Σύμφωνα με τα επιστημονικά στοιχεία που προκύπτουν από ερευνητικές μελέτες του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, το να προσβληθεί κάποιος για δεύτερη φορά από κορονοϊό μπορεί να αυξήσει τους μακροπρόθεσμους κινδύνους για την υγεία του, μια ανησυχητική εξέλιξη καθώς η κυκλοφορία των ολοένα και πιο μεταδοτικών υποπαραλλαγών της Όμικρον οδηγεί σε μεγαλύτερο αριθμό μολύνσεων τους κατοίκους της Καλιφόρνια.
Νωρίτερα στην πανδημία, υποτίθεται ότι η μόλυνση παρείχε κάποιο βαθμό διαρκούς προστασίας, ίσως για μερικούς μήνες. Όμως καθώς ο κορονοϊός μεταλλάσσεται αυτό δεν είναι πλέον δεδομένο. Και κάθε μεμονωμένη λοίμωξη εγκυμονεί τον κίνδυνο όχι μόνο για οξεία ασθένεια, αλλά και τη δυνατότητα εμφάνισης μακροχρόνιας COVID.
«Ο πρόσθετος κίνδυνος δεν είναι πραγματικά ασήμαντος, ούτε επουσιώδης. Είναι πραγματικά σημαντικός», είπε ο Δρ Ζιάντ Αλ-Αλι, κλινικός επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις και επικεφαλής έρευνας και ανάπτυξης στο Σύστημα Υγείας Βετεράνων του Σέντ Λούις.
Σύμφωνα με μια μελέτη που εξέταζε βετεράνους των ΗΠΑ, εκ των οποίων ο Aλ-Αλι ήταν ο κύριος συγγραφέας, η μόλυνση δύο ή περισσότερες φορές «συμβάλλει σε πρόσθετους κινδύνους θνησιμότητας από κάθε αιτία, νοσηλεία και δυσμενείς επιπτώσεις σε διάφορα συστήματα οργάνων ενώ μπορεί επιπλέον να επιδεινώσει τον κίνδυνο για διαβήτη, κόπωση και διαταραχές ψυχικής υγείας.
Η επαναμόλυνση COVID προσθέτει απολύτως κίνδυνο», είπε ο Aλ-Αλι. Η μελέτη έδειξε ότι, σε σύγκριση με εκείνους που μολύνθηκαν μόνο μία φορά, τα άτομα που μολύνθηκαν για δεύτερη φορά είχαν δυόμιση φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρδιακή ή πνευμονική νόσο και προβλήματα πήξης του αίματος. Οι επακόλουθες λοιμώξεις συσχετίστηκαν επίσης με υψηλότερο κίνδυνο δυνητικά σοβαρών προβλημάτων υγείας, καθώς και με θάνατο από COVID-19.
Είναι πιθανό μια επαναλαμβανόμενη μόλυνση από κορονοϊό να αφήσει κάποιον μια χαρά, κάτι που συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους, είπε ο Aλ-Αλι. «Αλλά μπορεί να είστε ένας από τους άτυχους και… να έχετε κάποιο πραγματικά σοβαρό πρόβλημα υγείας με μια μόλυνση».
Η Διευθύντρια Δημόσιας Υγείας της Κομητείας του Λος Άντζελες, Μπάρμπαρα Φερέρ, ανέφερε πρόσφατα την ως άνω μελέτη του Aλ-Αλι ως το σκεπτικό για τη χρήση μάσκας σε εσωτερικούς δημόσιους χώρους για την αποφυγή επαναμόλυνσης.
«Είδαν επίσης ότι όσοι είχαν επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις είχαν υψηλότερο τον κίνδυνο γαστρεντερικών, νεφρικών, μυοσκελετικών νευρολογικών διαταραχών, διαβήτη καθώς και προβλημάτων ψυχικής υγείας», είπε η Φερέρ για τη μελέτη. «Επιπλέον, ο κίνδυνος ανάπτυξης μακροπρόθεσμου προβλήματος υγείας αυξανόταν περαιτέρω με κάθε επαναμόλυνση. Ο κίνδυνος να έχουν μακροχρόνιες παθήσεις υγείας ήταν τρεις φορές υψηλότερος για όσους είχαν μολυνθεί σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν μολυνθεί».
Οι παλαιότεροι ιοί, όπως αυτοί που προκαλούν την ιλαρά και την ανεμοβλογιά, είναι αρκετά σταθεροί κάτι που σημαίνει ότι οι εμβολιασμοί είναι εξαιρετικά αποτελεσματικοί και η επιβίωση σε οποιαδήποτε ασθένεια συνήθως προσδίδει δια βίου ανοσία.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον κορονοϊό, ο οποίος έχει μεταλλαχθεί άγρια από τότε που ξεκίνησε η πανδημία.
Κάποιος που μολύνθηκε με την παραλλαγή που κυριάρχησε στην Καλιφόρνια στα τέλη του 2020, για παράδειγμα, ήταν ευάλωτος στο να πιάσει την παραλλαγή Δέλτα το επόμενο καλοκαίρι. Και όσοι επέζησαν της Δέλτα αντιμετώπισαν τον κίνδυνο να πιάσουν τη μεταγενέστερη παραλλαγή Oμικρον.
Αλλά το τοπίο της επαναμόλυνσης έχει αλλάξει άρδην καθώς η Καλιφόρνια έχει περικυκλωθεί από μια οικογένεια ολοένα και πιο μεταδοτικών υποπαραλλαγών της Όμικρον. Το πιο πρόσφατο από αυτό, της BA.5, το οποίο έχει δείξει ιδιαίτερη ικανότητα στην επαναμόλυνση και στοχεύει ακόμη και εκείνους που επέζησαν από ένα προηγούμενο κρούσμα Oμικρον λίγες εβδομάδες πριν.
«Αυτή η ιδέα της οικοδόμησης ανοσίας, λειτουργεί πραγματικά μόνο εάν συναντάτε το ίδιο τέρας ξανά και ξανά και ξανά», είπε ο Aλ-Aλι. Αλλά στον κόσμο του COVID-19, το BA.5 είναι στην πραγματικότητα ένα «πολύ διαφορετικό θηρίο» από αυτό των προηγούμενων παραλλαγών.
Είναι πιθανό η οξεία φάση μιας δεύτερης περιόδου του COVID-19 να είναι πιο ήπια από την πρώτη. Αλλά μια επακόλουθη επίθεση της μόλυνσης μπορεί να προκαλέσει ακόμα πιο εκτεταμένη σωρευτική βλάβη στο σώμα από ό,τι αν υπήρχε μόνο μία μόλυνση.
Σκεφτείτε τις μολύνσεις από κορονοϊό όπως οι σεισμοί: Είναι πιθανό ένας μετασεισμός να είναι λιγότερο σοβαρός από τον πρώτο σεισμό, αλλά αθροιστικά θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά. Μόνο και μόνο επειδή το σπίτι σας εξακολουθεί να στέκεται μετά από έναν σεισμό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξερευνήσετε τρόπους για να το κάνετε σεισμικά ασφαλέστερο.
«Ένας από τους λόγους για τον οποίο τα πράγματα, για πολλούς ανθρώπους, φαίνεται ότι δεν είναι τόσο άσχημα αυτή τη στιγμή είναι επειδή είμαστε πολύ επιθετικοί στην αντιμετώπιση του ιού με εμβόλια, με θεραπείες», δήλωσε ο Δρ. Ασίσ Για, ο συντονιστής ανταπόκρισης του COVID- 19 στον Λευκό Οίκο, κατά τη διάρκεια συνόδου κορυφής για την υγειονομική περίθαλψη.
«Αν βγάλουμε το πόδι μας από το πεντάλ, θα δούμε αυτόν τον ιό να επιστρέφει με τρόπο πολύ πιο επικίνδυνο. Πρέπει λοιπόν να παραμείνουμε σε αυτό το μπροστινό βήμα και να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για αυτό το πράγμα.
Σε ότι αφορά τη μακροχρόνια COVID – μια κατάσταση στην οποία τα συμπτώματα μπορεί να επιμείνουν μήνες ή και χρόνια μετά την αρχική μόλυνση – ο εμβολιασμός και η ενίσχυσή του πιθανότατα μειώνει τον κίνδυνο, αλλά οι μελέτες διαφέρουν ως προς τον βαθμό προστασίας.
«Νομίζω ότι η ύπαρξη κάποιας προϋπάρχουσας ανοσίας – είτε είναι φυσική είτε από εμβόλιο – φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο για μακροχρόνιο COVID, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει. Δεν είναι μηδενικός», είπε ο Δρ Στίβεν Ντικς, καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και κύριος ερευνητής της μελέτης για τη μακροπρόθεσμη επίπτωση της μόλυνσης με τον νέο κορονοϊό.
Μια άλλη έκθεση, με παρατήρηση σε τριπλο- εμβολιασμένους Ιταλούς εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης που δεν νοσηλεύτηκαν για COVID-19, διαπίστωσε ότι δύο ή τρεις δόσεις εμβολίου συσχετίστηκαν με χαμηλότερη συχνότητα μακράς διάρκειας COVID-19.
Μια ξεχωριστή έκθεση πρότεινε ότι ακόμη και οι ενήλικες που είχαν λάβει αναμνηστική δόση πρέπει να εξετάσουν τον κίνδυνο μακροχρόνιας COVID. Μια βρετανική έκθεση ανέφερε ότι, κατά τη διάρκεια του αρχικού κύματος Oμικρον, περίπου 1 στους 25 ενήλικες που εμβολιάστηκαν με τριπλό εμβολιασμό ανέφεραν μόνοι τους ότι είχαν μακρά COVID τρεις έως τέσσερις μήνες μετά την πρώτη τους μόλυνση.
Ωστόσο, ορισμένοι κλινικοί γιατροί λένε ότι όσοι πάσχουν από μακροχρόνια COVID τείνουν να είναι είτε μη εμβολιασμένοι είτε να έχουν παραλείψει τις ενισχυτικές δόσεις τους.
«Ο αριθμός των ασθενών που βλέπω και οι οποίοι εμβολιάστηκαν και έλαβαν ενισχυτική δόση και έρχονται με μακροχρόνιο COVID είναι πολύ χαμηλός», δήλωσε η Δρ. Νίσα Βισβανάθαν διευθύντρια του Προγράμματος UCLA Health Long COVID.
Η μακροχρόνια COVID επίσης δεν εμποδίζει να μολυνθείτε ξανά από τον κορονοϊό. Η Βισβανάθαν είπε ότι είχε ασθενείς που είδαν τα μακροχρόνια συμπτώματα του κορονοϊού να βελτιώνονται, μετά αρρώστησαν πάλι από COVID-19 και μετά είδαν τα συμπτώματα της μακροχρόνιας COVID-19 να επιστρέφουν.
Ο καλύτερος τρόπος για να αποτρέψετε τον μακροχρόνιο COVID-19 είναι να μην κολλήσετε τον COVID-19. Πολλοί αξιωματούχοι υγείας και ειδικοί αναφέρουν μη τις φαρμακευτικές παρεμβάσεις, όπως τη μάσκα ως βασικά εργαλεία, καθώς οι εμβολιασμοί μειώνουν, αλλά δεν εξαλείφουν εντελώς, τον κίνδυνο.
«Το να ζητάμε από τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν τη μάσκα δεν είναι κάτι το τρομερό ειδικά στα μέρη που είναι πιθανώς πιο πολυσύχναστα και σε αυτά όπου ίσως ο κίνδυνος μετάδοσης να είναι υψηλότερος », είπε η Βισβανάθαν. Το να κάνετε δραστηριότητες έξω είναι επίσης πιο ασφαλές από το να εξασκείστε σε εσωτερικούς χώρους.
Μερικοί από τους ασθενείς της Βισβανάθαν έχουν υποβαθμίσει τον κίνδυνο του COVID-19, σχολιάζοντας πώς έχει εξελιχθεί σε ήπια ασθένεια και λένε ότι δεν βρίσκουν νόημα να λαμβάνουν προφυλάξεις. Ωστόσο, είπε, η καλύτερη γνώση σχετικά με τον μακροχρόνιο COVID και τις επιπτώσεις του θα βοηθούσε τους ανθρώπους να κατανοήσουν τη σημασία της χρήσης μάσκας και του εμβολιασμού με ενισχυτικές δόσεις.
Μια μελέτη του UCLA που δημοσιεύτηκε στο Journal of General Internal Medicine, στην οποία συμμετείχε η Δρ. Βισβανάθαν , διαπίστωσε ότι από 1.038 ασθενείς συμπτωματικούς στην COVID-19 μεταξύ Απριλίου 2020 και Φεβρουαρίου 2021, σχεδόν το 30% εμφάνισε μακροχρόνια COVID-19. Τα πιο συχνά συμπτώματα ήταν η κόπωση και η δύσπνοια μεταξύ των νοσηλευόμενων ασθενών.
Αν και πολλοί έχουν κουραστεί από τα προληπτικά μέτρα για τον COVID-19 μετά από σχεδόν δυόμισι χρόνια, αυτά παραμένουν σημαντικά, δήλωσε η Δρ Αν Φόστερ, αντιπρόεδρος και επικεφαλής κλινικής στρατηγικής για το σύστημα υγείας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια.
Το φορτίο του μακροχρόνιου COVID μετά από αυτό το κύμα είναι άγνωστο. Τα επίσημα κρούσματα είναι πιθανώς τεράστιες υπομετρήσεις, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται τόσα πολλά τεστ στο σπίτι και αυτό θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι το φορτίου του μακροχρόνιου COVID στους επόμενους μήνες θα είναι δύσκολο να προβλεφθεί, είπε η Φόστερ.
«Ξέρω ότι όλοι οι άνθρωποι επιστρέφουν στην προ- κόβιντ πραγματικότητα, και κάπως το καταλαβαίνω», είπε ο Δρ. Στίβεν Ντικς. «Αλλά οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζουν ότι υπάρχει αυτός ο πρόσθετος κίνδυνος που δεν εξαφανίζεται και μπορεί να χρειαστεί να προσαρμόσουν τη ζωή τους ανάλογα. Αλλά ο καθένας θα το καταλάβει μόνος του».
Πηγή: ertnews.gr