλά είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσει προβλήματα καθόσον δεν θα είναι εύκολη η συμφωνία σε όλα τα ζητήματα ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το παράδειγμα της Βοσνίας. Ο πρόεδρος της Σερβικής Δημοκρατίας της χώρας αυτής, ενημέρωσε πρόσφατα τον κ. Αναστασιάδη για τα προβλήματα λειτουργικότητας που υπάρχουν στη Βοσνία, το μοντέλο της οποίας είναι πολύ κοντά στη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, που προτείνεται και για την Κύπρο. Συγκεκριμένα μίλησε για παρεμβάσεις της Τουρκίας στη λήψη αποφάσεων. Επίσης σοβαρά ερωτηματικά δημιουργεί τυχόν παραχώρηση βασικών ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλ. διακίνησης αγαθών και προσώπων σε εποίκους που θα ονομάζονται τουρκοκύπριοι. Το θέμα αυτό θα θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ύπαρξη του κυπριακού ελληνισμού, με τη δημογραφική αλλοίωση που τυχόν θα υπάρξει.
Η Τουρκική απειλή εδώ καιρό πληροί τα κριτήρια αυτού που στην στρατηγική θεωρία ονομάζεται ‘’απέραντη απειλή’’. Δηλαδή δεν προσδιορίζεται και οριοθετείται επακριβώς οπότε παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να εκπληρωθούν μεγάλος αριθμός στόχων ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που κατά πάσα περίπτωση θα υπάρξουν. Είναι δυνατόν η Ελληνική πολιτική κατευνασμού που έχει υιοθετηθεί όλα αυτά τα χρόνια να αποτελέσει ανάχωμα σε αυτά τα σχέδια της Τουρκίας;
Απ’ ότι έχει διαφανεί στις μέχρι σήμερα σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, η εξ Ανατολών απειλή ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει για τη χώρα μας. Η βούληση της Άγκυρας να αλλάξει το status quo της περιοχής είναι δεδομένη, καθώς επίσης η προσπάθειά της είναι συνεχής να διατηρήσει ψηλά της στρατιωτική της ικανότητα για να μετουσιώσει την πολιτική της αυτή επιδίωξη σε πράξη όποτε της δοθεί ευκαιρία. Μέχρι στιγμής, οι τουρκικές επιδιώξεις υλοποιούνται μέσω διαδοχικών κρίσεων ποικίλης εντάσεως και μορφής. Η εφαρμοζόμενη τακτική από την πλευρά της Τουρκίας έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός συνολικού καταλόγου διμερών διαφορών (γκρίζες ζώνες, υφαλοκρηπίδα, FIR, χωρικά ύδατα, κ.λπ), με σκοπό την επίτευξη μικρών υποχωρήσεων από την πλευρά μας. Αυτό αποσκοπεί στη συρρίκνωση της αποτρεπτικής μας αξιοπιστίας και τη σταδιακή κάμψη της ελληνικής πολιτικής βούλησης.
Η συνεχής υποχωρητικότητα από την πλευρά μας εξυπηρετεί την επίτευξη επιμέρους τουρκικών επιδιώξεων, οι οποίες μακροχρόνια θα ισοδυναμούν με μεγάλη νίκη ή εκπλήρωση του συνόλου των στόχων που έχει θέσει η γείτονα χώρα. Η Τουρκία κατά καιρούς θέτει διάφορα θέματα, όπως αυτονομία της Θράκης, διεκδικεί την υφαλοκρηπίδα και τον έλεγχο του μισού Αιγαίου, κατέχει το 37% της Κύπρου και παραβιάζει σχεδόν καθημερινά τον εναέριο μας χώρο.
Πρέπει λοιπόν εμείς να συνεχίσουμε μια προσπάθεια εξευμενισμού αυτής της εκκολαπτόμενης περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης με υποχωρήσεις και παραχωρήσεις. Ο κατευνασμός δεν μπορεί να αποτελέσει σε καμιά περίπτωση ανάχωμα στα σχέδια της Τουρκίας και θα πρέπει να επισημανθεί ότι είναι μια στρατηγική που μπορείς να ασκήσεις για μικρό χρονικό διάστημα και ενέχει τον κίνδυνο να ενθαρρύνει την αδιαλλαξία του αντιπάλου και οδηγεί σε πόλεμο.
Ποια είναι σύμφωνα κατά την άποψη σας η τακτική που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα προκειμένου να αποτρέψει μελλοντικά τις φιλοδοξίες της Τουρκίας για την δημιουργία διεθνούς εθιμικού δικαίου όσον αφορά τις διεκδικήσεις της τελευταίας στο Αιγαίο; (cassus belli, AOZ-OIKONOMIKH ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ).
Η Τουρκία σήμερα επιθυμεί να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις για μια σειρά ζητημάτων στο Αιγαίο. ΟΙ διεθνείς οργανισμοί και το σύνολο σχεδόν των κρατών, θεωρούν ότι ο διάλογος είναι αναγκαίος και αναπόφευκτος. Οι υπερασπιστές της γραμμής αυτής αντιτείνουν: Αν δεν αρχίσουμε διαπραγματεύσεις, γεγονός που απαιτεί υποχωρήσεις, πως θα λύσουμε τις διαφορές μας; Με πόλεμο; Το επιχείρημά τους είναι, εκ πρώτης όψεως πειστικό. Ακόμη και θανάσιμοι ανταγωνιστές επιλύουν τις διαφορές τους με διαπραγματεύσεις. Όμως οι διαπραγματεύσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να κωδικοποιούν το συσχετισμό δυνάμεων.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι αν θα ανοίξουμε διάλογο με την Τουρκία, αλλά κάτω από ποια σύγκριση δυνάμεων θα διεξαχθεί ο διάλογος. Από θέση ισχύος μπορεί κανείς να διαπραγματευθεί οτιδήποτε και να κερδίσει. Για το λόγο αυτό η ισορροπία ισχύος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη οποιοδήποτε διαλόγου και την εθνική μας κυριαρχία. Κεντρικός άξονας της στρατιωτικής μας στρατηγικής είναι η αποτροπή οποιασδήποτε στρατιωτικής απειλής, σε συνδυασμό με την πολιτική αποκλιμάκωσης των εντάσεων. Πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε την προσπάθεια δημιουργίας καλού κλίματος ανάμεσα στις δυο χώρες στο πλαίσιο των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, γεγονός που θα συμβάλλει στην δημιουργία ενός εποικοδομητικού διαλόγου.
Αυτή η προσπάθεια όμως θα πρέπει όμως απαραίτητα να συνδυασθεί με μια διαφορετική στρατηγική στην αντιμετώπιση του αναθεωρητισμού της γείτονος χώρας, η οποία θα πρέπει να κινείται στους εξής άξονες:
– Πολιτική βούληση για διεκδίκηση των εθνικών μας συμφερόντων και εκπόνηση εθνικής στρατηγικής που θα προκύψει από διακομματική εθνική συνεννόηση, με σταθερότητα και συνέπεια ανεξάρτητα εσωτερικών πολιτικών διακυμάνσεων.
– Αναδιάρθρωση του μηχανισμού εθνικής ασφάλειας, με αντιμετώπιση θεσμικών αδυναμιών σε θέματα χειρισμού κρίσεων. Είναι επιτακτική η ανάγκη συγκρότησης ενός κατεξοχήν οργάνου με αντικείμενο τα θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, Εθνικής Άμυνας – Ασφάλειας και Χειρισμού Κρίσεων. Ένα ενισχυμένο όργανο που να συντονίζει τους κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, με τις υπηρεσίες πληροφοριών και την πολιτική ηγεσία, δηλ. συγκρότηση άμεσα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.
– Διατήρηση και επαύξηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και ικανότητας των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία πρέπει να εστιαστεί στα εξής θέματα:
1. Αντιμετώπιση του προβλήματος της υποστελέχωσης των μονάδων του Στρατού Ξηράς λόγω του δημογραφικού προβλήματος, της μικρής διάρκειας της θητείας και της μη πρόσληψης επί σειρά ετών επαγγελματιών οπλιτών, το οποίο συνδυαζόμενο με τη «γήρανση» του μόνιμου προσωπικού (ΕΠΟΠ-ΕΜΘ), επηρεάζει την επιχειρησιακή ετοιμότητα του Σ.Ξ. Ο μικρός χρόνος διάρκειας θητείας των οπλιτών και η ανάθεση σ΄ αυτούς πολλαπλών καθηκόντων, έχει ως αποτέλεσμα εκτός των άλλων και τη δημιουργία ανεκπαίδευτης εφεδρείας, η οποία αποτελεί ζωτικό επιχειρησιακό τομέα της εθνικής πολεμικής προπαρασκευής.
2. Αποδέσμευση όσο είναι δυνατόν των Ενόπλων Δυνάμεων από αλλότρια έργα (προσφυγικό, διακομιδές, κ.λπ), με δεδομένο και όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με την υποστελέχωση των μονάδων του Σ.Ξ.
3. Ανάπτυξη της διακλαδικότητας και διαλειτουργικότητας που είναι απαραίτητο να ξεκινά από απλά καθημερινά θέματα οργάνωσης και λειτουργίας και να επεκτείνεται σε θέματα σχεδίασης, εκπαίδευσης, συνεργασίας των Κλάδων των Ε.Δ. με τη χρησιμοποίηση κοινής γλώσσας και ορολογίας καθώς και κοινών διαδικασιών.
4. Αναβάθμιση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, η οποία θα περιορίσει την εκροή συναλλάγματος, θα συμβάλλει στην αύξηση θέσεων εργασίας και στη διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος ανάμεσα στη χώρα μας και στην Τουρκία.
5. Εκπόνηση νέας δομής δυνάμεων, που θα προκύψει από την εκτίμηση της απειλής αλλά και των κινδύνων που αντιμετωπίζει η χώρα, η οποία θα συνδυαστεί με γενναίες και ρηξικέλευθες αποφάσεις που θα μειώσουν τις λειτουργικές δαπάνες και αφορούν θέματα αναδιοργάνωσης, δημιουργία πολυδύναμων στρατοπέδων, κ.λπ.
6. Αποκατάσταση, εντός του πλαισίου των δυνατοτήτων του προϋπολογισμού για την άμυνα ώστε να διατηρηθεί η διαθεσιμότητα των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων και μέσων (εξασφάλιση απαραίτητων ανταλλακτικών, πυρομαχικών, καυσίμων).
7. Τέλος αξιοποίηση του σημαντικότερου παράγοντα στρατιωτικής ισχύος, δηλ. του προσωπικού, από τον οποίο εξαρτάται η αποτελεσματικότητα των οπλικών συστημάτων (ποιότητα, εκπαίδευση, ηθικό). Το θέμα της ηθικής και υλικής καταξίωσης των στελεχών των Ε.Δ. θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προτεραιότητας εκ μέρους της πολιτείας και να εκδηλώσει τις απαραίτητες ενέργειες.
Η ένταση με την Τουρκία δείχνει να κορυφώνεται μέρα με τη μέρα γεγονός που ενδεχομένως και να συμβαίνει για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης καθώς η νεο-οθωμανική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας υπό το φόντο μελλοντικών αποτυχιών στην Συρία αλλά και στο εσωτερικό της (δημοψήφισμα), ίσως να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Είναι ρεαλιστικό ένα ‘’σενάριο θερμού επεισοδίου’’;
Το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου ή μιας κρίσης δεν μπορεί να αποκλειστεί, το οποίο θα προέλθει από ένα τυχαίο γεγονός ή μια προσχεδιασμένη ενέργεια αν η Τουρκία εκτιμήσει ότι αυτό την εξυπηρετεί. Εξ άλλου σύμφωνα με τη στατιστική και την θεωρία των πιθανοτήτων ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι πολύ πιθανό. Αν κάνουμε μια ιστορική ανασκόπηση στις Ελληνοτουρκικές κρίσεις από το 1974 μέχρι σήμερα θα παρατηρήσουμε ότι κάθε 10χρόνια ή και λιγότερο είχαμε ένταση ή Κρίση.
Το ΄74 την εισβολή στην Κύπρο, στη συνέχεια το ΄76 με τις έρευνες του ωκεανογραφικού «ΧΩΡΑ» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Μετά είχαμε την κρίση του ΄87 με την απόφαση της Τουρκίας να στείλει το ερευνητικό σκάφος «ΣΙΣΜΙΚ» στο Αιγαίο. Στη συνέχεια το ΄96 την κρίση των Ιμίων και μετά από 1 χρόνο το ΄97 είχαμε το θέμα με τους πυραύλους S-300 και την παράδοση Οτσαλάν. Από τότε για 20 χρόνια διανύουμε μια περίοδο χωρίς έντονα γεγονότα, εκτός από τις γνωστές προκλήσεις της Τουρκίας. Άρα δεν αποκλείεται να συμβεί ανά πάσα στιγμή κάποια κρίση ή θερμό επεισόδιο με δεδομένο και τον αντίπαλο που έχουμε απέναντί μας και η χώρα μας θα κληθεί να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί μια δύσκολη κατάσταση.
Η διαγραφόμενη αποτυχία Ερντογάν στην Β.Συρία και η απομόνωση του από όλες τις εμπλεκόμενες-δυνάμεις πόσο αναμένεται να επηρεάσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ενόψει και του επερχόμενου δημοψηφίσματος στην Τουρκία στις 16 Απριλίου;
Την εβδομάδα που μας πέρασε οι αρχηγοί των γενικών επιτελείων Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας Χουλουζί Ακάρ, των Ηνωμένων Πολιτειών Τζόζεφ Ντάνφορντ και της Ρωσίας Βαλέρι Γκερασίμοφ συναντήθηκαν στην Αττάλεια. Η συνάντηση ήταν εξαιρετικής σημασίας, όπου συζητήθηκε το μέλλον της παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων που βρίσκονται στη Συρία, στα πλαίσια της επιχείρησης «Ασπίδα του Ευφράτη». Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν η επιχείρηση απελευθέρωσης της Ράκκα, την οποία οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θα διεξάγουν με τους Κούρδους του YPG, προκαλώντας τη δυσφορία της Άγκυρας, η οποία είχε ζητήσει από τις ΗΠΑ να συμμετάσχει. Παρ΄ όλα αυτά η εικόνα του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ της Τουρκίας στο ίδιο τραπέζι με τους αρχηγούς ΗΠΑ και Ρωσίας νομίζω καταδεικνύει και τη σημασία της γεωπολιτικής και στρατηγικής θέση της Τουρκίας, η οποία από τις επιχειρήσεις στη Συρία μέχρι στιγμής, έχει αποκομίσει οφέλη, για τους εξής λόγους:
– Έχει αναδειχθεί σε ρυθμιστικό παράγοντα, βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και έχει λόγο για το μέλλον των Κούρδων.
– Στρατηγικός στόχος της Τουρκίας είναι η δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας στα σύνορά της με τη Συρία προκειμένου να μην συνενωθούν τα Κουρδικά καντόνια και να δημιουργηθεί defacto Κουρδικό κράτος. Η δημιουργία της ζώνης αυτής δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο με χρήση στρατιωτικών δυνάμεων.
– Εμφανίζεται ως παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης και δείχνει στη διεθνή κοινότητα ότι πράγματι πολεμά κατά του Ισλαμικού κράτους.
– Σε εθνικό επίπεδο, παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση άρχισε λίγες ημέρες μόνον μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας φάνηκαν αξιόμαχες και έτοιμες χωρίς να έχουν επηρεαστεί από τις διώξεις στελεχών που επακολούθησαν.
– Η γεωπολιτική θέση της σε συνδυασμό με την ανάγκη των ΗΠΑ για χρησιμοποίηση στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο έδαφός της όπως τη βάση του Ιντσιρλίκ, την αναγορεύει σε πολύτιμο εταίρο στις επιχειρήσεις στη Συρία, παρά το γεγονός ότι τα κέρδη που αποκομίζει είναι προσωρινά.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να μας προβληματίσει είναι τυχόν γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας, η οποία ίσως της ανοίξει την «όρεξη», για τις επεκτατικές της διαθέσεις στο χώρο του Αιγαίου.
Σε μια ενδεχόμενη επαναπροσέγγιση Ισραήλ-Τουρκίας κατά πόσο τα ελληνικά-κυπριακά συμφέροντα θα βρίσκονται σε δυσμενή θέση; Θα ήθελα να επικεντρωθούμε κυρίως στις ενεργειακές επιπτώσεις αυτού του σεναρίου. (Επιδιώξεις Τουρκίας για αντικατάσταση σχεδίων του Εast Med (EΛΛΑΔΑ-ΚΥΠΡΟΣ-ΙΣΡΑΗΛ-ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΑΓΩΓΟ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΣΕΙΧΑΝ-ΛΕΒΙΑΘΑΝ)
Είναι γεγονός πως κινητήρια δύναμη πίσω από την επαναπροσέγγιση Tουρκίας – Ισραήλ είναι ασφαλώς και η προοπτική κατασκευής αγωγού φυσικού αερίου από το ισραηλινό οικόπεδο Λεβιάθαν προς την Τουρκία. Στο υπό διαμόρφωση όμως σκηνικό πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα εξής:
Ένας αγωγός μέσω Τουρκίας από το Ισραήλ πρέπει να περάσει από την κυπριακή ΑΟΖ. Για να γίνει κάτι τέτοιο προϋποθέτει την επίλυση του Κυπριακού. Αν κατασκευασθεί πριν, φυσικά θα είναι σε βάρος ζωτικών συμφερόντων του Κυπριακού Ελληνισμού και παρά τη θέληση της Λευκωσίας.
Η κατασκευή του αγωγού East Med θα είναι σημαντική εξέλιξη γεωπολιτικής αναβάθμισης της θέσης της χώρας μας, αλλά παρουσιάζει τεχνικές δυσκολίες και γεωπολιτικούς κινδύνους.
Η υγροποίηση του αερίου σε αιγυπτιακά τερματικά θα συνέφερε οικονομικά, κάτι που θα έδινε τη δυνατότητα στις εταιρίες να έχουν πρόσβαση σε περισσότερες αγορές, συμπεριλαμβανομένων των ασιατικών, όπου οι τιμές είναι υψηλότερες από αυτές που θα μπορούσαν να αποσπάσουν πουλώντας στην Ευρώπη. Αυτό προϋποθέτει τη συμμετοχή της Αιγύπτου, όπου στην ΑΟΖ της χώρας αυτής, υπάρχει το τεράστιο κοίτασμα Zohr.
Η περιοχή που εκτείνεται νοτιοδυτικά του Καστελόριζου μέχρι νότια της Κρήτης και εφάπτεται βορειοδυτικά της ΑΟΖ της Κύπρου, η επονομαζόμενη ως «Λεκάνη του Ηροδότου», παρουσιάζει τις υψηλότερες πιθανότητες εντοπισμού υδρογονανθράκων, κυρίως φυσικού αερίου και οι επιστημονικές ενδείξεις, μιλούν για πολύ μεγάλα αποθέματα που πιθανώς να προσεγγίζουν και τα 3,5 τρισ. κυβικά μέτρα.
Στην εν λόγω περιοχή, με βάση γεωλογικές έρευνες, υπάρχουν επίσης σημαντικά αποθέματα υδριτών ή αλλιώς παγωμένου φυσικού αερίου, που είναι μόρια μεθανίου εγκλωβισμένα μέσα σε μια κρυσταλλική δομή που μοιάζει με αυτή του πάγου. Το εντυπωσιακό είναι ότι ένα κυβικό μέτρο υδρίτη, όταν το φέρεις στην επιφάνεια, γίνεται περίπου εβδομήντα κυβικά μέτρα. Τα αποθέματα αυτά για την ώρα αποκαλούνται «μη συμβατικά», διότι η εκμετάλλευσή τους προς το παρόν δεν είναι δυνατή, αποκαλούνται όμως «κοιτάσματα της επόμενης εικοσαετίας».
Όλο αυτό το σκηνικό όπως γίνεται αντιληπτό είναι ιδιαίτερα περίπλοκο και απαιτεί εγρήγορση από ελληνικής πλευράς τόσο σε επίπεδο συνεργασιών που πρέπει να υπάρχουν με Αίγυπτο και Ισραήλ, σε συνδυασμό με τις ουδέτερες έως κακές σχέσεις της Τουρκίας με τις χώρες αυτές. Η περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παγκόσμια πετρελαϊκή βιομηχανία και δημιουργούνται νέες ευκαιρίες αναβάθμισης του ρόλου των εμπλεκόμενων χωρών στον γεωπολιτικό χάρτη (Ισραήλ, Κύπρος, Αίγυπτος, Ελλάδα).