Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
H υπόθεση Novartis, αν μη τι άλλο, τα έχει δημοσιογραφικά όλα. Χρήμα, πολύ χρήμα, προστατευόμενοι μάρτυρες, βαριά πολιτικά πρόσωπα, εμπλοκή ΜΜΕ, αμερικανικές αρχές, μια εσάνς μυστικών υπηρεσιών και την αγαπημένη λέξη όλων μας, «διαπλοκή».
Υπάρχει μόνο μια βασική λεπτομέρεια: δεν έχει αποδειχθεί τίποτα. Η δικογραφία που έχει δει το φως της δημοσιότητας, βασίζεται, καίτοι οι περιγραφές είναι αρκετά λεπτομερειακές, σε εκτιμήσεις, πληροφορίες και «άκουσα» ή «μου είπε». Φυσικά, υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία συμπολιτών που απαξιώνει συνολικά το πολιτικό σύστημα ή έχει εναντίωση ως προς το «παλιό πολιτικό σύστημα» και αναμενόμενα μιλά για «λαμόγια», πιστεύει αβλεπί το περιεχόμενο της δικογραφίας. Αναπόδραστα, το πολιτικό κόστος για τα αναφερόμενα πολιτικά πρόσωπα στη δικογραφία είναι σημαντικό. Αλλά, το πολιτικό κόστος δεν είναι η ουσία.
Αυτό που πραγματικά πρέπει να απαντηθεί είναι, αν υπάρχει υπόθεση. Όχι απλά, αν υπάρχει ροή χρήματος, όπως λένε ορισμένοι, για να αποδειχθεί, αν υπάρχει ξέπλυμα βρώμικου χρήματος που είναι πάγιο και διαρκές αδίκημα και δεν έχει παραγραφεί. Ακόμα και για το παραγεγραμμένο αδίκημα της απιστίας κατά του δημοσίου, είναι κρίσιμο να αποδειχθεί η αθωότητα ή η ενοχή των κατονομαζόμενων πολιτικών προσώπων, προκειμένου να μην μένουν σκιές στον δημόσιο βίο.
Τι συμβαίνει, όμως, στην πραγματικότητα; Απασχολεί κανέναν αυτό ή μένουμε στις εντυπώσεις; Για παράδειγμα, νομικοί αναφέρουν ότι στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, υπόθεση δεν στέκεται με βάση τα όσα περιγράφονται στη δικογραφία. Το αν θα βρεθούν νέα στοιχεία στο μέλλον, όπως θα εξελίσσεται η έρευνα, είναι απολύτως ανοιχτό. Αλλά, αυτή τη στιγμή, αυτά είναι τα διαθέσιμα στοιχεία και με αυτά πορευόμαστε. Τούτων δοθέντων, αυτή τη στιγμή καταστρατηγείται πλήρως το τεκμήριο της αθωότητας. Οι εμπλεκόμενοι δεν αντιμετωπίζονται ως αθώοι μέχρις αποδείξεως του ότι είναι ένοχοι, αλλά ως σίγουροι ένοχοι που θα πρέπει να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες.
Την ίδια ώρα, ο πολιτικός διάλογος σέρνεται σε επικίνδυνες ατραπούς. Σαφώς, εφόσον πρόκειται για μια σκανδαλώδη υπόθεση, δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να κάνουμε ότι δεν υπάρχει. Το ύφος, η χροιά και η ένταση της δημόσιας συζήτησης όμως δεν βοηθούν στην παγίωση ενός κλίματος ηπιότητας. Η κυβέρνηση, ακόμα και αν φαινομενικά παραπέμπει στη δικαιοσύνη, με πράξεις και τη ρητορική της σκληραίνει την αντιπαράθεση. Επαναφέρει με σκληρότητα ένα δίπολο: «εμείς που δεν κλέψαμε και εσείς που είστε διεφθαρμένοι». Από πού προκύπτει, όμως, το τελευταίο; Μέχρι στιγμής, με βάση το τεκμήριο της αθωότητας, από πουθενά. Κι όμως, η δικογραφία εργαλειοποιείται κανονικά, ενώ και οι κυβερνητικοί χειρισμοί από την πρώτη μέρα που η υπόθεση δόθηκε στη δημοσιότητα δίνουν την αίσθηση της επίσπευσης των εξελίξεων.
Μαζί με την πορεία της οικονομίας, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση θέλει να κρατήσει ως τις εκλογές ανοιχτά και τα ζητήματα διαφοράς και διαπλοκής, ανεξάρτητα από τη δικαστική έρευνα και τα όποια στοιχεία προκύπτουν από αυτή. Άλλωστε η συνεχής υπόμνηση του ποιοι είναι «οι άλλοι» θεωρείται από το Μαξίμου πως είναι ένα επαρκές αντίβαρο στην ασκούμενη μνημονιακή πολιτική που μπορεί να συσπειρώσει ένα πιο αριστερόστροφο κοινό. Όσο όμως αυτοί οι ψυχροί πολιτικοί υπολογισμοί και τακτικισμοί υπερισχύουν, ο διασυρμός μέσω εκτιμήσεων συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό και οι εντυπώσεις παγιώνονται.
Διότι, αντί για ουσιαστικές απαντήσεις, ζητείται αίμα στην αρένα.